Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Φρέζα μετάλλου

Δηλαδή ένα πράμα σαν κόφτης, σαν σκάφτης, σαν τρυπητής – βάζεις αποκάτω πράματα μεταλλικά, ξέρω ’γω έναν άξονα, ας πούμε, μια μεταλλική πλάκα – οτιδήποτε από αυτά, και χαράζεις απάνω τους. Σκάβεις μια υποδοχή σ’ ένα κομμάτι μετάλλου, τέτοια ώστε ένα άλλο κομμάτι μετάλλου με κάτι πάνω του που εξέχει, να ’ρθεί να θηλυκώσει. Να γαντζώσει. Τα δύο να μονταριστούν. Και πια να συμπεριφέρονται σαν ένα. Να δέσουν.

Μηχανολογικά πράματα. Εντζινίρινγκ. Τι μας νοιάζει εμάς, θα μου πεις. Φκιάχτο εκεί να δουλεύει και όλα καλά.

Εμ πώς τι μας νοιάζει. Έστω ότι δε σου απαντά. Έστω ότι τής γράφεις κι αυτή τίποτε. Μη δεν πήρε το γράμμα; Μπα, τα γράμματα πάνε στον προορισμό τους. Μην είσαι χαζός. Το πήρε και το παραπήρε. Και δεν απαντάει. Τι σκέφτεται; Τι νιώθει; Τα έγραψες όλα όσα έπρεπε να είχες γράψει; Όσα είχες να πεις; Μήπως άφησες απ’ έξω κάποια κρίσιμη λεπτομέρεια; Μήπως αν την είχες γράψει κι αυτήν τη λεπτομέρεια, μήπως κι εκείνη σού έγραφε; Ή μήπως έγραψες μια λέξη παραπάνω; Που αν δεν την είχες γράψει, μήπως τώρα σού απαντούσε; Ήταν το σωστό χαρτί; Η σωστή καλλιγραφία; Ήταν όλα όπως πρέπει; Το γραμματόσημο κολλημένο καλά; Όμορφα; Ίσια;

Εμ, δεν είναι χαζή. Αν ήταν δε θα σ' ένοιαζε. Κάτι ξέρει κι αυτή. Έχει κι αυτή να παλέψει, όπως και συ. Δεν είναι τώρα ν' απαντάει και να μπλέκουμε – γιατί και πώς και αοριστίες και πράματα που δε θα πάνε πουθενά. Πολύ καλά έκανες κι εσύ, κράτησες μια γλυκιά κοσμιότητα, καλά τα πήγες, μην ανησυχείς. Να μην αρπάζουν τα πράματα. Άστην. Ξέρει εκείνη. Το 'παμε.

Βάζεις μπρος τη φρέζα και βάζεις όλη σου την προσοχή – δεν παίζουμε μ’ αυτά. Τα μέταλλα δεν είναι φτηνά, και τα κατεργασμένα μεταλλικά μέρη —που θες να τα ταιριάξεις— είναι πανάκριβα. Το πάνω μέρος τής φρέζας το οδηγείς και κάνει κινήσεις δεξιά αριστερά, κι η βάση, εκεί που πατάει το μέταλλο που δουλεύεις, μπορεί να σηκώνεται και να κατεβαίνει. Με ακρίβεια. Έχεις βάλει τα χιλιοστά σου σωστά, τα ’χεις μετρήσει, και ξεκινάς.

Δεν έχεις παρά να συγκεντρωθείς, και όλα θα είναι καλύτερα. Wenn Frässchlitten festgeklemmt, Kurbelgetriebe nicht einschalten. Γερμανικά δεν ξέρεις, αλλά τι σημαίνει αυτό, ξέρεις. Μην ενεργοποιείς το γρανάζι τού στρόφαλου αν ο φορέας έχει μπλοκάρει. Ξεκόλλα τον πρώτα, και συνέχισε ομαλά. Φόρα τη φόρμα σωστά, μη σου αρπάξει τη ζώνη σου το μηχάνημα, καμιά τιράντα σου, κι έχουμε ιστορίες. Και πάμε. Δε θέλει ζόρια. Μέτρο θέλει. Γλύκα. Και θα σου βγει μια πατούρα κούκλα. Όπως τη θέλεις. Θα δουλεύει αέρας.

Οι συνδέσεις είναι για πάντα. Φορ έβερ. Bis in alle Ewigkeit, στη γλώσσα των μηχανικών. Έτσι είναι. Γλύκα θέλει η ζωή. Όχι ζόρια. Όμορφα.

Γλύκα.


----------------------------------

Με πολλές ευχαριστίες στην Βαλιάδης ΑΕ που διατηρεί το υλικό αυτό και μας εμπιστεύτηκε να το φωτογραφίσουμε.






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...