Οι μύθοι είναι η Σκοτεινή Ύλη της Ιστορίας. Κρατούν σε συνάφεια νόες και άρα δράσεις, φαινόμενα και δυναμικές, που με τη σειρά τους παράγουν ευρύτερες διαδικασίες, που κι αυτές με τη σειρά τους καθορίζουν τη διαδρομή του χρόνου. Πώς αυτός θα κυλίσει και τι θα συμβεί.
Η Αθηνά γεννήθηκε απ' το κεφάλι του Δία κι έγινε η προστάτις τής Αθήνας. Θρασεία και Παρθένος. Ο Ρωμύλος και ο Ρέμος, παιδιά τής Λύκαινας, θεμελίωσαν τη Ρώμη. Για να κατακτήσει τον Κόσμο. Ο Σταυρός άστραψε στους ουρανούς. Εν τούτω νίκα! Για να κρατήσει σε συνοχή τη χιλιόχρονη Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Για να διαδώσει τον Λόγο του Θεού.
Έτσι και στη νέα πραγματικότητα του 18ου και 19ου αιώνα, με τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση και τη στροφή στο έθνος-κράτος: τον ρόλο του συγκολλητικού υλικού πάλι οι μύθοι θα καλούνταν να παίξουν.
Ο σοφός Καποδίστριας τα ήξερε αυτά. Ήξερε ότι χρειαζόταν κάτι που θα κρατούσε ενωμένους τους κάθε λογής εξεγερμένους σ' αυτήν εδώ τη γωνιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης, σαν Ρώσος μεγαλοδιπλωμάτης που ήταν, ήξερε καλά και το πρώην αφεντικό του, τον Τσάρο Αλέξανδρο και πώς αυτός σκεφτόταν. Κι ήξερε κι από Οθωμανούς και Υψηλή Πύλη. Ακόμη, ήταν συνομιλητής των ρεκτών της κλασικής έκφανσης του ελληνικού πολιτισμού, των Ευρωπαίων. Των Άγγλων και των Γάλλων. Και γνώριζε καλά και τον Μέτερνιχ και την Ιερά Συμμαχία. Και την ακραία συντηρητική σκέψη των μελών της. Μέσα από ένα παραλήρημα καλών προθέσεων, μην έχοντας αποφασίσει τι θα κάνουν με τα απομεινάρια τού Μεγάλου Ασθενούς, τον κρατούσαν ζωντανό με τα σωληνάκια, έχοντας συμπήξει ένα θανατηφόρο βρόχο που έπνιγε εν τω γεννάσθαι κάθε απόπειρα για απελευθερωτική αλλαγή στην Ευρώπη.
Δύσκολη εξίσωση. Είχε ήδη σχεδιάσει ένα έθνος ο Καποδίστριας, την Ελβετία. Με τα χεράκια του. Τα είχε καταφέρει θαυμάσια. Διοικητικοί κανονισμοί που ισχύουν ώς σήμερα. Άγαλμα τον έχουν οι Ελβετοί στην πάσα επικράτειά τους. Ετούτη όμως η περίπτωση, η ελληνική, ήταν διαφορετική. Πολλοί οι ενδιαφερόμενοι. Πολύς ο κόσμος που κοιτούσε με μισό μάτι. Πολλά τα συμφέροντα. Μπερδεμένη εξίσωση. Την έλυσε... γορδίως.
Είναι απόγονοι των Αρχαίων. Τι; Δεν το ξέρατε; Μα, μιλούν την ίδια γλώσσα! Εντάξει, λίγο διαφορετική – τόσα χρόνια περάσαν! Αλλά αυτοί είναι που μας έδωσαν σε όλους μας τα φώτα τους! Ναι καλέ! Μην κοιτάτε που φοράνε φέσια. Έχουν θεματάκια με την ενδυμασία τους, αλλά και ποιος δεν έχει. Άλλωστε είναι υπόδουλοι τόσους αιώνες. Και είναι Χριστιανοί οι αθρώποι, όπως όλοι μας.
