Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Οκτώβριος, 2022

Εμμαούς

Καὶ ἰδοὺ δύο εκ των μαθητών ἦσαν πορευόμενοι την ίδια μέρα εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, με τ’ ὄνομα Ἐμμαούς. Χάνονται στον χρόνο τα μέρη και τα ονόματα, σκόνη τεθριμμένη, και δεν ξέρεις πού είναι η Εμμαούς. Γεμάτο Εμμαούς το Λεβάντε, εκεί, Ανατολικά από την Κύπρο. Εμμαούς και κοντά στην Ιερουσαλήμ – σταδίους ἑξήκοντα, λέει. Καταπώς τα μετράει ο Ηρόδοτος, δηλαδή 100 οργιές και 6 πλέθρα, άρα 184,87 μέτρα το στάδιον – κοντά ένδεκα χιλιόμετρα σημερινά η Εμμαούς. Από την Ιερουσαλήμ. Εμμαούς. Και σαν Αμμαούς έχει φθάσει ώς εμάς, και Εμμαούμ και Αμμαούμ. Χαμά ή Χαμάτ. חמת στα εβρέικα. Θερμοπηγή. Ζεστά νερά υποκάτω που αναβλύζουν. Σωτηρίας πηγή. Και πηγαίναν αὐτοὶ και ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους και για όλα που τους είχαν συμβεί. Και καθώς τα λέγαν, τους πλησίασε εκείνος και περπάταγε μαζί τους. Τι είναι όλ’ αυτά που λέτε ο ένας στον άλλον καί ἐστε σκυθρωποί; Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εἷς, εἶπε πρὸς αὐτόν: σὺ παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλὴμ και δεν ξέρεις τι γίνηκε σ’ αυτήν ἐν ταῖς ἡμέραις τα...

Επέτειος

Και μετά μου λες γιατί γιορτάζω την έναρξη. Γιατί δε γιορτάζω τη λήξη. Ποια λήξη βρε; Τι να γιορτάσω από τη λήξη; Που φύγαν; Θα φεύγαν. Ήρθε το πλήρωμα και φύγαν. Τα τέρατα. Σάμπως εγώ τους έδιωξα; Έκανα ό,τι μπορούσα, σύμφωνοι, δε λέω. Σκοτώθηκα. Αλλά δεν τους έδιωξα. Πνιγήκαν στο αίμα και φύγαν. Κι είχαν κι όρεξη για κουβέντες, όχι έτσι, όχι αλλιώς, να τα συνεννοηθούμε – τέρατα! Σταθήκαν και στον Άγνωστο για στεφάνι. Αυτό να γιορτάσω; Ταρατατζούμ; Καλό ήταν αυτό, δηλαδή; Για καλό να το πάρω; Ή να γιορτάσω που αμέσως σφαχτήκαμε σαν τ’ αρνιά – μες τη διχόνοια και την υποψία. Που σφαζόμασταν ήδη δηλαδή, πριν ξεκουμπιστούν. Από πριν. Απ’ το βουνό ακόμη. Κι από πιο πριν. Από πάντα. Όχι εσύ είσαι μ’ εκεινούς, όχι εσύ είσαι με τους αλλουνούς. Όλοι ξένοι και κανείς δικός. Και δος του λεπίδι. Τη νύχτα. Στον ύπνο μέσα. Χωρίς ήχο. Να γιορτάσω που φύγαν τα θηρία και δε βρέθηκε δικαιοσύνη να μοιράσουμε; Που βάλαμε τους λύκους να φυλάνε τα πρόβατα;  Ή που ορμήσαμε να πάρουμε το κάστρο – να το ...

Τα τρένα

  Τα τρένα είναι προσδοκίες Λαχτάρες που διασχίζουν τα τοπία Σαϊτιές που καμπυλώνουν τον χώρο Φωτιές που καίνε αφανώς και σίδερα που λιώνουν και άνεμοι Γρήγορα θεωρήματα, που τείνουν στο άπειρο Όνειρα μεγάλα που δεν τα θυμάσαι το πρωί. Τα τρένα είναι πύλες Είναι περάσματα. Κάθε φορά απ' την αρχή.

