
Απόψε ήταν μια μακριά νύχτα... Δεν ξέρω τι σκεφτόσουν... Εγώ θυμήθηκα τον τελευταίο Πόλεμο...
Είχαμε υποφέρει για χρόνια. Νικηθήκαμε και νικήσαμε. Κι ύστερα βγάλαμε τα μαχαίρια. Όλοι εναντίον όλων. Φίλοι με φίλους, αδελφοί με αδελφούς και τέκνα με γονιούς. Κι όταν τέλειωσε το μακελειό, οι ζωντανοί, άφρονες και αγράμματοι, επέπεσαν επί των ηττημένων. Σαν τα όρνια. Και κατέφαγαν το αβοήθητο σώμα.
Και τα χρόνια πέρασαν. Το έγκλημα σάπισε. Έγινε πτώμα και δεν πέθανε. Μας στοίχειωσε. Τριγύριζε τα όνειρά μας και γύρευε.
Ώσπου Άγγελος Εξάγγελος μας ήρθε από μακριά. Επιδέξιος. Νέος αυτός. Μυρίστηκε την αποφορά του κτήνους. Και καβάλησε. Το χίμηξε σαν εφιάλτη στο λιοπύρι. Μ' αίματα και με δώρα. Εμείς ένοχοι και έντρομοι. Ακινητοποιημένοι αφεθήκαμε. Το μαύρο μας κτήνος να εμποτίζει το επιστητό με το δίκιο του. Και εν ριπή να βατεύει δίκαιο και λόγο. Κι αποκοιμηθήκαμε.
Κι άλλα χρόνια πέρασαν. Κανείς μας δε διάβασε τον καιρό. Μας ξύπνησε ο πάταγος από τα σανίδια που τσακίζονταν στα βράχια και τα νερά που ορμούσαν από παντού. Μαύρα σύννεφα σκεπάζαν τον ουρανό. Αλαφιασμένοι είδαμε τα ερείπια και καταλάβαμε. Το κτήνος είχε μεταδώσει σε όλους μας την ίδια πανώλη. Σ' όλα τα στασίδια. Κι από δω, κι από κει. Μας είχε όλους εθίσει στην ίδια ουσία, αριστερούς και δεξιούς ψαλτάδες.
Κι είδαμε. Δεν ήταν τα σπαρτά. Ήταν το δίκιο του κτήνους που δεν τ' άφηνε να ψηλώσουν. Δεν ήταν τα ζωντανά. Ήταν η ανάσα του κτήνους που τα 'πνιγε. Αγριευτήκαμε. Τρομάξαμε. Βοήθεια, φωνάξαμε. Μετρηθήκαμε. Αναπέμψαμε δεήσεις. Ξεστομίσαμε κατάρες. Φίλοι κι εχθροί τρομάξανε κι αυτοί. Καταφθάσαν πυροσβέστες να σταματήσουν το κακό μην απλωθεί και στα δικά τους μέρη. Και διασώστες ουρλιάζοντας διαταγές. Κι έμποροι και λογαριασμοί. Τεχνίτες και αρχιτέκτονες. Ειδήμονες. Και ξένοι καπεταναίοι. Και καλοθελητές. Και κοράκια. Και, μες την ταραχή και το κακό, νάσου άλλος Άγγελος Εξάγγελος.
Γεμάτος δίκιο κι αγανάχτηση κι αυτός. Φιλόδοξος κι ωραίος. Να καβαλήσει το κτήνος. Του ψιθυρίζει την αναίδεια των πιστωτών. Του καταγγέλλει τα ερείπια που αφήνει πίσω της η ύβρι τους. Του δαγκώνει τ' αυτί με την ανικανότητα και τη φαυλότητα των διαχειριστών. Σπηρούνια φοράει την απληστία των τοκιστών. Καθοδηγεί μια στρατιά φαντάσματα να κροταλίζουν τις κατσαρόλες λυσσασμένα για ν' αφηνιάσει το κτήνος. Και δώστου και προγκάει την κακοφορμισμένη την πληγή. Ξέρει αυτός. Εκεί που ο πόνος ουρλιάζει και η λογική σκοτίζεται. Εκεί αυτός βιτσιάζει. Αντισταθείτε. Μη φοβάστε. Μην υποτάσσεστε. Αξιοπρέπεια. Περηφάνεια. Θάρρος. Ανεξαρτησία. Ζάλογγο και Κούγκι. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.
