Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ευπωλητότητα



Σ' ευχαριστώ φίλε μου Δημήτρη για το έναυσμα. Ο Umberto Eco ήταν άνθρωπος με σπουδαία μόρφωση. Δε θα πρέπει να παραδεχθούμε τα περί ομάδων εργασίας που επεξεργάζονταν για λογαριασμό του ολόκληρα βιβλία του, αν δεν έχουμε απτές αποδείξεις.

Από την άλλη όμως, κάνουμε τον συλλογισμό: ναι, από κάποιο χρονικό σημείο και κάτω, έπρεπε να διατηρηθεί η ευπωλητότητα και, για τον λόγο αυτόν, και το - ας το πούμε - ISO του συγγραφέα. Όταν αγοράζουμε συσκευασίες, περιμένουμε το προϊόν να είναι αυτό που γνωρίζουμε. Να έχει τις προδιαγραφές που μας το έκαναν αγαπητό όταν το αγοράσαμε για πρώτη φορά. Άλλωστε γι' αυτό θέλουμε να το ξαναγοράσουμε.

Είναι ευχή και κατάρα η επιτυχία: δε μπορείς πια να γράφεις ό,τι σου κατέβει. Ούτε να παίζεις ό,τι ρόλους γουστάρεις, ούτε σε όποιες ταινίες σου 'ρχεται. Ούτε καλά καλά να αγωνίζεσαι σε όποια ομάδα θέλεις. Το κοινό περιμένει συγκεκριμένα πράγματα, εξ ου και σε αγοράζει ακριβά και κατά εκατομμύρια. Από κάποιο σημείο του διαγράμματος των πωλήσεων, λοιπόν, κι έπειτα, θα πρέπει να παγιωθεί κάποιο συγκεκριμένο ύφος και περιεχόμενο. Το προϊόν να σταθεροποιηθεί. Θέλει κανείς να ρισκάρει να χάσει τη λατρεία του κοινού του; Κι αν αυτός δεν κολώνει, θα κολώσει ο εκδότης του, δεν υπάρχει αμφιβολία.

Υπ' αυτό το φως, και για να επιστρέψουμε στον συγγραφέα μας, ακόμη κι αν τα περί ομάδων εργασίας είναι αναληθή, αν το συγγραφικό αποτέλεσμα θα μπορούσε κάλλιστα να έχει προέλθει από κάποιο τιμ που ακολουθεί συγκεκριμένες οδηγίες, τότε το πρόβλημα για το οποίο συζητάμε υφίσταται.

Όπως υφίσταται και για τον καθένα που γίνεται μπεστ σέλερ και που - απολύτως ανθρώπινα - προσπαθεί να διατηρήσει αυτήν του τη θέση στην αγορά, ιδιαίτερα στις μέρες μας όπου το παγκόσμιο χωριό δεν είναι οι μικρές κακοφωτισμένες αίθουσες όπου επέλεγε να παίζει ο Ρίχτερ, ούτε καν το Μιλάνο του Βέρντι. Είναι τα δισεκατομμύρια των χρηστών του διαδικτύου.

Όμως, ας παραμείνουμε στον Ουμπέρτο Έκο. Ίσως υπάρχει κι άλλη παράμετρος για αξιολόγηση. Παρατίθεται απόσπασμα, όπου όλοι θα αναγνωρίσουμε το γνωστό ρηξικέλευθο ύφος:

«Μου είναι δύσκολο να εξηγήσω ότι η αύξηση της "σύγχρονης" εγκληματικότητας είναι ανάλογη με την αύξηση του πληθυσμού σε όλον τον κόσμο. Με ακούνε και με κοιτάζουν περιφρονητικά όταν μιλάω φέρνοντας για παράδειγμα τα ποντίκια. Βάλτε μερικά ποντίκια σ' ένα χώρο που τους ταιριάζει και κατόπι αυξήστε σταδιακά τον αριθμό τους. Θ' αρχίσουνε να δαγκώνουνε την ουρά τους, ύστερα θα τα πιάνει σεξουαλική μανία, και τέλος θα κατασπαράζουνε το ένα το άλλο. Δεν είναι τα ποντίκια κακά, αλλά ο χώρος είναι κακός για τα ποντίκια.»

