
Τι έχουν οι Κυριακές και είναι Κυριακές; Πάντα η απορία. Πώς και είναι οι μέρες οι καλές; Οι ωραίες;
Ό,τι κι αν είναι και ό,τι καιρό κι αν κάνει. Μέρες όμορφες, όπως κι αν τις δεις. Αν έχει ήλιο, ο ήλιος είναι Κυριακάτικος. Γιατί μόνο τις Κυριακές βγαίνει τέτοιος ήλιος. Τις άλλες μέρες δεν. Ο ήλιος είναι αλλιώς.
Που, και συννεφιά να ’χει, η συννεφιά της Κυριακής είναι πάλι αλλιώς. Διαφορετική. Έχει γλυκό βάρος στην καρδιά. Καλοσύνη. Προσδοκία. Συννεφιά με προσδοκία. Ακόμη κι όταν βρέχει. Η προσδοκία είναι παρούσα.
Ο ήλιος, η συννεφιά, η βροχή, την Κυριακή έχουν άλλο χρώμα. Να ’το, φαίνεται μπροστά στα μάτια σου. Οι Κυριακές είναι κόκκινες. Ενώ τα Σάββατα γαλάζια. Κι αυτό φανερό. Έχουν το δικό τους χρώμα και τα Σάββατα.
Η αλήθεια είναι ότι κάθε μέρα έχει το δικό της χρώμα. Οι Τρίτες, ας πούμε, είναι κίτρινες, κι οι Πέμπτες παίρνουν μιαν αμφιβολία, μιαν υποψία Πράσινου, εν όψει της Παρασκευής που είναι κυπαρισί.
Οι Κυριακές με το πλούσιο χρώμα και τον διαφορετικό ήλιο. Που έχει τη μοναδική Κυριακάτικη απόχρωση που το καταλαβαίνεις αμέσως. Είναι Κυριακή, λες. Πώς γίνεται αυτό, ο ήλιος της Κυριακής να ’ναι πάντα μ’ αυτό το χρώμα, μυστήριο. Όπου κι αν κοιτάξεις, στην πιο ασήμαντη λεπτομέρεια, σ’ ένα φύλλωμα, σ’ έναν δρόμο, σ’ έναν τοίχο όπου πέφτει φως, στον ράθυμο ταξιτζή, στον οδηγό του λεωφορείου που σήμερα τα χέρια του είναι ζεστότερα από τις καθημερινές, στο εστιατόριο που ετοιμάζουν τα φαγητά για το μεσημέρι κι ακούει ο μάγειρας λιβανέζικα τραγούδια, στις κουβέντες που έρχονται από τα διαμερίσματα, εγώ δε θέλω ρίγανη, πες το στον πατέρα σου.
Στα πράγματα χωρίς λόγο. Εκεί το βλεπεις. Οι Κυριακές είναι όλο πράγματα που γίνονται χωρίς λόγο. Αλλά γεμάτες προσδοκία. Για τα καλύτερα. Αυτά που περιμέναμε. Είναι τώρα. Ο ήχος του πηρουνιού που ακουμπάει στο πιάτο το μεσημέρι. Αλλιώς από τις άλλες μέρες. Όλος προσμονή.
Τις Κυριακές, που είναι όλοι παρόντες. Κανένα δε βλέπεις αλλά από κει το ’χει το χρώμα ο ήλιος. Εντός. Όλοι και οι μυρουδιές τους και οι κουβέντες τους στους φωταγωγούς. Κι ο άντρας με την κοτσίδα, με τη φόρμα της γυμναστικής και τις παντόφλες, και τον κουβά με το μεγάλο σφουγγάρι που πλένει τη μοτοσικλέτα στο πεζοδρόμιο.
Και οι μυρουδιές. Κυριακάτικες, κι αυτές όπως και ο ήλιος. Ψημένο κρέας και κατσαρόλα και μπαχαρικά. Κι άλλοι ήχοι. Η καρέκλα που σέρνεται να καθήσεις στο τραπέζι. Ένα παντζούρι που σφάλιξε το μάνταλο. Κι αυτοί Κυριακάτικοι. Καλωσυνάτοι.
Φαίνεται πως πέφτουν οι παλμοί της Κυριακές. Πως τα σώματα γελούν και αναπαύονται και η πόλη παύει να δονείται σαν τις άλλες μέρες, λες και είναι κινητήρας που ζορίζεται να αποδώσει. Η πόλη τις Κυριακές είναι σβηστή και οι άνθρωποι ελεύθεροι. Γι’ αυτό ίσως το φως έχει άλλο χρώμα και η μέρα είναι κόκκινη. Απ’ όλα όσα έγιναν τις άλλες μέρες και τώρα πάνε φύγανε. Καλά ή κακά, καλώς κακώς. Ό,τι ήταν να γίνει έγινε, κι ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Καλώς, κακώς. Την Κυριακή ο κινητήρας σβήνει. Και γίνεται ησυχία.
Εξ ου το φως. Είναι φανερό γιατί αλλάζει χρώμα. Γιατί κάθεται η αντάρα. Γιατί όλα δικαιολογούνται, τα πριν και τα μετά. Και όλα παύουν. Έρχονται και ηρεμούν.
Οι Κυριακές είναι οι μεγάλες παύσεις. Που εξασφαλίζουν τις αντοχές των υλικών. Ότι δε θα ραγίσει το μέταλλο. Ότι δε θα κουραστεί το ξύλο να σπάσει. Ότι δεν πειράζει. Θα το πιάσουμε απ’ την αρχή.
Είναι οι εκεχειρίες της ζωής μας. Οι υποσχέσεις. Οι μέρες μας, οι Κυριακές. Οι δικές μας μέρες. Οι μέρες του ανθρώπου.
Οπως το ειπες....οι εκεχειριες της ζωης μας!! Αγαπω Κυριακες!!
ΑπάντησηΔιαγραφή