Κοριτσοπατέρας ο Φίλιππος. Όχι μία. Δύο κόρες είχε. Εντάξει, είχε κι έναν γιο. Αλλά με τα κορίτσια του, αλλιώς ήταν. Βλέπεις, άμα έχεις μεγαλώσει κορίτσι, γίνεσαι άλλος άνθρωπος ρε παιδί μου. Σου φανερώνονται πράματα.
Όχι μόνο είχε μεγαλώσει κόρη. Την είχε χάσει κι όλας. Κόρη σπουδαία. Κούκλα. Αστέρι. Θα μου πεις, η δική σου είναι πάντα η πιο όμορφη του κόσμου, τα ξέρουμε. Ναι, αλλά αυτή ήταν στ’ αλήθεια η πιο όμορφη! Κι η πιο έξυπνη και σπουδαγμένη. Όλη την ελληνική και τη λατινική γραμματεία, απ’ έξω κι ανακατωτά. Την κοίταζες κι έμενες με το στόμα ανοιχτό. Κι ύστερα σου μιλούσε και πάει, το ’χανες το μυαλό σου. Παιδί αριστούργημα. Ώσπου μια μέρα – μια μέρα η μικρή δεν γύρισε σπίτι. Τι απέγινε; Ξέρω ’γώ; Τίποτα. Πουθενά. Είχε σπαράξει η Αλεξάνδρεια.
Είχε μπλέξει μ’ αυτούς. Πού την έχανες, πού την έβρισκες, μ’ αυτούς. Είχε φάει κόλλημα. Μ’ αυτήν τη λαίλαπα. Τους αλαφροΐσκιωτους. Πολύς κόσμος είχε κολλήσει μ’ αυτούς, και ήταν και κόσμος σοβαρός, έξυπνος. Άνθρωποι με μόρφωση. Με λεφτά. Με επιφάνεια. Τι διάβολος καινούριος ήταν αυτός! Σαράκι. Κυρίευε τα καλύτερα μυαλά της Αυτοκρατορίας. Την έτρωγε από μέσα.
Γιατί ο Φίλιππος τα ’βλεπε κι έτσι τα πράματα. Ήταν ο Έπαρχος της Αιγύπτου. Τον είχε στείλει ο Δέκιος, ο Αυτοκράτωρ, αυτοπροσώπως. Ήταν Δούκας. Ίσως αυτό να ’φταιγε, σκεφτόταν καμιά φορά. Τα πλούτη και τ’ αξιώματα. Κι η δόξα. Δεν της είχε φερθεί εντάξει. Αφού εκείνη δεν τον ήθελε τον σαχλαμάρα τον Ακυλίνο. Ύπατος ξύπατος, ένδοξος ξένδοξος, ε, αφού δεν τον ήθελε αυτή, τι να κάνουμε τώρα. Αυτή κανέναν δεν ήθελε. Πάει, τέλος. Με το ζόρι παντρειά;
Όχι πως την είχε αγριέψει – είχε πιέσει όμως. Μακάρι να μην το ’χε κάνει. Ποιος ξέρει. Μπορεί γι’ αυτό να ’παιρνε σβάρνα τα μοναστήρια η μικρή. Και μια μέρα, σε μια τέτοια βόλτα, είχε εξαφανιστεί. Μαζί με δυο ευνούχους μάλιστα. Τον Πρωτά και τον Υάκινθο. Ε ρε και να τους έβρισκε τι θα τους έκανε. Αλλά πάλι, δε μπορεί μωρέ. Αυτοί ήταν αφοσιωμένοι. Μέχρι εκεί έφτανε η σκέψη του και παρακάτω δεν ήθελε να φαντάζεται. Τα σενάρια ήταν το ένα χειρότερο από το άλλο. Κι ούτε να την κλάψει. Δεν είχε βρεθεί τρίχα. Άμαξα, ευνούχοι, κορίτσι – ούτε τις σβουνιές των αλόγων. Άνοιξε η γης και τους κατάπιε. Το θέμα δεν έκλεινε, να πενθήσει να ησυχάσει.
Καταραμένοι καλόγεροι. Ούφο. Αλλά τώρα τους είχε. Να που κάποιος άνοιγε το στόμα του και με στοιχεία. Η Μελανθία – όχι καμιά τυχαία. Ήταν αρχόντισσα. Όμορφη και πλούσια. Είχε κι αυτή σαχλαμαρίσει μ’ αυτούς τους διαβόλους. Βλέπεις, όλους μπορούσε να τους χτυπήσει αυτή η τρέλα. Νταραβεριζόταν αυτή με κάποιον ηγούμενο, λέει, έναν Ευγένιο. Αχ δεν είμαι καλά αυτή, αχ εμείς θα σε κάνουμε καλά αυτοί, ξόρκια, γιατροσόφια, επίσκεψη την επίσκεψη, είχε πάει λέει ο Ευγένιος στο αρχοντικό της, κι εκεί παίξαν το γιατρό. Και της την έπεσε, ο αλήτης. Κι εκείνη στο τσακ τη γλίτωσε. Πάτησε τις φωνές, κι έτρεξε η δούλα και βιάστηκε να τα κρύψει τα αίσχη του ο Ευγένιος και να εξαφανιστεί – όπου φύγει φύγει, ο σάτυρος. Το κτήνος. Αμ θα τους έσιαζε τώρα ο Φίλιππος κατά πώς ήξερε.
Αλλά, για δες, σκεφτόταν. Αυτό τού ’χε κάνει εντύπωση: πρωτοσέλιδο είχε γίνει το θέμα. Αστραπιαία. Το κουβέντιαζαν κι οι πέτρες. Να τον κρεμάσουνε παιδί μου τον Ευγένιο. Να τον ξεσκίσουν. Είχε σηκωθεί σάλος. Να τον φάνε. Μα τόσο πολύ πια; Τι στα καφενεία, τι στα λουτρά – να βγάλουμε ειδικό νόμο, να το κάνουμε ειδεχθές, επιβαρυντική περίσταση, χημικός ευνουχισμός, τον παλιοηγούμενο, την ανυπεράσπιστη – είχε βουίξει το φέισμπουκ.
Τα ’κουγε ο Φίλιππος αυτά και διπλοκουμπωνόταν. Τι τους έπιασε ρε ξαφνικά; Αυτούς; Πώς τους ήρθε ο πόνος; Αυτοί τις είχαν στο φτύσιμο. Τις δικές τους και όλες. Τι τους ανάγκεψε τώρα να τον κάνουν κομματάκια τον Ευγένιο; Κάτι δεν κόλλαγε. Πώς στην ευχή αυτοί που τις είχαν κατώτερο είδος, πώς τώρα τους είχε πιάσει το επείγον, να τις υπερασπιστούν τις γυναίκες και να τον τιμωρήσουν το κτήνος;
Δε μπορεί. Κάτι ενσάρκωνε ο Ευγένιος. Κάτι ζωντάνευε. Κάτι δικό τους. Ιδίως στα σερνικά – αυτά κραύγαζαν δυνατότερα. Εντάξει – πολιτισμό έχουμε, δεν το κάνεις το κακό. Αλλά όχι πως δεν ξέρεις περί τίνος πρόκειται. Όχι πως λείπει απ’ το μυαλό σου. Βία. Την ασκείς και την παρασκείς. Στη γυναίκα, στο παιδί, στον δούλο, στο ζώο. Οικείος μηχανισμός. Πιάνεις λοιπόν τον δαίμονα που έγινε βούκινο, τον ξεσκίζεις, κι έχεις κάνει το σωστό. Σκότωσες το κακό μαζί με τον κακόν. Κι απέμεινες ο καλός. Δε χρειάζεται να ζοριστείς περαιτέρω. Εξακολουθείς να κάνεις ό,τι έκανες πάντα. Σε όποιον σε παίρνει. Όπου έχεις δίκιο. Όποτε είναι για καλό. Αποκαθαρμένος τώρα, και υπεράνω. Με τη συνείδηση ήσυχη.
Να γιατί θέλαν να τον φαν ζωντανό. Έτσι, μάλιστα. Έβγαζε νόημα.
Κοριτσοπατέρας ο Φίλιππος. Και κυβερνήτης. Με μυαλό. Ήξερε από ανθρώπους. Κι από νόμους και δίκες. Το κορίτσι του θα το ’δινε ποτέ στο δικαστήριο να την ξαναβιάσουν; Όχι, μας προκάλεσε κύριε πρόεδρε, όχι, φορούσε άρωμα. Να μας ζαλίζει ο ψυχολόγος με τα παιδικάτα τού Ευγένιου. Κι ο συνήγορος εφ ω ετάχθη. Κάνατε ό,τι έπρεπε; Τα κρατήσατε τα μπούτια σας σφιχτά; Ουρλιάξατε; Φιλάτε σταυρό; Μήπως είστε επαγγελματίας γυναίκα;
Ο Φίλιππος το έβλεπε. Αν η κατηγορία ήταν το σεξ, θα την πλήρωνε η Μελανθία και η δίκη θα χανόταν. Πουλούσε το σεξ, αλλά ο Ευγένιος θα ξεγλίστραγε. Και στο κάτω κάτω, καλά καλά ούτε σεξ δεν είχε γίνει.
Και η γυναίκα που χρειαζόταν προστασία, κι αυτό πουλούσε. Αυτό κι αν πουλούσε. Όλους τους βόλευε. Βλέπεις, τον προστατευόμενο ό,τι θες τον κάνεις. Σήκω κάτσε. Αν αυτή η δίκη γινόταν με θέμα την προστασία των γυναικών, ίσως ο Ευγένιος να καταδικαζόταν, τόσος ντόρος που είχε σηκωθεί αυτή τη φορά. Όμως σε άλλο δικαστήριο, με άλλη σύνθεση, σε άλλη συγκυρία, κι αφού στο μεταξύ θα είχε εμπεδωθεί ότι οι γυναίκες είναι άλλο είδος, κάποιος άλλος Ευγένιος θα αθωωνόταν ακριβώς με το αντίστροφο σκεπτικό: εντάξει, προστατευόμενες οι καημένες, δε λέμε, αλλά είναι κι αυτές κάτι νυφίτσες – μέχρι εδώ μπορούν να σε φέρουν, κύριε πρόεδρε – και άγγελος να ’σαι, φονιά σε κάνουν.
Όχι, δεν ήταν έγκλημα κατά κάποιου επιμέρους είδους. Ήταν έγκλημα κατά του ανθρώπου. Κατά της φυλής. Αν στη θέση τής Μελανθίας ήταν καμιά γριά, ο Ευγένιος δε θα της την είχε πέσει. Θα της είχε φάει όμως το σπίτι. Κι αν ήταν κανένα παλικάρι ώς εκεί πάνω, θα το είχε στρατολογήσει. Θα τον είχε κάνει μπράβο. Να ποιο ήταν το έγκλημα. Με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, κάποιον τον κάνεις να σ’ εμπιστευτεί. Να σκύψει στη χούφτα σου να πιεί. Και συ έχεις εκεί φαρμάκι. Γιατί; Έτσι. Γιατί είσαι εχθρός. Γιατί εκμεταλλεύεσαι εμπιστοσύνη και θέση για να πάρεις ό,τι δε θα ’παιρνες αλλιώς. Αυτό ήταν το έγκλημα. Η απάτη. Η έσχατη προδοσία.
Αυτό είχαν κάνει στο κορίτσι του. Όχι ότι ήταν κορίτσι. Κι αγόρι να ήταν. Το είχαν ξεγελάσει. Να γιατί ήταν τέρατα. Αλλά τώρα τους είχε. Τώρα θα τους τελείωνε. Τώρα ήξερε για τι πράμα να τους κατηγορήσει.
***
Παραμονή Χριστουγέννων σήμερα. Και της Αγίας Ευγενίας. Ποιανής Ευγενίας, θα μου πεις. Του Ευγένιου που λέγαμε. Που όμως δεν ήταν Ευγένιος. Ναι. Μπερδεμένο. Βλέπεις, έγινε εκείνη η δίκη. Κι ο Φίλιππος το στρίμωξε το κάθαρμα. Και πάνω που τα ’χε φέρει όπως τα ’θελε, πάνω που τον είχε και θα τον έλιωνε, πάνω εκεί, είστε βεβαία; ρώτησε ο Ευγένιος τη Μελανθία. Σηκώθηκε, άνοιξε τον χιτώνα του φαρδιά πλατιά και γύρισε να τον βλέπει όλο το δικαστήριο. Είστε βεβαία γι’ αυτά που μας λέτε;
Ήταν κορίτσι ο Ευγένιος. Ο ιατρός του κόσμου. Τον είχε αγαπήσει η δύστυχη η Μελανθία, κι άναψε και κάηκε, που ήταν κούκλος και γλύκας, και σκεφτικός. Τον πόθησε – αυτόν και τι στον κόσμο. Τι πλούτη του ’χε τάξει, σπίτια. Τίποτα αυτός. Πού να φανταστεί η καημένη. Πού να πάει το μυαλό της. Έγινε της κακομοίρας στο δικαστήριο. Πέσαν οι τοιχογραφίες.
Ούτε οι μοναχοί του μοναστηριού. Αν κι αμούστακο, γούμενό τους τον είχαν κάνει. Σοφό σερνικό δε θέμε; Ε, σοφό ήταν, αγόρι ντύθηκε – όλα καλά. Χατίρια να χαλάμε;
Ναι, ήταν κορίτσι. Και ποιο κορίτσι; Ακριβώς. Η κόρη του η σοφή. Για μπαμπά της, τι να τον έκανε. Μακριά κι αγαπημένοι. Αλλά σήμερα, ποιος πατέρας της. Αυτός εδώ ήτανε πατέρας ανθρώπων. Ένας διανοούμενος. Ένας αγαπητικός. Τον εμπιστεύτηκε. Συναντήθηκαν οι δυο τους. Και τού φανερώθηκε.
Σου λέω, πέσαν οι τοιχογραφίες.
Οπότε σήμερα τη γιορτάζουμε. Κι αυτήν και τον μπαμπά της που δεν την ξανάχασε. Παράτησε σπίτια κι αξιώματα και την ακολούθησε. Και τους δύο ευνούχους γιορτάζουμε, που εξ αρχής είχαν μείνει μαζί της στο μοναστήρι. Σιγά που θα την είχαν αφήσει.
Είναι μη σ’ αγαπήσει ευνούχος.
------------------------------
Φωτογραφία: Ψηφιδωτό δάπεδο με κεντρική παράσταση χορού των Τριών Χαρίτων. Από ρωμαϊκή οικία της Πάτρας, στην οδόν Αγίου Δημητρίου. 2ος - 3ος αι. μ.Χ. Σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών. (Λεπτομέρεια).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου