Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Διανοούμενοι και καλλιτέχνες



«Ο διανοούμενος λέει κάτι απλό με δύσκολο τρόπο. Ο καλλιτέχνης λέει κάτι δύσκολο με απλό τρόπο.»

Η φράση αποδίδεται στον Heinrich Karl Bukowski. Δεν είμαι σε θέση να το επιβεβαιώσω. Όποιος όμως κι αν το είπε, ο αφοριστικός συλλογισμός προκαλεί σκέψεις:

Δηλαδή; Οι διανοούμενοι ασχολούνται με την περιπλοκή του απλού, ενώ οι καλλιτέχνες με την απλοποίηση του δύσκολου; Απολαυστικό. Αλλά αυτός είναι ο ορισμός των μεν και των δε;

Και, μπορεί ο διανοούμενος να διατυπώσει απλούστερα και δεν θέλει να το κάνει; Ή, μπορεί ο καλλιτέχνης να τα πει περιπλοκότερα και δεν επιθυμεί να το πράξει; Πρόκειται για κάποιο βίτσιο; Μήπως απλώς διστάζουν να πλεύσουν σε ύδατα επικίνδυνα για το σκάφος που ο καθένας τους χρησιμοποιεί;

Μήπως ο «δύσκολος» του πρώτου και ο «απλός» του δεύτερου, είναι τρόποι που προκύπτουν από τη φύση της διαδρομής που ακολουθούν ο καθένας τους προκειμένου να αφιχθούν σ' αυτό που τους απασχολεί;

Μήπως ως «δυσκολία» φαντάζει η άχαρη δοκιμασία και απόδειξη, που τόσο εύκολα οδηγεί στη μιζέρια της απώλειας του στόχου, και μήπως ως «ευκολία» εκλαμβάνεται η λαμπρή συντόμευση, που τόσο συχνά κρύβει αυθαιρεσία, επιπολαιότητα και σφάλμα;

Οπότε... Μήπως ο ένας τρόπος χρειάζεται τον άλλο και τούμπαλιν;

Μήπως είμαστε οι ίδιοι που αποπειρώμαστε να κατανοήσουμε τα πράγματα πότε διανοούμενοι και πότε καλλιτεχνώντες;

Μήπως αυτός ο κόσμος θα ήταν τραγικός χωρίς έναν εκ των δύο δρόμων;

(Ευχαριστώ τον Γιάννη Νικολάου για το έναυσμα.)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...