Ο καλός μου Τάσος δημοσιεύει σειρά αποφθεγμάτων του Ουμπέρτο Έκο:
Αναδημοσιεύω:
«Μου φτάνει που ξέρω να διαβάζω, γιατί έτσι μαθαίνω αυτά που δεν ξέρω, ενώ όταν γράφεις, γράφεις μόνο αυτά που ξέρεις ήδη.»
«Ο πολιτισμός δεν ακυρώνει τη βαρβαρότητα, αλλά, πολλές φορές, την επικυρώνει. Όσο πιο πολιτισμένος είναι ένας λαός, τόσο πιο βάρβαρος και καταστροφικός μπορεί να γίνει.»
«Σήμερα μόνο οι ηλίθιοι κάνουν δικτατορίες με τανκς, από τη στιγμή που υπάρχει η τηλεόραση.»
«Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν το δικαίωμα να μιλάνε σε λεγεώνες ηλιθίων που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ, αφού είχαν πιει κανένα ποτήρι κρασί, χωρίς να βλάπτουν την κοινότητα. Τους αναγκάζαμε αμέσως να σωπάσουν, αλλά σήμερα έχουν το ίδιο δικαίωμα λόγου με ένα βραβείο Νόμπελ. Είναι η εισβολή των ηλιθίων.»
Και κάνω μια απόπειρα να τα σκεφθούμε:
Νομίζω πως εξαρτάται τι διαβάζεις και εξαρτάται τι γράφεις. Ως προς την ανάγνωση: υπάρχουν πολλά αναγνώσματα που δε μπορούν να μας προσφέρουν κάτι. Ως προς τη γραφή: υπάρχουν θέματα των οποίων την πραγματική φύση, την έκταση και το βάθος τα αντιλαμβανόμαστε και τα διερευνούμε μόνο αν τα περάσουμε από τη βάσανο της γραπτής διατύπωσης.
Πράγματι, ο πολιτισμός μπορεί να επικυρώσει τη βαρβαρότητα. Το Τρίτο Ράιχ ήταν απότοκο κορυφαίου πολιτισμού. Από την άλλη όμως πλευρά, μόνο ο πολιτισμός μπορεί να ελέγξει τη βαρβαρότητα. Όχι; Ποιος άλλος μπορεί; Έχουμε κάποια καλύτερη ιδέα;
Στα μέρη που σήμερα γίνονται δικτατορίες με τανκς αυτό συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι εκεί δεν είναι και τόσο ευεπίφοροι στις επιταγές του τηλεοπτικού πολιτισμού. Στα μέρη αυτά, αν έβλεπαν τηλεόραση και είχαν πιστωτικές κάρτες δε θα είχαν μιλήσει τα όπλα. Το ζήτημα θα ήταν λυμένο εξ αρχής.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι γέννημα πολιτισμού που οδηγείται στο να αναγάγει τον καταναλωτή σε μικρό αυτοκράτορα. Έπονται των πιστωτικών καρτών, των ευκαιριών, των προσφορών, της προσωποποιημένης πώλησης, πριν από σας για σας, ο κόσμος μας εσύ... Αναμφίβολα τα χρησιμοποιούν και ηλίθιοι, αλλά ηλίθιοι εύκολα ανιχνεύονται και μεταξύ επαγγελματιών του επώνυμου λόγου, πολιτικών, καλλιτεχνών κ.λπ. Η διαφορά είναι ότι σκοπός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι να αναγάγουν το προσωπικό σε δημόσιο και άξιο λόγου και δι' αυτού του τρόπου να δώσουν στον ανώνυμο χρήστη την αίσθηση ότι κάνει ελεύθερες επιλογές. Και ταυτόχρονα να αποτυπώσουν και να αποκωδικοποιήσουν κοινωνικές και καταναλωτικές συμπεριφορές προς όφελος όποιου μπορεί να πληρώσει το κόστος γι' αυτό.
Δεν άντεξα στον πειρασμό. Πάντοτε όταν διαβάζω τον καλό μας Ιταλό, διπλοκουμπώνομαι. Περιττεύει εδώ να ασχοληθούμε με το εύρος της μόρφωσής του, την οξύνοιά του και τη συνολική προσφορά του. Νομίζω όμως ότι δεν απετάξατο τον πειρασμό να επιμείνει στην αποφθεγματική κραυγή που τόσο εύκολα μπορεί να σε κάνει ευπώλητο. Καθώς και να παίξει με τον ίδιο καημό τού αναγνώστη με τον οποίο παίζουν και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: να αναχθεί σε επώνυμο και άξιο λόγου πλάσμα. Τις «λεγεώνες ηλιθίων που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ» τις «αναγκάζαμε αμέσως να σωπάσουν». Πόσο πιο απροκάλυπτα μπορεί κανείς να γλυκοχαϊδεύει την ανάγκη του αναγνώστη του να ταυτιστεί με τον έμφρονα επώνυμο διανοούμενο που αναγκάζει έναν ηλίθιο να το βουλώσει;
Και μόνο που μας αναγκάζει (για να χρησιμοποιήσω τη λέξη που αγαπά) να δούμε και να ξαναδούμε τα γραπτά του για το φόβο της πνευματικής ναρκοθεσίας, του είμαστε ευγνώμονες.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου