Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ξενάγηση



Κι εδώ βλέπουμε τη νότια πλευρά του ναού, με τους τέσσερις πρώτους κίονες της πτέρυγας. Δωρικού ρυθμού. Το καταλαβαίνουμε από το κιονόκρανο, δηλαδή την απόληξη του κίονα με το πεπλατυσμένο παραλληλεπίπεδο κομμάτι μάρμαρο σαν καπάκι στην κορυφή του. Που είναι απλό. Χωρίς καθόλου διακόσμηση. Αυστηρό και λιτό. Και πάνω στους κίονες με τα κιονόκρανά τους πατά ολόκληρη η ανωδομή του ναού. Ο θριγκός, με τα τέσσερα μέρη του.

Το πρώτο είναι οι μεγάλοι παραλληλεπίπεδοι όγκοι μαρμάρου που κάθονται πάνω στα κιονόκρανα. Τα επιστύλια, που πατούν πάνω στους στύλους. Πάνω από αυτά είναι το δεύτερο μέρος, με τις γλυπτές παραστάσεις, τις μετόπες. Ανάμεσα σε κάθε μετόπη και στην επόμενή της, υπάρχει ένα διαχωριστικό με σκαλισμένα δύο κάθετα αυλάκια, έτσι που φαίνεται να εξέχουν τρεις κάθετες γραμμώσεις. Τρεις γλυφές. Είναι το τρίγλυφο. Μετόπη και τρίγλυφο, μετόπη και τρίγλυφο, και κυκλώνεται όλος ο ναός γύρω γύρω. Αυτή είναι η ζωφόρος.

Γιατί φέρει ζωή. Στις μετόπες σκάλισαν οι τεχνίτες παραστάσεις ζωντανές. Μυθικές μάχες και πομπές. Όχι πως είχαν κανέναν καημό για τα πλάσματα των μύθων τους και για τις μεταξύ τους έριδες. Είναι βέβαιο ότι πρόκειται για αλληγορίες. Ήταν ο τρόπος τους να αναφέρονται σε μεγάλα και σημαντικά γεγονότα της εποχής τους.

Πάνω από τα τρίγλυφα και τις μετόπες βρίσκεται το τρίτο μέρος, το λεπτό γείσο. Και τέλος από πάνω του, κάλυπτε τον ναό η στέγη. Δίρριχτη, για να διώχνει τα νερά της βροχής. Με δυο τρίγωνα να σχηματίζονται, ένα ανατολικά, πάνω δηλαδή από την είσοδο του ναού, στα δεξιά μας, κι ένα αριστερά, δυτικά, στο πίσω μέρος του. Τα αετώματα, όπως λέγονται. Σαν τις φτερούγες του αετού που σκεπάζουν προστατευτικά τα μικρά του.

Σ’ αυτόν εδώ τον ναό η στέγη με τα αετώματά της λείπουν. Έχουν γκρεμιστεί. Πάνω στο ορφανό γείσο τώρα πατάει ένα ζωντανό πουλί, κι απ’ ό,τι φαίνεται είναι έτοιμο να πετάξει. Είναι στρουθιόμορφο και ανήκει στους Κορακίδες. Λέγεται Pica pica. Ευφυέστατο – μάλιστα έχει την ικανότητα να επιλύει στοιχειώδη προβλήματα και να χρησιμοποιεί εργαλεία. Παμφάγο. Τρώει τα πάντα – άλλες μικρότερες μορφές ζωής, μέχρι και άλλα πουλάκια καθώς και ωά. Και πτώματα τρώει – σαρκία άδεια από ζωή. Γι’ αυτό και δεν είναι αγαπητό πουλί. Το λένε και καρακάξα. Λέξη μάλλον ηχομιμητική – προφανώς του κρωγμού του.

Και πίσω του και πάνω, το φόντο. Το μπλε. Παντού. Που όμως στην πραγματικότητα δεν είναι μπλε. Ξεγελά. Η απόχρωση αυτή είναι φαινομενική και οφείλεται στη διάθλαση του φωτός στα μόρια της ατμοσφαίρας. Που αντανακλούν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τα μικρά μήκη κύματος απ’ ό,τι τα μεγάλα – φαινόμενο που λέγεται σκέδαση Rayleigh. Tο μπλε σκεδάζεται κατά πολύ περισσότερο από τα υπόλοιπα μήκη, κι έτσι προκύπτει αυτό το γαλάζιο που λέγεται ουρανός – λέξη πανάρχαια και αβέβαιου ετύμου.

Το φως που πέφτει στα μάρμαρα αυτήν την ώρα είναι γλυκό κίτρινο. Γιατί το σημείο που βρισκόμαστε δεν φωτίζεται κάθετα από τον Ήλιο —οπότε το φως θα ήταν λευκό— αλλά πλαγίως. Κι όσο ο πλανήτης συνεχίζει την περιστροφή γύρω από τον εαυτό του, οι ακτίνες θα προσπίπτουν από όλο και πιο πλάγια θέση. Έτσι, σιγά σιγά το φως θα γίνει λαμπρό πορτοκαλί, ύστερα θα έχουμε κι άλλη διάθλαση και θα γίνει κόκκινο, κι ύστερα θα μεταβεί στο ιώδες. Και στους σπίλους. Στα θαμπάδια και τους ρύπους. Κι αυτοί οι τελευταίοι θα δώσουν και τη λέξη σ’ αυτήν την ώρα: σούρουπο. 

Το μέρος του πλανήτη που φωτίζεται έχει, όπως λέμε, ημέρα. Από το πανάρχαιον ήμαρ. Και το υπόλοιπο, νύκτα —άλλη πανάρχαια λέξη— νυξ, night (νάιτ), Nacht (ναχτ), nuit (νυΐ), noche (νότσε), ночь (νοτς). Νύκτα, λοιπόν, θα πρέπει να γίνει, για να γίνουν κι άλλοι ήλιοι ορατοί. Η περιστροφή δηλαδή να συνεχιστεί και η πλευρά που βρισκόμαστε να περάσει στη σκιά. Αν δεν εμφανιστεί στο στερέωμα και ο μοναδικός δορυφόρος, η Σελήνη, τότε το σκότος θα είναι πλήρες και θα έχουμε τη γνώριμη σε κάθε ταξιδιώτη όψη με τα άπειρα φωτεινά σημαδάκια – τους αστέρες, όπως λέγονται. Λέξη που κι αυτή έρχεται από πάρα πολύ μακριά και σημαίνει οι σκόρπιοι. Οι διασκορπισμένοι.

Ημέρα όμως λέγεται και το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνει μια μέρα και μια νύκτα, ή ένα μερόνυχτο, όπως είναι η άλλη του ονομασία. Είναι ο χρόνος που χρειάζεται ο πλανήτης για να κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον εαυτό του. Μία ημέρα. Ας δούμε λίγο προσεκτικότερα τι πρακτικά σημαίνει μία ημέρα.

Από τότε που άρχισε να χτίζεται ο ναός, μέχρι τη στιγμή που αυτό το πουλί πατώντας πάνω στο απογυμνωμένο γείσο του τείνει τον λαιμό του προς τα μπρος έτοιμο να πετάξει, ο πλανήτης έχει γυρίσει κάτι λιγότερο από ένα εκατομμύριο φορές γύρω από τον εαυτό του. Έχουν λοιπόν παρέλθει κάπου ένα εκατομμύριο ημέρες. Και παράλληλα έχουν συμπληρωθεί κοντά δυόμισι χιλιάδες πλήρεις περιστροφές γύρω από το άστρο του. Ή, όπως λέγονται, δυόμισι χιλιάδες έτη. Ωστόσο, τι σημασία έχει; Για ποιο λόγο εμβαθύνουμε σ’ αυτές τις χρονικές αναλογίες; Γιατί να μας ενδιαφέρει πόσες πλήρεις περιστροφές γύρω από το άστρο του έχει κάνει σ’ αυτό το χρονικό διάστημα ο πλανήτης;

Γιατί εδώ —κι αυτό είναι το πιο σημαντικό για την συνολική κατανόηση του θέματός μας— εδώ έχουμε ένα φαινόμενο πολύ διαφορετικό απ’ οτιδήποτε έχουμε συναντήσει ώς τώρα – μια παραδοξότητα έξω από κάθε τι οικείο και αυτονόητο. Μια πραγματικότητα πέρα από κάθε υπόθεση: οι άνθρωποι —όπως ονομάζεται η έλλογη μορφή ζωής αυτού του κόσμου που μελετάμε— αντιλαμβάνονται τη ζωή επιμερισμένα και πεπερασμένα. Την βιώνουν σαν προσωπική! Σαν να τους ανήκει. Και σαν να έχει αρχή, μέση και τέλος. Κάθε δηλαδή μέλος αυτής της φυλής αισθάνεται πως —με τις έννοιες όπως εκείνοι τις αντιλαμβάνονται— η ζωή του είναι δική του, άρχισε με τη γέννησή του και θα λήξει με τον θάνατό του. Πρόκειται για φαινόμενο που αν όχι κατ’ αποκλειστικό, πάντως κατά κύριο λόγο οφείλεται στο πολύ περιορισμένο εύρος φυσικών ερεθισμάτων που μπορούν να προσλάβουν τα όντα αυτά. Αλλά τα ακριβή αίτια —όσα μπορούμε να γνωρίζουμε— ας μας απασχολήσουν σε μιαν άλλη συζήτηση. Εδώ, ας επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε —κατά το δυνατόν— αυτήν τους την αίσθηση και ας δούμε με ποιον τρόπο οι παραπάνω χρονικές λεπτομέρειες γίνονται τόσο σημαντικές και γιατί.

Ο τρέχων μέσος όρος επιβίωσης των ανθρώπων είναι 75 έτη – 75 δηλαδή πλήρεις περιστροφές τού πλανήτη γύρω από το άστρο του. Η αναπαραγωγή τους γίνεται ανά ζεύγη: για δύο μέλη της φυλής, μετά από μια ιδιαίτερα περίπλοκη διαδικασία και υπό αυστηρές βιολογικές και εξαιρετικά παράδοξες κοινωνικές προϋποθέσεις που παραμένουν υπό μελέτη, αν όλα πάνε καλά θα προκύψουν νέα μέλη. Με τα υβρίδια κάθε νέας θυγατρικής γενεάς να απέχουν από τους γεννήτορες περίπου τριάντα έτη – μία τριακονταετία.

Με άλλα λόγια λοιπόν, απ’ όταν κτίσθηκε ο ναός έως ότου απεφάσισε αυτό το πτηνό να πετάξει, υπό τους ευνοϊκότερους δυνατούς υπολογισμούς θα μετρηθούν τουλάχιστον 85 τριακονταετίες, ή 85 γενεές ανθρώπων.

Εύκολο δεν είναι. Αλλά είναι συναρπαστικό: για μια στιγμή, ας φαντασθούμε ότι είμαστε άνθρωποι! Ας σκεφθούμε όπως εκείνοι: ότι η ζωή είναι δική μας και πως έχει αρχή, διαδρομή και τέλος. Αφού λοιπόν από κτίσεως του ναού έως πτήσεως του πτηνού, γεννήθηκαν και πέθαναν ογδόντα πέντε γενεές γεννήτορές μας, κι αφού μέσα στο σκοτάδι των αισθήσεών μας καταφέραμε να έχουμε επαφή μόνο με την τελευταία, και ίσως και λίγο με την προτελευταία εξ αυτών, επόμενο δεν είναι να αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο ως τον απόλυτο κυρίαρχο των πάντων; Ο χρόνος για μας δεν είναι αυτό που έχει καταφάγει γενεές γενεών πριν από εμάς, και φυσικά θα συνεχίσει να υπάρχει μετά από μας, αφού καταπιεί και εμάς;

Είναι πράγματι ιλιγγιώδες. Και φυσικά, η αντίληψη αυτή των ανθρώπων βρίσκεται στη βάση κάθε είδους λειτουργίας της φυλής. Είτε εστιάζοντας πάνω της είτε δια της αποφυγής της, όλες σχεδόν οι δραστηριότητές τους, ευθέως ή εμμέσως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνομιλούν με τη θηριώδη αυτή σύγκρουση. Με αυτήν την άνιση σχέση μεταξύ των δύο οντοτήτων, όπως τις αντιλαμβάνονται. Του χρόνου και της ζωής.

Αλλά αντί να συνθλίβονται, και αντί η αντίληψή τους αυτή τής απόλυτης ματαιότητας να τους οδηγεί και στην πλήρη ματαίωση, οι άνθρωποι αυτοί, ίσως εις αναπλήρωσιν της αισθητηριακής τους τυφλότητας και προς παράκαμψιν του αδιεξόδου, είναι προικισμένοι με απολύτως ξεχωριστή εξωλογική αντιληπτικότητα και αστείρευτες και ακατασίγαστες δημιουργικές δυνάμεις. Τραγουδούν καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού που κατά την αντίληψή τους είναι ζωή. Και τραγουδώντας προετοιμάζονται για το τέλος. Διάγουν τον βίο τους με βάση όχι τις λιγοστές πληροφορίες που μπορούν και συλλέγουν τα αισθητήριά τους, αλλά την αντίληψή τους για τις πληροφορίες αυτές. Την πίστη τους! Αντιλαμβάνονται, δηλαδή, ό,τι θέλουν. Γι’ αυτό έκτισαν και τον ναό, αφού φυσικά δημιούργησαν και τις θεότητες που θα τον κατοικούσαν. Είναι μια φυλή ποιητών. Ένα περίλαμπρο είδος γενναίων δημιουργών, που σκέφτεται τον κόσμο με τους όρους που εκείνο θέτει. Και έτσι τον πλάθει. Με τη δική του θέληση. Η αδυναμία τους να αντιληφθούν την πραγματικότητα φαίνεται να είναι ό,τι ακριβώς διατηρεί ανέπαφη την εκρηκτική δυνατότητά τους να την πλάθουν. Είναι γένος δεινό.

Παρασάγγας απέχουμε από το να κατανοήσουμε τη φύση και το εύρος αυτών των ικανοτήτων τους. Δεν είναι βέβαιο ότι ξέρουμε με τι ακριβώς έχουμε να κάνουμε. Γίνεται ωστόσο αντιληπτό ότι, για την ώρα, και όσο οι γνώσεις μας για το φαινόμενο είναι ελλιπείς, κάθε ιδέα επικοινωνίας με τη φυλή αυτή είναι πρόωρη και παρακινδυνευμένη. Με βάση τα όσα μέχρι στιγμής γνωρίζουμε, καταλαβαίνουμε ότι το παραμικρό σφάλμα κατά την προσέγγιση μπορεί εύκολα να θέσει σε κίνδυνο το σύμπαν.

Σας ευχαριστώ


---------------------------

Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη με προσαρμοσμένες τεχνικές λήψης, έτσι ώστε το οπτικό αποτέλεσμα να βρίσκεται όσο το δυνατόν πλησιέστερα σ’ αυτό που προσλαμβάνουν τα οπτικά αισθητήρια των ανθρώπων. Πολύ κοντά, δηλαδή, σ’ αυτό που θα «έβλεπε» ένας άνθρωπος.







Σχόλια

  1. Χρονος φυσικος [αντικειμενικος],ψυχολογικος[υποκειμενικος],βιολογικος,σχετικος[λογω διαστολης],...χρονος πανδαματωρ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.