Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Βαγγέλης

Κοιτάζω, ξανακοιτάζω, όχι μωρέ, δε μπορεί αυτό κάτω στο έδαφος να ’ναι γλάρος. Ανάμεσα σ’ αυτό και σε μένα ένα τζιποειδές με κοτσαδόρο και τραβάει από τη θάλασσα ένα φουσκωτό. Φωνές, κακό, πέντε μαντράχαλοι, εδώ ρε μαλάκα, εδώ να ξεπλύνεις, βγάζουν την ψαριά, κάτι λιανούρια, περασμένα μεσάνυχτα, και το ’χουν κοτσάρει το φουσκωτό και το ξεπλένουν, παφ κουβαδιές νερό, θες; μου λέει ένας τους, και μου δίνει ένα σάντουιτς, πού να τα φάμε τόσα που πήραμε, γελάω εγώ, ευχαριστώ, μου τρέχουν τα σάλια τέτοιαν ώρα, ας είναι καλά τα παλικαράκια, βρουμ βρουμ το αυτοκίνητο, σιγά μην ήταν γλάρος, τώρα θα ’χε πετάξει, μπαμ βροντάει η μία πόρτα, πλαφ ένας τελευταίος κουβάς νερό για ξέπλυμα, μέχρι εμένα πήραν τα σκάγια, μπαμ κι άλλη πόρτα, βρουμ το αυτοκίνητο, γεια σου φίλε, γεια σας παιδιά, ευχαριστώ, σείω το σάντουιτς μπουκωμένος

Γίνηκε ησυχία στο μέρος, κι όμως γλάρος είναι. Καθιστός, κουρνιαστός. Ακίνητος. Καταΐ. Και με κοιτάζει. Όπα. Χτυπάει το καμπανάκι, ξέρεις, εκείνο που χτυπάει όταν βρίσκεσαι σε νερά ξένα, άγνωστα, τι με κοιτάει ο γλάρος, έ; και γιατί δεν πετάει;

Αφήνω σάντουιτς κι αυτός, εκεί, με κοιτάει. Σιγά μην τον τρομάξω – τι να τον τρομάξω, άμα ήταν σοβαρός τώρα θα ’χε πετάξει, άρα κάτι παίζει. Ντιν ντιν το καμπανάκι μετ’ επιτάσεως κι ο γλάρος με κοιτάει. Ωραία. Δεν πάμε καλά. Στέκομαι στο ένα μέτρο.

Πώς λέγεσαι; Ηλίθια ερώτηση. Έπρεπε κάτι να πω. Αυτός ακίνητος. Ολοζώντανος και ακίνητος. Και το μάτι γαρίδα καρφωμένο στο δικό μου. Εντάξει. Κάνω να σκύψω. Παφ, κάνει μια η φτερούγα του, πολύ αδέξια, ένα χαζοτίναγμα, και πάλι μαζεύεται. Μάλιστα. Χτυπημένος; ρωτάω. Ησυχία.

Ακόμη πιο κοντά, μια χαρά σε εγρήγορση αυτός αλλά δε σαλεύει. Πληγές δε βλέπω. Αλλά ακίνητος. Εντάξει. Ντιν ντιν το καμπανάκι, να μπω στο αμάξι να φύγω, και τι να κάνω εδώ τώρα εγώ, γιατρός είμαι; Εκτός κάνα γιατρό μήπως να φωνάξω ρε φίλε. Αλλά τέτοιαν ώρα; Και για γλάρους; Γιατί δε μπαίνω στο αμάξι να φύγω;

Δυσαρεστημένος και εκνευρισμένος. Γκουγκλάρω γλάροι, άγρια ζωή, ιατρείο, ό,τι σχετικό μου ’ρχεται εκείνη την ώρα, ορίστε, να ’το: Περίθαλψη Άγρια Ζώα. Να πάρω τηλέφωνο, παίρνω, δεν απαντάν, ωραιότατα, ό,τι ήταν να κάνω το ’κανα, πάμε να φύγουμε, μου ’ρχεται εσεμές, αν έχετε βρει κάποιο ζώο στείλτε μνμ να σας στείλουμε οδηγίες, τραυματισμένο πουλί τούς γράφω, να μας το φέρετε το πρωί, εννέα ανοίγουμε, μου απαντάν, πάντα εσεμές.

Και θα βάλω εγώ τον γλάρο στο αμάξι να μου τα κάνει κώλο, και τι είμαι εγώ να σας τον φέρω, να στείλετε έναν υπεύθυνο να τον πάρει, έναν αρμόδιο, κάποιον, απούσα η πολιτεία, οι υπεύθυνοι, ορίστε, μάθαμε τώρα, άκου να μας τον φέρετε αύριο, άκου κει!

Κι ο γλάρος να με κοιτάει όλη αυτήν την ώρα, τώρα ψιλοσυνήθισε και δεν του κάνω και εντύπωση, εδώ θα τον αφήσω, από πότε οι πολίτες είναι υπεύθυνοι να κουβαλάνε τον γλάρο, όπως τον βρήκα, έτσι θα τον αφήσω, γεια σου φίλε, λυπάμαι, έξαλλος είμαι, γράφω ένα εκδικητικό εσεμές, ναι αλλά δε μου είπατε πώς να τον φέρω

Κρατήστε τον αποφεύγοντας το ράμφος του και βάλτε τον σε χαρτοκούτι κι ανοίξτε τρύπες ν’ αναπνέει. Αν σας είναι εύκολο, βάλτε του κι ένα κουπάκι νερό.

Είναι θρασείς δηλαδή, φταίω εγώ τώρα, εγώ είμαι που τον βρήκα, δε θα τον κουβαλάω κι όλας, αν θέλετε να ζήσει ελάτε πάρτε τον, σιχτίρ που θ’ αφήσω εγώ τις δουλειές μου, κι ο γλάρος με κοιτάει, εδώ θα μ’ αφήσεις; έτσι μου ’ρχεται να τον κλωτσήσω, έχει κι έναν κάδο σκουπίδια δίπλα, κι είναι γεμάτος χαρτόκουτα, τα βλέπω, δεν τα βλέπω; και λέω επίτηδες το κάνουν οι καργιόληδες

Βγάνω ένα χαρτόκουτο, ούτε παραγγελία να ’ταν, ακριβώς στα μέτρα του γλάρου, χαχόλικο, κι είναι και μεγάλο κωλοπουλί ο γλάρος, δεν είναι παίξε γέλασε, πού τώρα να τον σηκώσω εγώ τέτοιο κτήνος και πού να τον βάλω στο κουτί, γιατί σε μένα αυτό; και δεν αντιδρά φίλε μου, εντάξει, ψιλοταράχτηκε, αλλά μ’ αφήνει και τον πιάνω, πανάλαφρος μιλάμε, τέτοιο μέγεθος σκύλο δε σηκώνεις, αυτός όμως εδώ είναι δεν είναι ενάμισι κιλό, τι λες ρε φίλε, μόνο ενάμισι κιλό! αμ πώς πετάει, θα μου πεις! και κάθεται μες το κουτί ήσυχος και με κοιτάει, εδώ θα μ’ αφήσεις;

Είναι λάθος όλα αυτά, το καμπανάκι έχει ξεσκιστεί να βαράει, ντιν ντιν, είναι όλα ένα πολύ μεγάλο λάθος, τι με κοιτάς ρε μαλάκα, ανοίγω και τρύπες στο κουτί, έτσι δεν είπαν; κι όλα καλά και τον βάνω στο πορτμπαγκάζ, έξαλλος, και λέω άσε, μην κλείσω ακόμη, ν’ αναπνέει ο κακομοίρης, και μου τη δίνει, ποιος κακομοίρης το κωλόπουλο που έμπλεξα, αρχίσαμε τώρα τις συμπάθειες; αυτός με κοιτάει

Εδώ είμαστε σπίτι και τον έχω βγάλει από το κουτί και κάθεται στο τραπέζι το παλιοπουλί, δεν κουνιέται, πάνω σε κάτι παλιά μπλουζάκια που ’χα, του είναι αδύνατον να φτερουκίσει να πετάξει, μια δυο χαζοαναταράξεις έκανε, του έχω βάλει και νεράκι και ήπιε σαν τους φαντάρους του Μεγαλέξανδρου στην έρημο, το ρήμαξε το νερό, και κουτσούλησε κιόλας, και πώς σε λένε είπαμε; Βαγγέλης λέγεται. Μπορεί και Βαγγελία. Πρέπει να τον ανοίξεις να δεις πώς δουλεύει, εντάξει, δε θα τον ανοίξω κι όλας, σερνικό, θηλυκό, χέστηκα στο τέλος, δε μπα να ’ναι ό,τι θέλει, άμα μεταξύ τους τη βρίσκουν την άκρη, εμένα τι λόγος μου πέφτει;

Βαγγέλης. Ή Βαγγελία, αν είναι κορίτσι. Λίτσα. Ωραίο για κορίτσι. Από το Βαγγελία, Βαγγελίτσα, Λίτσα. Ξυπνητήρι να βάλω γιατί αυτοί ανοίγουν στις εννιά.

Τι με κοιτάς ρε φίλε;




Ντισκλέιμερ 1: Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Ντισκλέιμερ 2: Να προσέχουμε γιατί σέρνεται ένα κακό που τα πιάνει τους γλάρους και δεν είναι χτυπημένοι αλλά κάθονται σα χαζά και σε κοιτάνε και δεν πετάνε, μεγάλη ζαβλάκωση, και χρειάζονται βοήθεια. Χαρτόκουτο, τρυπούλες και νοσοκομείο. Αλλιώς δεν την παλεύουν.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.