Το κείμενο γράφτηκε το 1975 και περιλήφθηκε στο βιβλίο Umberto Eco, Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή, απόδοση Αντώνης Τσοπάνογλου, εκδ. Μαλλιάρης - Παιδεία, Αθήνα 1983.

Είναι σκέψη με την οποία ταυτίζεται κανείς άμεσα. Ασυζητητί. Το πρώτο πράγμα που όλοι θα θέλαμε να συμβαίνει είναι να μην είμαστε κακοί. Να αποδειχθεί ότι για όλα φταίνε οι συνθήκες. Και ότι για να αλλάξουμε τον κόσμο, φθάνει να αλλάξουμε τις συνθήκες. Δύσκολο. Μίσιον ιμπόσιμπλ. Αλλά γίνεται. Αξίζει να προσπαθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις. Για μας και για τα παιδιά μας. Κι αυτόν τον καλόν άνθρωπο που τον περιφρονούν, να τον έχουμε υπ' όψη μας, γιατί καλά τα λέει.

Αν κανείς προσεγγίσει σε δεύτερη ανάγνωση το κείμενο, πέρα από το προφανές, και απολύτως ορθό, ότι δηλαδή ο χώρος είναι πράγματι κακός για ποντίκια, όχι χωρίς ανησυχία συνειδητοποιεί ότι την ικανότητα να δαγκώνεις την ουρά σου και να κατασπαράζεις τους ομοίους σου, δεν σου την παρέχει ο ακατάλληλος χώρος. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Είναι δική σου. Δεν είναι ο χώρος που κατασπαράζει τους ομοίους σου. Είσαι εσύ. Ο χώρος είναι ίσως εκλυτικός παράγοντας, αλλά ο φονιάς είσαι εσύ. Ιδιότητα βρασμού δεν έχει η φλόγα, αλλά το νερό. Η φλόγα είναι απλώς ο εκλυτικός παράγων.

Δε θέλει πολύ για να ορμήσει κι άλλη σκέψη στο φτωχό μυαλό μας: μόνο ο ακατάλληλος χώρος μπορεί να προκαλέσει έκλυση της ικανότητάς μας να κατασπαράξουμε έναν όμοιό μας; Μάλλον όχι. Μπορούμε να σκεφτούμε άπειρους τέτοιους παράγοντες. Οι διάδρομοι των κακουργιοδικείων είναι γεμάτοι από τους αντίλαλους των αγορεύσεων των συνηγόρων υπεράσπισης - η τραγική παιδική του ηλικία, ο πατέρας που τον κακοποιούσε, ο ίδιος ο δολοφονημένος που μας προκαλούσε, κυρία πρόεδρε, που μας πήρε τη γυναίκα, που μας ταπείνωσε, η κακιά στιγμή, το αλκοόλ, η πνευματική μας αστάθεια...

Δε θέλει πολύ για να πάρει τον εύκολο δρόμο η σκέψη μας: ε, τι να κάνουμε, εγώ μια χαρά τύπος είμαι, αλλά μη με μποτιλιάρετε μέσα σ' αυτήν την απάνθρωπη πόλη γιατί έχω και τα όριά μου κι αν απασφαλίσω, αλίμονό σας, κουφάλες. Δε θα φταίω εγώ.

Ο άλλος δρόμος είναι πιο δύσκολος: άρα για να ξεριζώσω την κακία θα πρέπει να το αντιμετωπίσω κατάματα. Ώστε αν κάποτε με κλείσουν σ' ένα μικρό δωμάτιο με άλλους διακόσιους, να μη σκοτώσω τον διπλανό μου, κι αν με απατήσει η γυναίκα μου, να μην την κατασπαράξω, εκείνη ή εκείνον.

Ο πειρασμός να διαλέξουμε είναι μέγιστος. Και, όπως όλα τα διλήμματα αυτού του τύπου, παραπλανητικός. Ο συνωστισμός είναι μεν πράγμα απάνθρωπο και πρέπει πάση θυσία να αποφεύγεται για όλα τα έμβια. Αλλά δε μπορούμε να αφήσουμε χώρο στην τάση να κατασπαράξουμε τον άλλον, όποια κι αν είναι η αιτία. Όσο για την ικανότητά μας να σκοτώνουμε; Δε μπορούμε να κάνουμε κάτι. Ας το παραδεχτούμε. Κι ας είναι η παραδοχή μας αυτή το πρώτο σκαλί αυτοεπίγνωσης ώστε να μπορέσουμε να διαχειριστούμε την κατάσταση.

Θα επιστρέψουμε όμως στον συγγραφέα μας, τον Ουμπέρτο Έκο, απ' όπου ξεκινήσαμε:

Πράγματι ο χώρος είναι κάκιστος για τα ποντίκια. Απαράδεκτος. Εγκληματικά απάνθρωπος, κι ας μιλάμε για ποντίκια. Ξεκινήσαμε όμως το άρθρο μας λέγοντας στον αναγνώστη μας ότι μας «κοιτάζουν περιφρονητικά», και ο προφανής λόγος είναι το πιασάρικο ευλογοφανές με το οποίο το κλείνουμε: «Δεν είναι τα ποντίκια κακά, αλλά ο χώρος είναι κακός για τα ποντίκια».

Αφού δηλαδή ειδοποιήσαμε τον αναγνώστη μας ότι εισπράττουμε καταφρόνια, του αποκαλύψαμε τον λόγο: ότι πιστεύουμε ότι εκείνος είναι καλός κι ότι δε θα κατασπάραζε ποτέ τους ομοίους του αν οι - έξωθεν - συνθήκες δεν προκαλούσαν κάτι τέτοιο. Συνθήκες που, φυσικά, είναι πέρα από τον έλεγχό του, για να μην εξετάσουμε αυτή τη στιγμή ότι μπορεί να προκαλούνται από την εγκληματική αμέλεια ή απληστία ισχυρότερων συνανθρώπων του.

Αιφνιδιάσαμε τη λογική του αναγνώστη μας. Τον πιάσαμε στον ύπνο. «Μα βέβαια. Γιατί να μην το σκεφτώ από μόνος μου!» θα πει. Τον εγκλωβίσαμε. Καβαλήσαμε το σώμα της αγωνίας του να μην είναι αυτός ο κακός. Το κακό να βρίσκεται εκτός του. Ζήτω! Και τώρα καλπάζουμε ανενόχλητοι. Τώρα μπορεί να αποδεχθεί και ό,τι άλλο του πούμε. Τώρα καταδυναστεύουμε τη λογική του, αφού δεν ασχοληθήκαμε με τα περί ιδιοτήτων του ύδατος και περί εκλυτικών παραγόντων. Ναι μεν φταίει ο χώρος, αλλά φονιάς είσαι εσύ. Δεν το είπαμε αυτό. Το είπαμε; Όχι.

Είναι γλυκό να μην ασχολείσαι με όλα αυτά τα ζόρικα. Άντε να πεις τον άλλο φονιά. Είναι καημός να σε αγαπάνε ο κόσμος. Κι ας τους αιφνιδιάζεις. Κι ας τους μαλώνεις πού και πού. Έχει κι αυτό την ηδονή του. Και τον τρόπο του. Πες τον φονιά, αλλά σε άλλη στιγμή. Αν το κάνεις με σωστό τρόπο, θα σε λατρεύουν για πάντα. Σαν σταρ. Πού είναι το ζήτημα να θες να είσαι σταρ; Κακό είναι;

Καθόλου. Το κακό είναι να ακούς τους σταρ μη λαμβάνοντας σοβαρά υπ' όψη την ιδιότητά τους αυτή.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.