Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Богоматерь в городе

 



Богоматерь в городе

Ты проходишь без улыбки,
Опустившая ресницы,
И во мраке над собором
Золотятся купола.

Как лицо твоё похоже
На вечерних богородиц,
Опускающих ресницы,
Пропадающих во мгле...

Но с тобой идёт кудрявый
Кроткий мальчик в белой шапке,
Ты ведёшь его за ручку,
Не даёшь ему упасть.

Я стою в тени портала,
Там, где дует резкий ветер,
Застилающий слезами
Напряжённые глаза.

Я хочу внезапно выйти
И воскликнуть: "Богоматерь!
Для чего в мой чёрный город
Ты Младенца привела?"

Но язык бессилен крикнуть.
Ты проходишь. За тобою
Над священными следами
Почивает синий мрак.

И смотрю я, вспоминая,
Как опущены ресницы,
Как твой мальчик в белой шапке
Улыбнулся на тебя.

Александр Блок

Η Παναγιά στην πόλη

Και περνάς χωρίς το γέλιο
βλέφαρα γερτά – σκοτάδι
μες την πόλη με τους τρούλους
του ναού της τους χρυσούς.

Πόσο μοιάζει η ομορφιά σου
της Παρθένου μες το δείλι
τα γερτά ματόκλαδά σου
καθώς πέφτει η σκοτεινιά.

Σγουρομάλλικο τ’ αγόρι
τον λευκό φοράει σκούφο
είναι ήσυχο – απ’ το χέρι
να μην πέσει το κρατάς.

Στη σκιά στέκω της πύλης
στην τραχιά πνοή του ανέμου
που με δάκρυα σκεπάζει
μάτια ορθάνοιχτα στεγνά.

Και θα ’βγώ και θα φωνάξω
«Του Χριστού Παρθένα Μάνα
τι στη μαύρη μου την πόλη
Βρέφος έφερες μικρό;»

Δε μπορώ. Λαλιά δεν έχω.
Και περνάς. Και απομένει
πάνω στ’ άγια τα χνάρια
η θλιμμένη σκοτεινιά.

Και κοιτώ, κι αναθυμάμαι
και τα μάτια χαμηλώνουν
πώς σου γέλαγε τ’ αγόρι
με τον σκούφο τον λευκό.

Αλεξάντρ Μπλοκ

Απόδοση: Κώστας Παπαλέξης


Ο Αλέξανδρος Μπλοκ γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη στις 28 Νοεμβρίου 1880, με το νέο ημερολόγιο. Ρώσος λυρικός ποιητής, συγγραφέας (και θεατρικός), μεταφραστής και κριτικός.

Από οικογένεια διανοουμένων. Ο πατέρας του, ο Αλεξάντερ Λβόβιτς Μπλοκ, ήταν καθηγητής νομικής στο πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Κι ο παππούς από τη μητέρα του, ο Αντρέι Νικολάγιεβιτς Μπεκέτοφ, διάσημος βοτανολόγος. Οι γονείς χωρίζουν, κι αυτός μένει στο Σαχμάτοβο, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα. Μελετά τον φιλόσοφο Σολοβιόβ και τους σκοτεινούς ποιητές, τον Τιούτσεφ και τον Φετ. Παντρεύεται τη Λιούμπα Μεντελέγιεβνα, κόρη του χημικού Μεντελέγιεφ, ναι, του Μεντελέγιεφ τού Περιοδικού Πίνακα των Στοιχείων. Ενθουσιάζεται με την Επανάσταση του 1905, γράφει εγκώμιο για τον Μπακούνιν, αλλά παραδόξως αποδέχεται και την Οκτωβριανή Επανάσταση ως φυσικό επακόλουθο των πραγμάτων.

Και γρήγορα απογοητεύεται. Το παίρνει πολύ βαριά και παύει να γράφει ποίηση. Αρρωσταίνει σοβαρά. Το καθεστώς δεν συγκινείται και δεν του δίνει άδεια να φύγει στο εξωτερικό, όπως μετ’ επιτάσεως συμβούλευαν οι γιατροί. Ο Μαξίμ Γκόρκι παρεμβαίνει δραστικά – θα σας πεθάνει και θα ’στε υπεύθυνοι. Πείστηκαν οι κομισάριοι – ήταν όμως αργά. Μέχρι να συμπληρωθούν όλα τα ατέλειωτα χαρτιά, ο Μπλοκ είχε πεθάνει. Μόλις σαραντάρης. Στις 7 Αυγούστου του 1921.

Μεγάλος συμβολιστής, συχνά συγκρινόμενος με τον Πούσκιν, με πολύ πεγάλη επιρροή στους νεώτερούς του. Η Αχμάτοβα, η Τσβιετάγιεβα, ο Πάστερνακ και ο Ναμπόκοφ τον θαύμαζαν. Εξαιρετικά ρυθμικά σχήματα στα ποιήματά του μαγνήτισαν τον Σοστάκοβιτς, τον Βάινμπεργκ, τον Λουριέ και τον Σβιρίντοφ που μελοποίησαν έργα του.

To ποίημα «Богоматерь в городе», «Η Παναγιά στην πόλη», γράφτηκε στις 29 Οκτωβρίου τού 1905, εννέα μήνες μετά τη Ματωμένη Κυριακή τής Αγίας Πετρούπολης τον Ιανουάριο και λίγες μέρες μετά το Μανιφέστο τής 17ης Οκτωβρίου. Ανήκει στον κύκλο «Πόλη» (1904-1908).

Και μελοποιήθηκε από τον Γκιόργκι Σβιρίντοφ. Ρώσος νεορομαντικός συνθέτης αυτός. Γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1915. Έχασε τον πατέρα του, οπαδό των Μπολσεβίκων, κατά τον Ρωσικό Εμφύλιο το 1919. Στο Λένινγκραντ σπούδασε πιάνο κι αργότερα σύνθεση με τον Ριαζάνοφ και τον Σοστάκοβιτς. Μελέτησε ποιητές και μελοποίησε Πούσκιν, Λερμόντοφ, Μπλοκ, Σέξπιρ και Μπερνς. Ιδιαίτερα αγαπά και διδάσκεται από την πλούσια Ρωσική μουσική παράδοση – άλλωστε ο ίδιος είχε ξεκινήσει τη μουσική του διαδρομή μικρός παίζοντας αυτοδίδακτος μπαλαλάικα εξ ακοής. Στην πατρίδα του τιμήθηκε ιδιαίτερα. Θεωρήθηκε μεγάλος εκφραστής τής Ρώσικης ψυχής. Στη Δύση δεν έγιναν γνωστά έργα του, με εξαίρεση μια διάσημη κλεψιά: το θέμα τού Metal Gear Solid, παιχνιδιού για MSX και PlayStation τού Γιαπωνέζου Tappi Iwase φαίνεται να είναι δικό του, από το έργο του «Χειμωνιάτικος Δρόμος». Βραβεύτηκε με το βραβείο Στάλιν, το βραβείο Λένιν και ονομάστηκε Καλλιτέχνης του Λαού τής ΕΣΣΔ και Ήρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας. Ήταν ακόμη εν ζωή, το 1982, όταν η συμπατριώτισσά του, η Λιουντμίλα Καράτσκινα, επιφανής αστρονόμος, έδωσε το όνομά του στον αστεροειδή 4075 Σβιρίντοφ. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 6 Ιανουαρίου τού 1998.

Το τραγούδι είναι γραμμένο για πιάνο και βαρύτονο, κι έχει αγαπηθεί ιδιαίτερα. Εδώ δύο σημαντικές εκτελέσεις: με τον Χβαραστόβσκι (βίντεο) και τον Βολτσκόφ (βίντεο).


------------------------------------

Εικόνα: Δαίμων εκπεπτωκώς, Демон поверженный, του Μιχαήλ Μπρούμπελ (1856-1910) – από τη Βικιπαίδεια.

------------------------------------

Αφιερωμένο στη Людмила και τον Γιώργο. Από καρδιάς.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.