Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Γλυκοφιλούσα



Είναι τύπος στην εικονογραφία οι Παναγιές οι Γλυκοφιλούσες. Πάει να πει ότι ζωγραφίζεις την Παναγιά με το Βρέφος κολλημένο πάνω της. Τρυφερά. Στη δεξιά της παρειά. Αγκαλίτσα. Γλυκιά κι ανθρώπινη. Και μαζί σοβαρή κι αγέλαστη. Λες και τα μελλούμενα τρέχουν στον παρόντα χρόνο, τώρα, εδώ που την κοιτάς. Λες κι είναι ενσωματωμένα σ’ αυτήν την αγκαλιά, όλα που θα συμβούν. Στη Μάνα και στο Βρέφος.

Κι έχει ιστορία μεγάλη. Η πρώτη Γλυκοφιλούσα έρχεται λέει από την εποχή της εικονομαχίας, επί Θεοφίλου αυτοκράτορος, που η Βικτωρία, η γυναίκα τού Πατρικίου Συμεών, ενός αξιωματούχου, τέλος πάντων, την είχε στη βίλα της και δε θέλησε να την καταστρέψει – ρίσκο βαρύ για την εποχή γιατί ο Θεόφιλος ήταν εικονομάχος. Τι εικονομάχος, τρέχα γύρευε γιατί η γυναίκα του και η πεθερά του τον έγραφαν κανονικά κι είχαν εικονίσματα μες το παλάτι.

Αλλά έτσι ήταν τότε. Εμφύλιος κανονικός ήταν αυτό που ήταν βυθισμένη η αυτοκρατορία, όχι η προσκύνηση των εικόνων είναι ειδωλολατρία, όχι τα ιερά πρόσωπα δε μπορεί να απεικονίζονται πάνω σε παλιόξυλα – βλέπεις το Βυζάντιο ήταν και Ανατολή κι η Ανατολή συγγένευε με ανεικονικούς πολιτισμούς. Με ανθρώπους που δε διανοούνταν να ζωγραφίσουν ιερές μορφές. Από την άλλη, το Βυζάντιο ήταν και Δύση. Ο τουρμάρχης του θέματος των Ελλαδικών, σα να λέμε ο στρατιωτικός διοικητής του μέρους που σήμερα είναι Ελλάδα, ο Αγαλλιανός, αυτός ήταν εικονολάτρης και εξεστράτευσε κατά της Κωνσταντινούπολης.

Εμφύλιος κανονικός. Για δυο αιώνες οι μεν αναμετριούνταν με τους δε, ώσπου αποφάσισαν ότι η εικονομαχία ήταν κορεκτίλα και αίρεση, σου λέει, κύριε, δεν προσκυνάς το ξύλο την εικόνα, προσκυνάς το ιερό πρόσωπο που απεικονίζεται, μην τρελαθούμε τώρα, αυτά είναι φληναφίες, άντε σε παρακαλώ.

Τέλος πάντων και την επέταξε στη θάλασσα η καημένη η Βικτωρία την εικόνα να την σώσει, και την πήραν τα κύματα, και βγήκε η εικόνα απ’ τον Μαρμαρά στον Άθω, κι όταν κτίστηκε η Μονή Φιλοθέου την είδαν οι πατέρες στη θάλασσα, ήταν εκεί και τους περίμενε, λες κι εκεί ήταν που ήθελε να πάει η εικόνα, στη Μονή Φιλοθέου, και την μάζεψαν. Και την έκαναν εφέστια εικόνα. Στον κεντρικό ναό. Η εικόνα η κύρια, η σημαντική, αυτή που είναι πάνω από την εστία της Μονής, στο κέντρο της. Στην καρδιά της.

Γλυκοφιλούσα Παναγιά, μάνα μου κι οδηγήτρα μου, κι εγώ στα στήθη έχω καρδιά, που λιώνει από την πίκρα μου, τραγούδαγε ο Μάνος Ελευθερίου. Ίσως απ’ τις πιο ανθρώπινες εκφάνσεις της Παναγιάς. Εδώ λεπτομέρεια από μια ζωγραφιά τού 17ου αιώνα. Που σήμερα βρίσκεται στο Βυζαντινό Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Το Βρέφος το γλυκαίνει η αριστερή της παρειά. Ανάποδα η εικόνα. Το αριστερό δεξί. Ίδια όμως μάνα και βρέφος. Ίδιο πάθος.

Ναι, αυτή είναι. Αυτή που βγήκε κι έπνιξε τους Αβάρους και της γράψαν τον Ακάθιστο. Μην πα και ξεγελαστείς. Η ίδια Παρθένος.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...