Κι έτσι εδραιώθηκε ο Μύθος της ελληνικής συνέχειας. Μύθος όχι γιατί δεν έχει συνέχεια η ελληνική γλώσσα εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια, πολύ περισσότερα απ' όσα διέδιδαν οι οπαδοί του μύθου. Έχει. Όχι γιατί οι πληθυσμοί που βρήκαν την πορεία τους με πυξίδα την ελληνική, κι αργότερα και τη ρωμαϊκή σκέψη, την αρχαία και τη χριστιανική, δεν έγιναν τέκνα της και προπομποί και ποιμάντορες. Έγιναν. Όχι γιατί μέσα απ' όλη αυτή τη διαδρομή δεν παράχθηκε υλικό για να στηθεί ένα σύγχρονο έθνος. Παράχθηκε. Τότε γιατί μύθος; Αλήθεια δεν ήταν;
Εξαρτάται.
Στο Ναυαρίνο ο Αντιναύαρχος Σερ Έντουαρντ Κόδριγκτον —Άγγλος ήρωας της ναυμαχίας του Τραφάλγκαρ— περίμενε υπομονετικά τον —ελληνικής κατά μία εκδοχή καταγωγής— Ιμπραήμ Πασά να σταματήσει να σφάζει τους εξεγερμένους στη στεριά. Είχε οδηγίες. Να τον εμποδίσει. Αλλά να μην εμπλακεί, παρά μόνο σε ύστατη ανάγκη. Να επέμβει... ειρηνικά. Έτσι τού είχαν γράψει. Ήξεις αφήξεις. Εντάξει. Είδε αυτός ότι τα πράματα δεν πάνε για συνεννόηση, κι ότι ο Ιμπραήμ εννοούσε να αφανίσει τον ντόπιο πληθυσμό, και τα μιλήσανε με τον Γάλλο τον Ντε Ριγνί και τον Ρώσο τον Χέιδεν. Έχει φάει τα λυσσακά του, το κτήνος. Τι κάνουμε;
Μιάμιση το μεσημέρι της 20ής Οκτωβρίου 1827 βγάζει όρντινο. Πρόσω. Χαλαρά. Ηρέμα. Μπαίνουμε στον κόλπο. Όποιος μας ρωτήσει, πάμε βολτίτσα. Έτοιμοι για δράση όμως. Όλοι στα κανόνια σας με τις μπούκες μισάνοιχτες. Αδιάφοροι και ψύχραιμοι. Είπαμε. Βαρκάδα. Ρίχνετε μόνο αν σας ρίξουν.
Ο Ιμπραήμ ήταν παρκαρισμένος σε διάταξη πετάλου. Σαν ένα μεγάλο στόμα ολάνοιχτο, έτοιμο να κλείσει και να κατασπαράξει τη λεία του. Του 'ρχεται λοιπόν μεσημεριάτικα ο Κόδριγκτον και του στήνεται ακριβώς μέσα στο κέντρο της αρπάγης. Ακατανόητη μανούβρα. Έτσι να κάνει ο άλλος να κλείσει τη δαγκάνα, μια χαψιά σ’ έκανε. Δεξιά τού Κόδριγκτον και πίσω οι Ρώσοι. Αριστερά του οι Γάλλοι, ακριβώς απέναντι από τους Αιγύπτιους, των οποίων ήταν και πολεμικοί εκπαιδευτές. Οι Αιγύπτιοι στρατιωτικοί ήταν όλοι γαλλοσπουδαγμένοι κι ίσως να αποδεικνύονταν απρόθυμοι να μπλέξουν σε ναυμαχία με τους δασκάλους τους.
Ρίξαν άγκυρες οι του Κόδριγκτον και βάλαν να βράζει για τσάι.
Ενοχλώ; Δεν ενοχλώ! Οι Οθωμανοί κοιτούσαν μην ξέροντας πώς να το πάρουν. Αυτός πάλι ουδόλως είχε την πρόθεση να εμπλακεί σε μάχη! Αλίμονο! Μόνο για να υπενθυμίσει την παρουσία του το έκανε. Κάνε, ρε, παρακεί. Ποιος, εγώ; Εμ δε θα μου δίνετε εμένα διαταγές. Εγώ θα σας δίνω. Κι έβαλε τη μπάντα να παιανίζει. Ευχάριστα ασμάτια. Ορίστε πόσο ειρηνικά το 'βλεπε το πράμα.
Ήξερε ο Κόδριγκτον. Οι Αιγυπτιοθωμανοί ήσαν πολύς κόσμος. Κάπου 80 πλοία και 2.200 κανόνια, απέναντι σε μόλις 22 πλοία και 1.300 κανόνια των Συμμάχων. Ήξερε όμως και ότι ήταν μπούγιο με μυαλό κοκόρου. Λίγο πεχλιβάνηδες, λίγο λεβέντες. Κι από καράβια, άστα να πάνε. Κάτι θηρία, κάτι δυσκίνητα, ο θεός να ευλογεί τον μεγάλο Πασά μας.
Ενώ οι δικοί του είχαν επιζήσει από τους Ναπολεόντειους Πολέμους και είχαν αποδείξει —όσο σφάζονταν μεταξύ τους— ότι γνώριζαν καλά την τέχνη της δολοφονίας χωρίς έλεος. Το είχαν κάνει σπορ. Και το ναυτικό του, αν και δεν ήταν η τελευταία λέξη τής τότε τεχνολογίας, δε συγκρινόταν με του αντιπάλου του. Όλα τα σκάφη του ήταν καλύτερου τύπου από τα αντίστοιχα Οθωμανικά, τα κανόνια εξαιρετικά εξελιγμένα, και τα πληρώματα, κάτι παιδιά να μην παίζεις μαζί τους καθόλου.
Και η μπάντα να παιανίζει.
Οι Οθωμανοί να βράζουν στο ζουμί τους κι ο Ιμπραήμ κοντά στο εγκεφαλικό. Θα τον ξεσκίσετε, πολυχρονεμένε. Μια χαψιά θα τον κάνετε. Πολλά τα έτη. Δεν είχε βλέπεις συμβούλους ο καημένος. Κόλακες είχε γύρω του. Άλλος πολιτισμός.
Δεν ήθελε και πολύ. Η αλεπού ο Κόδριγκτον φρόντισε να μη μάθει η Ιστορία ποιος σήκωσε πρώτος χέρι. Βέβαια. Γιατί θα τον πηγαίναν ναυτοδικείο και στην κρεμάλα. Φαίνεται όμως πως πολυπλησίασαν μεταξύ τους, τι με κοιτάς έτσι ρε χαμένε, τι είπες ρε τσόλι, έπεσε μια ντουφεκιά, ένας άναψε ένα μπουρλότο, από κάποιο καράβι αμόλησαν μια κανονιά, ε, σε χρόνο ντε τε είχε γίνει της κακομοίρας. Σαν καυγάς σε μπαρ. Χωρίς σχέδιο. Ο Ιμπραήμ έκλεισε με λύσσα τη δαγκάνα και μέσα της τον Κόδριγκτον. Κι εκείνος έβγαλε τ’ αγκάθια του σαν αχινός και τον άφησε να καρφωθεί πάνω του.
Στις τέσσερις το μεσημέρι όλα είχαν κριθεί. Οι γραμμές των Οθωμανών είχαν διασπαστεί, τα μεγάλα καράβια είχαν χαθεί κι ο Κόδριγκτον ο καημένος προσπαθούσε απεγνωσμένα να σταματήσει τους δικούς του που είχαν επιπέσει λυσσασμένα επί του —ακόμη μεγάλου— αντιπάλου στόλου που είχε απομείνει. Θες οι καπνοί, θες οι φωτιές, οι κανονιές, η κακή συγκυρία, η γκαντεμιά, ματιασμένος μήπως ήταν, πάντως κανείς δεν τον πήρε πρέφα και ουδείς υπάκουσε στις απελπισμένες διαταγές του.
Ώς τις έξη το απόγευμα, απ’ τον Οθωμανικό στόλο των 78 πλοίων, είχαν απομείνει μόλις οκτώ κουφάρια που επέπλεαν ακυβέρνητα. Τα υπόλοιπα ήταν στον πάτο της θάλασσας, μαζί με πληρώματα, κανόνια, όπλα και λεφτά.
Ο Κόδριγκτον ζήτησε αναφορά. Πόσα καράβια χάσαμε; Κανένα.
Τα νέα διαδόθηκαν αμέσως. Στη στεριά οι καμπάνες κόντεψαν να σπάσουν. Η Πελοπόννησος κάηκε ολόκληρη μες τη χαρά. Το νεαρό έθνος είχε διασωθεί. Κι οι Άγγλοι υποδέχτηκαν στη χώρα τους τον Κόδριγκτον σαν ήρωα. Δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια. Πρώτα το Τραφάλγκαρ και τώρα το Ναυαρίνο. Αλλά ο Γεώργος ο Τέταρτος, ο Άγγλος βασιλιάς, και το Ναυαρχείο, μόνο βλάκες δεν ήταν. Αρχίσαν τα... αγγλικά. Ρε, τι είπαμε; Κοντά τα ξερά σου δεν είπαμε;
Είχαν βλέπεις την έγνοια του Σουλτάνου. Πώς θα αντιμετώπιζε τώρα χωρίς στόλο τον Τσάρο; Μωρέ, μήπως γι' αυτόν τον λόγο αυτό το μούτρο ο Ρώσος ο Χέιδεν το 'χε πάρει τόσο ζεστά το ζήτημα;
Ο Κόδριγκτον κοιτούσε περίλυπος το χαλί. Μες τη στενοχώρια. Μα, προσέβαλαν το τίμιο στέμμα, Μεγαλειότατε. Κι από μέσα του χαμογελούσε πανευτυχής. Ρε δεν πα να κουρεύεστε. Καλά του ’κανα – δεν του ’μεινε ούτε ψαρόβαρκα.
Δε θα τον άφηναν σε ησυχία. Δε γράφεις έτσι, στα παλαιότερα των υποδημάτων σου, το Ναυαρχείο και την εξωτερική πολιτική τής Κυβέρνησής σου. Τον πήγαν εκδρομή και στρατιωτικό περίπατο. Αφανώς, γιατί ήταν πολύ δημοφιλής. Αλλά πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στον αγώνα να υποστηρίξει τις θέσεις του. Τον κατηγόρησαν, και ορθώς, ότι αγνόησε τις εντολές του και έθεσε σε πρώτο πλάνο τις ελληνόφιλες πεποιθήσεις του.
Γιατί είχε πιστέψει στον Μύθο. Κι αυτός. Όπως κι άλλοι. Ζώντες και τεθνεώντες. Που συνέβαλαν και συμβάλλουν.
Μα γιατί μύθος, επιτέλους. Ποιο είναι το ψέμα;
Σε μια χρονική διαδρομή τεσσάρων χιλιάδων ετών, μινωίτες, δωριείς, ίωνες, μακεδόνες, ρωμαίοι, καρχηδόνιοι, ιλλυροί, εβραίοι, σύροι, αρμένιοι, σλάβοι, θράκες, σκανδιναβοί, αρβανίτες, κάθε καρυδιάς καρύδι έχουν συμμαχήσει με την Ιδέα. Μίλησαν τη Γλώσσα και πρόσθεσαν σ' αυτήν, και σκέφθηκαν τη Σκέψη και την διακόνησαν. Λειτούργησαν ομόθυμα. Κι όταν ήλθε η ώρα, παρήγαγαν Έθνος.
Ψέμα δεν υπάρχει. Μύθος είναι ο ελλειπτικός τρόπος να τα δηλώσεις όλα αυτά με μια μόνο μικρή φράση: είναι απόγονοι των Αρχαίων. Αν τους δούμε έτσι, οι μύθοι είναι αλήθειες. Όσο δεν παίρνει.
Αν όμως ψάξεις να βρείς αν υπήρχαν εξ αίματος απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, τέτοιος παίζει να ήταν ο φουκαράς ο Ιμπραήμ και κάποιοι στα πληρώματά του.
Το κακό σκυλί ο Κόδριγκτον δεν ήταν.
--------------------------
Ζωγραφιά: Alexander Winch
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου