Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Αύγουστος, 2022

Αγία Ζώνη

Ανηγέρθη δαπάναις των ενοριτών, τη επιμελεία των ιερέων και των επιτρόπων, και εθεμελιώθη εν έτει 1921, από τον τότε διάδοχο και κατόπιν βασιλέα Γεώργιο Β΄. Καθηγιάσθη τω 1925. Αρχιτέκτων Αθ. Ι. Δεμίρης. Μεγάλος ναός. 23 μέτρα πλάτος και κοντά 30 μέτρα μήκος χωρίς την κόγχη . Ελεύθερος σταυροειδής με τρούλο. Με εσωνάρθηκα κι εξωνάρθηκα στα δυτικά, στην κύρια είσοδο, και με σκάλα μνημειώδη μπροστά, μάρμαρο εφτά μέτρα πλάτος. Μπροστά, στα ανατολικά, τρίκογχο ιερό. Και μπροστά του, μαρμάρινες κιγκλίδες. Δεξιά κι αριστερά η νότια, κι απέναντί της η βόρεια είσοδος, ανοίγονται κάτω από τα άκρα τής εγκάρσιας κεραίας του σταυρού. Κι απ’ έξω πρόπυλα. Στεγασμένοι χώροι με στύλους, που οδηγούν στις εισόδους αυτές. Ναός αφιερωμένος στην Τιμία Ζώνη. Που την είχε υφάνει με τα χέρια Της και που την άφησε ευλογία στον Θωμά ο οποίος μόλις είχε καταφθάσει από τις Ινδίες όπου βρισκόταν. Ναι, τον Απόστολο. Κι έτσι βγήκε το συμπέρασμα ότι αναλήφθηκε και δε βρισκόταν στον τάφο στη Γεθσημανή, εκεί που την ...

Κόκορας

Ένας κόκορας ολάσπρος με ψηλό λειρί, καμαρώνει και φουσκώνει και λιλιά φορεί, και θαρρεί πως το κοτέτσι μόλις τον χωρεί. Έτσι τον είχε δει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Ψηλά Βουνά, 1918. Οι νοικοκυραίοι παίρνουν είδηση που λείπουν οι κότες, αλλά επαφίενται στον κόκορα που έχουν φέρει μαζί τους. Αναγνωστικό τής Γ΄ Δημοτικού. Συντακτική επιτροπή του βιβλίου; Ἀνδρεάδης, Δελμούζος, Νιρβάνας, Παπαντωνίου και Τριανταφυλλίδης. Σαν τα κοκόρια ένα πράμα. Που, όπως και οι κότες, είναι ηχομιμητικό – κικιρίκου και κοκοκό, ορίστε, κόκορας. Το λέει και η λέξη. Όχι βέβαια πως οι λέξεις λένε αυτό που λένε, ακόμη κι όταν είναι ηχομιμητικές. Ας πούμε οι γερμανικοί κόκορες φωνάζουν αλλιώς, kikeriki σου λέει, κύριε, δεν το ακούς; Και οι αγγλοκόκορες, σιγά μην φωνάξουν όπως ο υπόλοιπος κόσμος. Όοοοχι: cock-a-doodle-doo. Κουφός είσαι, φίλε; να ’το, απ’ τη ζωή βγαλμένο. Οπότε, αφού έτσι κι αλλιώς δε θα συνεννοηθούμε, ο καθένας ό,τι θέλει λέει κι όπως θέλει το ακούει, πες το και συ πετεινάρι, να ξέρουμε τι μας γίνε...

Felis catus

Felis (silvestris) catus. Αίλουρος η γαλή. Ζώο της οικογένειας των Αιλουροειδών, από βασιλική γενιά, συγγένισσα λεόντων, τίγρεων κ.λπ. Του σπιτιού αυτή. Οικόσιτη. Δημοφιλεστάτη. Σταρ. Έχει επιλέξει τον άνθρωπο και συζούν εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια - ήταν φίλη αγροτών ήδη από την Νεολιθική εποχή. Σήμερα συγκάτοικος στις πόλεις.

Νάρθηξ

Φυτό ήταν αυτό, ο νάρθηξ. Κι ακόμη είναι. Ferula communis. Φέρουλα η κοινή. Μετά σίγησε το νι το αρχικό, κι έγινε και άρτηκας. Ένα πράμα με ταξιανθίες κίτρινες, όμορφες, συγγενικό με το σέλινο και τον άνηθο. Και τον μαϊντανό. Ξαδερφάκια. Δηλητηριώδες όμως – δεν παν να το φαν τα ζωντανά. Και με βλαστούς γερούς – ώς και μπαστούνι μπορείς να τον κάνεις. Γερός μεν, μαλακός δε. Βλαστός για κόλπα. Νάρθηκα συμβούλευε ο Διόνυσος να ’χουν αντί για μπαστούνια οι πότες. Μεθύσι και μπαστούνι αληθινό, σου λέει, δεν πάνε μαζί. Εσείς θα σκοτωθείτε, ικανούς σας έχω. Νάρθηκες θα κρατάτε για θύρσους. Αντέχουν μια χαρά, γερά ξύλα, αλλά ελαφριά, ψεύτικα – δε μπορούν να κάνουν κακό σε άνθρωπο. Το μάθαν το κόλπο κι οι δάσκαλοι τότε τα αρχαία τα χρόνια, και τα περιποιούνταν τα παιδιά με τους νάρθηκες. Φασαρία, τσούξιμο, κλάματα, αλλά πραγματική ζημιά δε μπορεί να κάνει το καημένο. Και τα χρησιμοποιούσαν και οι αρχαίοι φαντάροι για εξάσκηση, για να μην τραυματίζονται με αληθινά ματσούκια. Ε, σε νάρθηκα έκρυψε...

Η Μαίρη

Πα στα πλακάκια ξαπλωτό σκύλου ντροπή θυμίζει όνειρα βλέπει ζωηρά καθόλου δε γαυγίζει. Ύπνε που παίρνεις τα σκυλιά άσ' το μου το καημένο κάνε να μείνει ξυπνητό να τρέχει λυσσασμένο, να ροβολάει καλπάζοντας το μέρος να φυλάει να δείχνει δόντια σουβλερά κακούς να κυνηγάει. Να αλυχτά φουριόζικα τον τρόμο να σκορπίζει ληστής εδώ να μην τολμά σιμά να προσεγγίζει. Ξύπνα το ύπνε καλέ κούνα το το βλαμμένο κάν' το ταχιά να σηκωθεί! Ως πότε θα προσμένω; Παιδιά, η Μαίρη.

Benito Urban

Μεγάλη εταιρεία. Mobiliario Urbano, Juegos Infantiles, Alumbrado Público, Tapas y Rejas, Contenedores. Μομπιλιάριο ουρμπάνο, επίπλωση πόλης, δηλαδή. Παγκάκια, τραπεζάκια, παρτεράκια και δεν συμμαζεύεται. Και παιδικά παιγνίδια. Χουέγος ινφαντίλες. Παιδικές χαρές. Δημόσιος φωτισμός, αλουμπράδο πούμπλικο – αυτό είναι εύκολο. Και καλύμματα και σχάρες για τα φρεάτια. Τάπας ι ρέχας. Και κοντενεδόρες. Δοχεία. Αυτά διαθέτει η Μπενίτο Ουρμπάν. Εξοπλισμό πόλης. Έχει ας πούμε πιλόνας φλεξίμπλες. Εύκαμπτα κολωνάκια, που τα βάζεις για να μην παν από κει τ’ αυτοκίνητα, αλλά να μην παθαίνουν και ζημιά άμα πατήσουν κατά λάθος. Απάρκα μπιθικλέτας, παρκοτέτοια για ποδήλατα. Μπάντας ρεδουκτόρας δε βελοθιδάδ. Λωρίδες που μειώνουν την ταχύτητα. Αυτά τα σαμαράκια στο δρόμο που αν δεν κόψεις ταχύτητα, γκαπ τραντάζεται όλο το αμάξι να σπάσει. Ραδάρ πεδαγόχικο. Ναι, ραντάρ που μετράει και σου δείχνει πόσο τρέχεις και σε συνεφέρει, κύριε πας με τόσα, για πρόσεχε. Πιλόνας τελεσκόπικας, παρακαλώ. Αυτά τα κυλινδρι...

Ο Στάθης

Στιγμή δε στέκεται αυτός ουδόλως ησυχάζει καρφί στα μάτια σε κοιτά και με το βλέμμα σφάζει. Άμε παρέκει μονσενιέρ κάνε πιο κει φιλάρα άσε να πάω στη δουλειά να φάω καμιά κλάρα. Ευθύς τον τράβηξα φωτό κι αμέσως πίσω κάνω σα θωρηκτό ερχότανε σε μένα κατεπάνω. Επέρασε σα σίφουνας να πάει να μασουλίσει φύλλα χλωρά ολόφρεσκα να πιάσει να τσακίσει. Πάνε Σταθάκη μου καλέ πέρνα παλικαρά μου άντε και περιδρόμιασε κι όλα καλά άρχοντά μου. Παιδιά, ο Στάθης.

Γλυκοφιλούσα

Είναι τύπος στην εικονογραφία οι Παναγιές οι Γλυκοφιλούσες. Πάει να πει ότι ζωγραφίζεις την Παναγιά με το Βρέφος κολλημένο πάνω της. Τρυφερά. Στη δεξιά της παρειά. Αγκαλίτσα. Γλυκιά κι ανθρώπινη. Και μαζί σοβαρή κι αγέλαστη. Λες και τα μελλούμενα τρέχουν στον παρόντα χρόνο, τώρα, εδώ που την κοιτάς. Λες κι είναι ενσωματωμένα σ’ αυτήν την αγκαλιά, όλα που θα συμβούν. Στη Μάνα και στο Βρέφος. Κι έχει ιστορία μεγάλη. Η πρώτη Γλυκοφιλούσα έρχεται λέει από την εποχή της εικονομαχίας, επί Θεοφίλου αυτοκράτορος, που η Βικτωρία, η γυναίκα τού Πατρικίου Συμεών, ενός αξιωματούχου, τέλος πάντων, την είχε στη βίλα της και δε θέλησε να την καταστρέψει – ρίσκο βαρύ για την εποχή γιατί ο Θεόφιλος ήταν εικονομάχος. Τι εικονομάχος, τρέχα γύρευε γιατί η γυναίκα του και η πεθερά του τον έγραφαν κανονικά κι είχαν εικονίσματα μες το παλάτι. Αλλά έτσι ήταν τότε. Εμφύλιος κανονικός ήταν αυτό που ήταν βυθισμένη η αυτοκρατορία, όχι η προσκύνηση των εικόνων είναι ειδωλολατρία, όχι τα ιερά πρόσωπα δε μπορεί να α...

Βίκυ

  Μέσ' τη νύχτα νομίζεις ότι δε σε βλέπουνε, και γενικώς ο αυτοέλεγχος χαλαρώνει, οπότε μπορεί να πάρεις και στάσεις όχι πολύ κανονικές. Εντάξει. Δε χαλάει κι ο κόσμος. Παιδιά, από δω ή Βίκυ. Βίκυ, τα παιδιά.

Γραφές XIV

  Γραφές XIV. Writings XIV.

Λεωφορείον ο Πόθος

Λεωφορείον ο Πόθος . Που δεν είναι λεωφορείον. A Streetcar Named Desire , δεν είναι μπας. Είναι στρίτκαρ. Τραμ δηλαδή. Που δεν ξέρεις πάντα πού πάει. Επειδή έχει ράγιες; Και; Σε άλλο μέρος μπαίνεις, αλλού βγαίνεις κι ο οδηγός αόρατος. Τι απ’ όλ’ αυτά συγγενεύει με βεβαιότητα; Το ’47 που έγραφε το έργο ο Τενεσί Ουίλιαμς , οι πόλεις είχαν τραμ. Κι η Μπλανς Ντιμπουά είχε πάει να επισκεφθεί την αδελφή της. Τη Στέλλα. Και τον κουνιάδο της τον Κοβάλσκι. Παιδί μάλαμα. Οι ζωές τους ανατέμνονται, έρχονται στο φως, και η Μπλανς, που είναι πολύ περίπλοκη για να επιβιώσει από τέτοιο χειρουργείο —και από τον Κοβάλσκι—, οδηγείται σε κατάρρευση. Η Στέλλα πιστεύει ότι η αδερφή της φυσικά είναι τρελή που πιστεύει ότι τη βίασε ο αντρούλης της, το παιδί μάλαμα, και παίρνει το μέρος του. Τι μένει; I have always depended on the kindness of strangers, λέει η Μπλανς με καμένο το μυαλό στους νοσοκόμους καθώς την πάνε στο τρελάδικο. Οπουδήποτε μπορεί να πηγαίνει ένα βαγόνι. Πάντα έπαιζαν οι συγγραφείς μ’ αυτήν...

Τάτση Μήτση Κότση

Καθόλου δε μ' αρέσει αυτό. Παραγνωριζόμαστε. Τάτση, Μήτση, Κότση κι εγώ. Εγώ είμαι με τα άσπρα παπούτσια.

Βαγγέλης

Κοιτάζω, ξανακοιτάζω, όχι μωρέ, δε μπορεί αυτό κάτω στο έδαφος να ’ναι γλάρος. Ανάμεσα σ’ αυτό και σε μένα ένα τζιποειδές με κοτσαδόρο και τραβάει από τη θάλασσα ένα φουσκωτό. Φωνές, κακό, πέντε μαντράχαλοι, εδώ ρε μαλάκα, εδώ να ξεπλύνεις, βγάζουν την ψαριά, κάτι λιανούρια, περασμένα μεσάνυχτα, και το ’χουν κοτσάρει το φουσκωτό και το ξεπλένουν, παφ κουβαδιές νερό, θες; μου λέει ένας τους, και μου δίνει ένα σάντουιτς, πού να τα φάμε τόσα που πήραμε, γελάω εγώ, ευχαριστώ, μου τρέχουν τα σάλια τέτοιαν ώρα, ας είναι καλά τα παλικαράκια, βρουμ βρουμ το αυτοκίνητο, σιγά μην ήταν γλάρος, τώρα θα ’χε πετάξει, μπαμ βροντάει η μία πόρτα, πλαφ ένας τελευταίος κουβάς νερό για ξέπλυμα, μέχρι εμένα πήραν τα σκάγια, μπαμ κι άλλη πόρτα, βρουμ το αυτοκίνητο, γεια σου φίλε, γεια σας παιδιά, ευχαριστώ, σείω το σάντουιτς μπουκωμένος Γίνηκε ησυχία στο μέρος, κι όμως γλάρος είναι. Καθιστός, κουρνιαστός. Ακίνητος. Καταΐ. Και με κοιτάζει. Όπα. Χτυπάει το καμπανάκι, ξέρεις, εκείνο που χτυπάει όταν βρίσκεσαι ...