Γιατί ήταν αγαπημένος. Γιατί ήταν μοναδικός. Γιατί ήταν σπουδαίος.
Έρχεται και ξανάρχεται. Όλο νομίζω ότι τον βλέπω στην άκρη του δρόμου. Να στρίβει στη γωνία και να χάνεται. Να πηγαίνει στη δουλειά του χωρίς εγώ να υπάρχω. Να νομίζω ότι είναι εκεί, κι εκεί να μην είναι. Να γυρίζω κάτι να του πω και να διαπιστώνω ότι όχι. Να επιχειρώ να συνεχίσω μια συζήτηση που είχαμε και να νομίζω ότι να εδώ ήταν, μα πού πήγε;
Κι άλλες φορές να τον βλέπω να 'ρχεται. Αλλά όχι, δεν είναι αυτός. Κι όμως. Πάντα ερχόταν. Όποτε τον αναζητούσα, πάντα εμφανιζόταν. Τυχαία. Στην άκρη του δρόμου. Και κατέφθανε συμπτωματικά. Άρα να που πάλι μπορεί να εμφανιστεί κατά τον ίδιο τρόπο.
Κι όμως. Όχι πια. Όσο κι αν τον γυρεύω. Πώς θα μπορούσε άλλωστε. Το 'παμε. Πάει. Δε θα ξανάρθει. Τέλος. Οριστικό.
Αλλά πάλι... Πάλι σαν να τον βλέπω. Σαν από πίσω που κοιτώ του μοιάζει. Ίσως το βάδισμα. Ίσως το σουλούπι. Κι εκείνο το ρούχο που τόσο καλά ξέρω. Ίσως είναι εκείνος. Το τσαλάκωμα. Τα μαλλιά. Η μυρωδιά. Η φωνή. Η αφή.
Μπα. Δεν είναι.
Βλέπεις, έφυγε ξαφνικά. Τόσο ξαφνικά που τίποτε δεν ήταν τακτοποιημένο. Τίποτε δεν ήταν κανονικό. Τίποτε δεν είχε τελειώσει. Δεν είχαν επιλυθεί τα ζητήματα. Δεν είχε καταλαγιάσει η αντάρα και ο πόλεμος. Το μόνο που είχε επιτευχθεί ήταν να βρισκόμαστε και να μπορούμε να αντέχουμε ο ένας τη σιωπή του άλλου. Καλό για αρχή. Κι ύστερα;
Αλλά τι θα πει ξαφνικά; Ξαφνικά είναι αυτό που δεν έχεις προλάβει να τακτοποιήσεις εντός σου. Γιατί πάντα ξαφνικά είναι. Το θέμα είναι να έχεις προλάβει.
Εγώ είμαι που δεν πήρα το κουράγιο. Το θάρρος. Δεν του 'πα πόσο τον αγαπώ. Ούτε κι εκείνος, βέβαια. Ποτέ δε μου το 'πε. Κι όμως. Εγώ νομίζω ότι το 'κανε για να με προστατέψει. Πώς να μ' εκθέσει άμαθο κι ανώριμο στο έλεος των δυνάμεων; Τι να μου 'λεγε που δε θα με κατακρήμνιζε; Που δε θα με κατέστρεφε;
Προτίμησε να είναι εκεί. Παρών. Αυτή ήταν η δική του αγάπη. Κάθε φορά που γυρνούσα να τον ψάξω, ήταν εκεί. Μ' άφηνε να περιδιαβάζω στους δικούς μου κήπους, κι όποτε τα πράγματα σοβάρευαν, ήταν εκεί. Πώς το 'κανε; Δεν έμαθα.
Του θύμωνα. Είναι βαρύ πράμα ο άλλος να σε προλαβαίνει όλη την ώρα. Είναι δύσκολο. Δε γίνεται, ό,τι πέτρα σηκώνεις, εκείνος να 'ναι από κάτω. Δεν αντέχεται. Θυμώνεις. Δε βρίσκεις τρόπο ν' ανοίξεις χώρο. Δεν τα καταφέρνεις να σκεφτείς χωρίς να νομίζεις ότι σ' ακούει. Δε μπορείς να πράξεις χωρίς να πιστεύεις ότι σε βλέπει. Δε μπορείς να τον σκοτώσεις.
«Να πεθάνεις», βροντοφώναζα μέσα μου. Κι ύστερα τον κοιτούσα κρυφά. Με αγωνία. Να 'χε καταλάβει τι σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή; Κι αν το καταλάβαινε και θύμωνε; Αν μου γύριζε την κακή σκέψη; Μια τόση δα δική του σκέψη μπορούσε να με σκοτώσει. Ήταν βέβαιο.
Τι να είχα κάνει; Τι να είχα προλάβει; Τι να τέλειωνα απ' αυτό το ζήτημα; Ποια υπόθεση να έκλεινα και με ποιον τρόπο;
Δε μου έφτανε η ζωή μου. Δε γινόταν. Έπρεπε να ήμουν άλλος. Αλλού. Μόνο έτσι θα μπορούσα να είχα δώσει μια κατεύθυνση στο θέμα. Τέτοια που τώρα να μην μου έρχεται και ξανάρχεται. Αλλά δε μπορούσα. Ήμουν αυτός. Τότε. Αυτά μπορούσα.
Κι αυτά που μπορούσα δεν επαρκούσαν. Ήταν πολύ λιγότερα απ' αυτά που μου γινόνταν.
Όταν άγγιξα με τ' ακροδάχτυλα το καλογυαλισμένο φέρετρο, απαλά, για να μην καταλάβουν οι παρόντες τι σκεφτόμουν, σφύριξα μέσα μου σαν οχιά: «σ' έφαγα, πούστη»!
Έκτοτε έρχεται και ξανάρχεται.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου