Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Φιλόπαππος



Γάιος Ιούλιος Αντίοχος Επιφανής Φιλόπαππος. Πρίγκηπας της Κομμαγηνής, της χώρας δυτικά του Ταύρου. Προς Βορράν οι πεδιάδες της Συρίας και προς Δυσμάς ο Ευφράτης – το όριο της Μεσοποταμίας. Μέρος, αρχικά, η Κομμαγηνή, του Βασιλείου των Σελευκιδών.

Ο Φιλόπαππος γεννήθηκε το 65 μετά Χριστόν. Όταν, κατά την εποχή των Επιγόνων, η Κομμαγηνή είχε πια αποσπασθεί και ήταν βασίλειο μόνη της. Βασιλέας ο παππούς του, ο Αντίοχος ο Δ΄ της Κομμαγηνής και βασίλισσα η γιαγιά του, Ιουλία Ιοτάπα. Που ήσαν αδέλφια και σύζυγοι μαζί. Πρέπει να ήταν πολύ συνδεδεμένος και με τους δύο παππούδες του, αυτόν, τον πατέρα του πατέρα του, αλλά και τον άλλον, τον Τιβέριο Κλαύδιο Βαλβίλλο Μόδεστο, τον πατέρα της μαμάς του. Που ήταν πολιτικός και αστρολόγος της Αυλής, και υπηρέτησε διαδοχικά τον Κλαύδιο, τον Νέρωνα και τον Βεσπασιανό.

Εξ ου —λένε— και το Φιλόπαππος. Που αγαπούσε τους παππούδες του.

Το 72 ο Ρωμαίος Κυβερνήτης της Συρίας, ο Λούκιος Καισένιος Παίτος, κατηγόρησε τον παππού τού Φιλοπάππου, τον Αντίοχο Δ΄, ότι με τους δυο γιους του, τον πρωτότοκο Γάιο Ιούλιο Αρχέλαο Αντίοχο τον Επιφανή και τον δευτερότοκο Καλλίνικο, τον μπαμπά δηλαδή και τον θείο του δικού μας, μαγείρευαν εξέγερση κατά της Ρώμης σε συνεννόηση με τον Βασιλέα της Παρθίας. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, ο Βεσπασιανός άρχισε να μην αισθάνεται και πολύ χαλαρά με τον παππού, τον Αντίοχο τον Δ΄. Ο Παίτος εξεστράτευσε κατά της πρωτεύουσας που ήταν τα Σαμόσατα. Πατήρ Επιφανής και θείος Καλλίνικος παρασκευάζουν πόλεμον. Ο πάππος, ο Αντίοχος, την κάνει για Κιλικία. Και το πρωί πριν την αποφασιστική μάχη με τους Ρωμαίους, ο στρατός τής Κομμαγηνής διαπιστώνει ότι ούτε οι δύο υιοί του είναι παρόντες. Ο μπαμπάς Επιφανής έχει αρπάξει τη μαμά Κλαυδία Καπιτωλίνα και τον επτάχρονο Φιλόπαππο, και μαζί με τον θείο Καλλίνικο έχουν περάσει στην Παρθία!

Η οικογένεια θέλησε να καθαρίσει το όνομά της – ποτέ δε θέλησαν να πολεμήσουν τη Ρώμη, είπαν. Ο Βεσπασιανός τούς φέρνει λοιπόν όλην την οικογένεια στην πρωτεύουσα, τη Ρώμη. Με τιμητική φρουρά, παρακαλώ. Τους κόβει κι ένα γενναίο επίδομα, να ’χουν να πορεύονται, και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Δεν ξαναπάτησαν στην Κομμαγηνή.

Αφού πεθάνουν και οι δύο παππούδες και γεννηθεί και η αδελφή του, η Ιουλία Βαλβίλλα, η οικογένεια εγκαθίσταται στην Αθήνα. Ο μπαμπάς πεθαίνει επίσης, ο Φιλόπαππος είναι πια τριαντάρης, και η μαμά, που είναι Ελληνοαιγυπτία και, αυτό έλειπε, Αλεξανδρινή, γυρίζει στη γενέτειρά της και ξαναπαντρεύεται. Τον Μάρκο Ιούνιο Ρούφο.

Με τέτοιο παρελθόν και σόι, ο γαλαζοαίματος νέος, που έχει λάβει εξαιρετική παιδεία, είναι έτοιμος για τα μεγάλα και τα υψηλά. Γίνεται Αθηναίος πολίτης και συμμετέχει στα πολιτικά και θρησκευτικά τού μεγάλου πνευματικού κέντρου, της Αθήνας. Παραμένει παράλληλα και Ρωμαίος πολίτης, μέλος και της Ρωμαϊκής ελίτ. Κολλητάρια με τον Αυτοκράτορα Μάρκο Ούλπιο Τραϊανό και τον Πόπλιο Αίλιο Τραϊανό Αδριανό – ναι τον μεγάλο δικό μας τον Αδριανό, του υδραγωγείου και της πύλης, αυτόν που επεράτωσε τον ναό του Ολυμπίου Διός. Που τον κάνουν Ύπατο των Αθηνών. Εκείνη την εποχή το αξίωμα δεν είχε πια ουσία. Ήταν τιμητικό. Αλλά βέβαια για να σου απονεμηθεί έπρεπε να έχεις το θεό μπάρμπα.

Ο Φιλόπαππος δραστηριοποιείται και στις δύο του νέες πατρίδες. Γίνεται Χορηγός και Αγωνοθέτης στη δεύτερη πόλη του, την Αθήνα. Όπου υπηρετεί και ως Άρχων, συνομιλεί με φιλοσόφους και σπουδαίους ανθρώπους, και βεβαίως και με τον Πλούταρχο. Ο τελευταίος μάλιστα τον περιγράφει σ’ ένα κείμενό του σαν πολύ γενναιόδωρο και υπέροχο άνθρωπο. Στη Ρώμη γίνεται μέλος της αδελφότητας των Αρβάλων, τάγματος ιερέων λειτουργών των Λαρήτων, που είναι αρχαίες Ρωμαϊκές θεότητες. Ο Τραϊανός τον διορίζει Πραιτωριανό, και Τραϊανός και Αδριανός τον κάνουν Συγκλητικό.

Και το 116 πεθαίνει. Μες τη δόξα. Και τη δικτύωση. Ετών πενηντατεσσάρων. Εντάξει, δεν ήταν ασύνηθες τότε. Αλλά δεν ήταν και γέρος – και για τα τότε δεδομένα. Η Ιουλία Βαλβίλλα, η αδελφή του, ευγενής και ποιήτρια, μέλος της αυλής του Αδριανού και στενή φίλη του τελευταίου, τον έκλαψε. Μπορεί και η γυναίκα του και τα παιδιά του, αν είχε παντρευτεί κι είχε παιδιά – δεν το ξέρουμε. Και ο Τραϊανός που ζούσε ακόμη —θα πέθαινε ένα χρόνο αργότερα— τον έκλαψε κι αυτός. Το ίδιο και ο Αδριανός.

Καθώς και οι δύο πόλεις του. Ρώμη και Αθήνα.

Σήμερα, τα ζευγαράκια των Αθηναίων έχουν τ’ όνομά του στα χείλη τους, για τους δικούς τους βέβαια λόγους, κι ας μην ξέρουν περί τίνος ακριβώς πρόκειται.

Δε βαριέσαι. Τι θ’ άλλαζε άμα ξέραν;


----------------------------------------



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.