Πάνω που ξυπνούσαμε, τώρα επιχειρεί αυτός να μας κοιμίσει. Πάνω που θ' αγγίζαμε την κατάρα που μας θανάτωνε, τώρα αυτός τα συσκοτίζει. Πάνω που κουτσά στραβά πιάσαμε να καθαρίζουμε τα πηγάδια από τα λύματα, τώρα αυτός μάς τα μολύνει και πάλι. Πάνω που σκεφτήκαμε το μπόλι, αυτός τώρα μεταλλάσσεται και ξαναχτυπά.
Το σπίτι είναι γεμάτο τρωκτικά. Τα στρώματα μές στην ψείρα. Τα ρούχα βρωμούν και το νερό της βρύσης είναι θολό. Ψωμί δεν έχει το τραπέζι. Το παιδί είναι άνιφτο και το σχολειό κλειστό. Ο ταχυδρόμος μόνο απειλές ρίχνει κάτω απ' την εξώπορτα. Κι οι λιγοστές αδελφές του ελέους, κι αυτές θλιμμένα μας κοιτούν.
Θα πάρει χρόνο. Και ο καθαρισμός, και το ξεψείρισμα, και η απολύμανση. Αιματηρό χρόνο. Και η νέα σοδειά θ' αργήσει. Το χωράφι είναι αδούλευτο και μες το ζιζάνιο. Και γύρω μας έρημος. Ούτε οι αυλές των γειτόνων έχουν νερό. Πολλοί από μάς δε θα προκάμουμε.
Αλλά το παιδί; Και τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών μας; Να το αφήσουμε το παιδί να το μαζώξει το κτήνος; Ορφάνια γονιού, θάνατος μαύρος. Αιμάσσει το μυαλό.
Όχι. Δε μπορούμε να αμολήσουμε ξανά το κτήνος στους αγρούς. Ό,τι δώρα και να τάζει. Τώρα ξέρουμε. Ούτε να κάνουμε πως δεν κοιτάμε γίνεται. Είναι αυτό το κτήνος που μας μόλυνε ως εδώ. Δε γίνεται να ξεχαστούμε. Τώρα μας γλυκοκοιτάει και ξανά υπόσχεται νέα μεγάλα δίκια. Αλλά δε γίνεται ν' αποκοιμηθούμε.
Μέχρις εδώ. Ας πάει από κει που 'ρθε. Στα εξ ων συνετέθη. Αφού δεν έχει νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μη μας πει κανένα.
Είχαμε υποφέρει για χρόνια. Νικηθήκαμε και νικήσαμε. Κι ύστερα βγάλαμε τα μαχαίρια. Όλοι εναντίον όλων. Φίλοι με φίλους, αδελφοί με αδελφούς και τέκνα με γονιούς. Κι όταν τέλειωσε το μακελειό, οι ζωντανοί, άφρονες και αγράμματοι, επέπεσαν επί των ηττημένων. Σαν τα όρνια. Και κατέφαγαν το αβοήθητο σώμα.
Και τα χρόνια πέρασαν. Το έγκλημα σάπισε. Έγινε πτώμα και δεν πέθανε. Μας στοίχειωσε. Τριγύριζε τα όνειρά μας και γύρευε.
Ώσπου Άγγελος Εξάγγελος μας ήρθε από μακριά. Επιδέξιος. Νέος αυτός. Μυρίστηκε την αποφορά του κτήνους. Και καβάλησε. Το χίμηξε σαν εφιάλτη στο λιοπύρι. Μ' αίματα και με δώρα. Εμείς ένοχοι και έντρομοι. Ακινητοποιημένοι αφεθήκαμε. Το μαύρο μας κτήνος να εμποτίζει το επιστητό με το δίκιο του. Και εν ριπή να βατεύει δίκαιο και λόγο. Κι αποκοιμηθήκαμε.
Κι άλλα χρόνια πέρασαν. Κανείς μας δε διάβασε τον καιρό. Μας ξύπνησε ο πάταγος από τα σανίδια που τσακίζονταν στα βράχια και τα νερά που ορμούσαν από παντού. Μαύρα σύννεφα σκεπάζαν τον ουρανό. Αλαφιασμένοι είδαμε τα ερείπια και καταλάβαμε. Το κτήνος είχε μεταδώσει σε όλους μας την ίδια πανώλη. Σ' όλα τα στασίδια. Κι από δω, κι από κει. Μας είχε όλους εθίσει στην ίδια ουσία, αριστερούς και δεξιούς ψαλτάδες.
Κι είδαμε. Δεν ήταν τα σπαρτά. Ήταν το δίκιο του κτήνους που δεν τ' άφηνε να ψηλώσουν. Δεν ήταν τα ζωντανά. Ήταν η ανάσα του κτήνους που τα 'πνιγε. Αγριευτήκαμε. Τρομάξαμε. Βοήθεια, φωνάξαμε. Μετρηθήκαμε. Αναπέμψαμε δεήσεις. Ξεστομίσαμε κατάρες. Φίλοι κι εχθροί τρομάξανε κι αυτοί. Καταφθάσαν πυροσβέστες να σταματήσουν το κακό μην απλωθεί και στα δικά τους μέρη. Και διασώστες ουρλιάζοντας διαταγές. Κι έμποροι και λογαριασμοί. Τεχνίτες και αρχιτέκτονες. Ειδήμονες. Και ξένοι καπεταναίοι. Και καλοθελητές. Και κοράκια. Και, μες την ταραχή και το κακό, νάσου άλλος Άγγελος Εξάγγελος.
Γεμάτος δίκιο κι αγανάχτηση κι αυτός. Φιλόδοξος κι ωραίος. Να καβαλήσει το κτήνος. Του ψιθυρίζει την αναίδεια των πιστωτών. Του καταγγέλλει τα ερείπια που αφήνει πίσω της η ύβρι τους. Του δαγκώνει τ' αυτί με την ανικανότητα και τη φαυλότητα των διαχειριστών. Σπηρούνια φοράει την απληστία των τοκιστών. Καθοδηγεί μια στρατιά φαντάσματα να κροταλίζουν τις κατσαρόλες λυσσασμένα για ν' αφηνιάσει το κτήνος. Και δώστου και προγκάει την κακοφορμισμένη την πληγή. Ξέρει αυτός. Εκεί που ο πόνος ουρλιάζει και η λογική σκοτίζεται. Εκεί αυτός βιτσιάζει. Αντισταθείτε. Μη φοβάστε. Μην υποτάσσεστε. Αξιοπρέπεια. Περηφάνεια. Θάρρος. Ανεξαρτησία. Ζάλογγο και Κούγκι. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.
Πάνω που ξυπνούσαμε, τώρα επιχειρεί αυτός να μας κοιμίσει. Πάνω που θ' αγγίζαμε την κατάρα που μας θανάτωνε, τώρα αυτός τα συσκοτίζει. Πάνω που κουτσά στραβά πιάσαμε να καθαρίζουμε τα πηγάδια από τα λύματα, τώρα αυτός μάς τα μολύνει και πάλι. Πάνω που σκεφτήκαμε το μπόλι, αυτός τώρα μεταλλάσσεται και ξαναχτυπά.
Το σπίτι είναι γεμάτο τρωκτικά. Τα στρώματα μές στην ψείρα. Τα ρούχα βρωμούν και το νερό της βρύσης είναι θολό. Ψωμί δεν έχει το τραπέζι. Το παιδί είναι άνιφτο και το σχολειό κλειστό. Ο ταχυδρόμος μόνο απειλές ρίχνει κάτω απ' την εξώπορτα. Κι οι λιγοστές αδελφές του ελέους, κι αυτές θλιμμένα μας κοιτούν.
Θα πάρει χρόνο. Και ο καθαρισμός, και το ξεψείρισμα, και η απολύμανση. Αιματηρό χρόνο. Και η νέα σοδειά θ' αργήσει. Το χωράφι είναι αδούλευτο και μες το ζιζάνιο. Και γύρω μας έρημος. Ούτε οι αυλές των γειτόνων έχουν νερό. Πολλοί από μάς δε θα προκάμουμε.
Αλλά το παιδί; Και τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών μας; Να το αφήσουμε το παιδί να το μαζώξει το κτήνος; Ορφάνια γονιού, θάνατος μαύρος. Αιμάσσει το μυαλό.
Όχι. Δε μπορούμε να αμολήσουμε ξανά το κτήνος στους αγρούς. Ό,τι δώρα και να τάζει. Τώρα ξέρουμε. Ούτε να κάνουμε πως δεν κοιτάμε γίνεται. Είναι αυτό το κτήνος που μας μόλυνε ως εδώ. Δε γίνεται να ξεχαστούμε. Τώρα μας γλυκοκοιτάει και ξανά υπόσχεται νέα μεγάλα δίκια. Αλλά δε γίνεται ν' αποκοιμηθούμε.
Μέχρις εδώ. Ας πάει από κει που 'ρθε. Στα εξ ων συνετέθη. Αφού δεν έχει νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μη μας πει κανένα.
-------------------------------
Επικαιρότητα: ξημέρωμα Κυριακής 17 Ιουνίου 2012, ημέρας των Βουλευτικών Εκλογών.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου