Καμιά φορά και δύο λέξεις: עִמָּנוּ אֵל. Ιμάνου Ελ. Συνήθως μία: עמנואל. Ιμάνουελ. Μαζί μας (ιμάνου) ο θεός (ελ). Είχε λάβει το σημείο ο Ησαΐας: τα πυρωμένα κάρβουνα που του είχαν εξαγνίσει τα χείλη. Ότι τα χείλη αυτά αλήθεια θα έλεγαν. Αυτόν ρώτησε ο Άχαζ, ο βασιλιάς τού Οίκου του Δαυίδ, ο γιος του Ιωάθαμ κι εγγονός του Οζία. Τι να κάνω, τον ρώτησε. Τι να κάνω τώρα που ο Ρασεὶμ, ο βασιλιάς του Αράμ, της Συρίας δηλαδή, και ο Φακεὲ, ο γιος τού Ρομελία και βασιλιάς τού Ισραήλ, έχουν συμμαχήσει για να κυριέψουν την Ιερουσαλήμ. Τι να κάνει τώρα που το Βασίλειο του Βορρά, είχαν συμμαχήσει με τους Σύριους κατά των Ασσυρίων κι απειλούσαν και αυτόν; Τον βασιλέα της Ιερουσαλήμ; Ιερουσαλήμ. Και Ιεροσόλυμα. יְרוּשָׁלַיִם. (Γ)ιερουσαλάιμ. Αρχαία Ασάμ. Και Ρουσλάμ. Κι αργότερα, από τον καιρό του Δεύτερου Ναού, από τον πρώτο αιώνα μ.Χ., Ουρσαλίμα. Με καταγωγή από τον Χαναανίτη θεό της Δύσης του Ηλίου – έτσι πιστεύουμε. Τον Σάλεμ. שלם είναι η ρίζα. Βλέπεις, έτσι λειτουργούν αυτές οι γλώσσες, οι σημιτ...
επί παντός