Φρέζα μετάλλου

Δηλαδή ένα πράμα σαν κόφτης, σαν σκάφτης, σαν τρυπητής – βάζεις αποκάτω πράματα μεταλλικά, ξέρω ’γω έναν άξονα, ας πούμε, μια μεταλλική πλάκα – οτιδήποτε από αυτά, και χαράζεις απάνω τους. Σκάβεις μια υποδοχή σ’ ένα κομμάτι μετάλλου, τέτοια ώστε ένα άλλο κομμάτι μετάλλου με κάτι πάνω του που εξέχει, να ’ρθεί να θηλυκώσει. Να γαντζώσει. Τα δύο να μονταριστούν. Και πια να συμπεριφέρονται σαν ένα. Να δέσουν. Μηχανολογικά πράματα. Εντζινίρινγκ. Τι μας νοιάζει εμάς, θα μου πεις. Φκιάχτο εκεί να δουλεύει και όλα καλά. Εμ πώς τι μας νοιάζει. Έστω ότι δε σου απαντά. Έστω ότι τής γράφεις κι αυτή τίποτε. Μη δεν πήρε το γράμμα; Μπα, τα γράμματα πάνε στον προορισμό τους. Μην είσαι χαζός. Το πήρε και το παραπήρε. Και δεν απαντάει. Τι σκέφτεται; Τι νιώθει; Τα έγραψες όλα όσα έπρεπε να είχες γράψει; Όσα είχες να πεις; Μήπως άφησες απ’ έξω κάποια κρίσιμη λεπτομέρεια; Μήπως αν την είχες γράψει κι αυτήν τη λεπτομέρεια, μήπως κι εκείνη σού έγραφε; Ή μήπως έγραψες μια λέξη παραπάνω; Που αν δεν την είχες γ...

Κάμερες

Τότε δεν είχε κάμερες. Δεν είχε φωτογραφίες, ούτε κινητά, ούτε σέλφι. Δεν είχε τίποτε. Ο μόνος τρόπος να δεις κάτι ήταν να το σκεφτείς. Όχι να δεις τη φωτογραφία του. Φωτογραφία, πάει, δεν υπήρχε. Τέλος. Να σκεφτείς. Κι ένας τρόπος να σκεφτείς ήταν να ζωγραφίσεις. Να πάρεις πινέλα και χρώματα και ν’ αποφασίσεις ότι έτσι είχαν τα πράματα κι όχι αλλιώς. Κι ύστερα να περιγράψεις με τα πινέλα σου και τα χρώματά σου πώς έβλεπες ότι είχαν τα πράματα. Πώς είχε η σκέψη σου για τα πράματα. Αυτό θα ζωγράφιζες. Τη σκέψη σου. Κι είχες κι άλλη δουλειά να κάνεις: να ορίσεις τον χώρο που θα περιέτρεχε η σκέψη αυτού που θα έβλεπε τη ζωγραφιά. Γιατί γι’ αυτό θα ζωγράφιζες: για να το δει κι άλλος. Και δεν ήθελες να σκεφτεί άσχετα. Να συμμαζευτεί να δει, ήθελες. Δώδεκα ήταν οι Απόστολοι. Κι ήταν όλοι μαζί ένα πράμα. Μονιασμένοι. Σαν χορός. Τους ζωγράφιζες μαζί, λοιπόν. Δώδεκα. Σαν τα Δώδεκα κουδούνια που φορούσε στον σάκο του ο Ααρών, ο Αρχιερεύς. Σαν τις Δώδεκα φυλές τού Ισραήλ και τους Δώδεκα γιούς τού...

Οδοντωτός

Μηδέν εβδομήντα πέντε η γραμμή. Ούτε ένα μέτρο, δηλαδή. Από τη μια ράγα στην άλλη, εβδομήντα πέντε πόντοι. Σαν παιδικό παιχνίδι. Σαν μικρή δρασκελιά. Κουτσό. Πετάς μια πετρούλα. Αν πέσει πάνω σε τραβέρσα, πας ως εκεί κουτσό, με το ’να σου το πόδι, χοροπηδώντας πάνω στις τραβέρσες. Αν πέσει στο χαλίκι, πας πατώντας με τα δυο πόδια πάνω στις ράγες, από δω κι από κει. Κι αν πατήσεις χαλίκι, πάει, έχασες. Μηδέν εβδομήντα πέντε, για να ’ναι μικρό το βαγόνι γιατί πώς να πάει το βαγόνι στην ανηφόρα άμα είναι μεγάλο και βαρύ; Μικρό να ’ναι και ελαφρύ γιατί έχει τμήματα η διαδρομή και με 17,5% κλίση. Όχι γωνία. Κλίση. Δηλαδή, για κάθε εκατό μέτρα που διανύεις, ανεβαίνεις και 17,5 μέτρα ύψος. Για σκέψου το. Δεν είναι λίγο. Με τα πόδια να πήγαινες, θα σου ’βγαινε η γλώσσα στην ανηφόρα. Σκέψου να έχει σιδερένιες γραμμές και να πρέπει ν’ ανέβει τρένο. Πώς θα γαντζώσει η ρόδα του πάνω στη γραμμή να την ανέβει την ανηφόρα; Πώς δε θα γλιστράει; Δεν υπάρχει τρόπος. Τσουλήθρα θα γίνεται. Γι’ αυτό και βά...

Κιντίλιοι

Σχολή των Κιντιλίων, λεν τα χαρτιά και τα βιβλία. Ποια Σχολή και ποιοι Κιντίλιοι; Κι ότι στη Σχολή αυτή, ο ένας ήταν Πριμικήριος και ο άλλος Σεκουνδικήριος. Μάλιστα. Πριμικήριος και Σεκουνδικήριος είναι το εύκολο – ας ξεκινήσουμε απ’ αυτό. Πρίμους και σεκούντους – πρώτος και δεύτερος. Και μάλιστα πρίμους στην κέρα, primus in cera, ο πρώτος στον κηρό. Θα πει ο πρώτος στην πλάκα με την κέρινη επίστρωση. Εκεί που γράφονταν τα ονόματα. Στην tabula cerata, την τάμπουλα κεράτα. Ο πρώτος στη λίστα με τους αξιωματικούς. Μάλιστα. Άρα πριμικήριος είναι γενικώς ο προϊστάμενος κάποιου σώματος ή υπηρεσίας. Και σεκουνδικήριος, ο δεύτερος. Ο υπαρχηγός. Ο υποδιευθυντής. Στη Σχολή των Κιντιλίων. Εδώ θέλει λίγο ψάξιμο. Σχολείο σκεφτόμαστε αλλά οι Scholae δεν ήταν σχολεία. Ήταν Σχολές. Από την σχόλη, δηλαδή τον ελεύθερο χρόνο, την ανάπαυση, την καλώς εννοούμενη απραξία, την ησυχία. Όπου έχει κανείς τον χρόνο να συνταξιδέψει με πολυμαθείς συνομιλητές και να ερευνήσει – εντός και εκτός του. Ίσως από το σχε...

Εκ του Κατά Λουκάν

Τῶ καιρῶ ἐκείνω ἦλθεν ὁ ἰησοῦς εἰς τὴν ναζαρέθ οὗ ἦν τεθραμμένος καὶ εἰσῆλθεν κατὰ τὸ εἰωθῶς αὐτῶ ἐν τῆ ἡμέρα τῶν σαββάτων ἐν τῆ συναγωγῆ καὶ ἀνέστη ἀναγνῶναι[1] καὶ ἐπεδώθη αὐτῶ βιβλίον ἠσαΐου τοῦ προφήτου καὶ ἀναπτύξας τὸ βιβλίον εὗρεν τὸν τόπον οὗ ἦν γεγραμμένον Πνεῦμα Κυρίου ἐπεμέ οὗ ἔνεκεν ἔχρησεν με εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπεσταλκέν με ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τῆ καρδία κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι [ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν][2]... ---------------------------------- Ευαγγελιστάριο, Χειρόγραφος κώδικας, Περγαμηνή, 12ος αιώνας. Βυζαντινό Μουσείο Βέροιας.  Δεξιά σελίδα. Εκ του Κατά Λουκάν. ---------------------------------- [1] Τηρείται επακριβώς η ορθογραφία τού Γραφέως. Οι μόνες επεμβάσεις της πληκτρολόγησης για τις ανάγκες αυτής της δημοσίευσης είναι το ξεχώρισμα των λέξεων με διαστήματα και η μετατροπή του «σ» σε «ς», όπου είναι τελικό. [2] Η φράση στις αγκύλες δεν βρίσκεται σ' αυτήν τη σελίδα.

Γαυγάμηλα

Σαν παιδικό παιγνίδι. Μπούγιο. Ορμάει η μία πλευρά, γκαγκάν γκαγκάν, και παρασύρει την άλλη να την αντιμετωπίσει, αλλά ο πραγματικός της στόχος είναι να τους ξεγελάσει τους απέναντι και να τους απασχολήσει ώστε να επιτεθεί αλλού. Κάπως έτσι. Ἦγε δὲ ὡς ἐπὶ τὸ δεξιὸν τὸ αὑτοῦ Ἀλέξανδρος μᾶλλον, καὶ οἱ Πέρσαι ἀντιπαρῆγον, ὑπερφαλαγγοῦντες πολὺ ἐπὶ τῷ σφῶν εὐωνύμῳ. Μάλλον προς τα δεξιά οδηγούσε ο Αλέξανδρος τους δικούς του, και οι Πέρσες απάντησαν αντίστοιχα, υπερφαλαγγίζοντας με το αριστερό τους. Κάλπαζε αυτός προς τα δεξιά του, οπότε κι αυτοί από απέναντι κάλπαζαν προς τ’ αριστερά τους, να τον κλείσουν. Να τον σταματήσουν. Γιατί από βραδύς είχαν καθαρίσει όλη την πεδιάδα. Αποψίλωση. Ίσιωμα τού εδάφους. Να ’ναι καθαρό να μπορούν τ’ άρματά τους να τρέχουν. Και τώρα αυτός πήγαινε να βγει εκτός πεδίου. Ενώ, βέβαια, εδώ και ώρα το δεξιό τους είχε πέσει πάνω στον Παρμενίωνα, στ’ αριστερά τής παράταξης του Αλεξάνδρου. Και τον είχε στριμώξει άσχημα. Βαστούσε και δε βαστούσε ο πιστός στρατηγός το...