Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οδοντωτός

Μηδέν εβδομήντα πέντε η γραμμή. Ούτε ένα μέτρο, δηλαδή. Από τη μια ράγα στην άλλη, εβδομήντα πέντε πόντοι. Σαν παιδικό παιχνίδι. Σαν μικρή δρασκελιά. Κουτσό. Πετάς μια πετρούλα. Αν πέσει πάνω σε τραβέρσα, πας ως εκεί κουτσό, με το ’να σου το πόδι, χοροπηδώντας πάνω στις τραβέρσες. Αν πέσει στο χαλίκι, πας πατώντας με τα δυο πόδια πάνω στις ράγες, από δω κι από κει. Κι αν πατήσεις χαλίκι, πάει, έχασες.


Μηδέν εβδομήντα πέντε, για να ’ναι μικρό το βαγόνι γιατί πώς να πάει το βαγόνι στην ανηφόρα άμα είναι μεγάλο και βαρύ; Μικρό να ’ναι και ελαφρύ γιατί έχει τμήματα η διαδρομή και με 17,5% κλίση. Όχι γωνία. Κλίση. Δηλαδή, για κάθε εκατό μέτρα που διανύεις, ανεβαίνεις και 17,5 μέτρα ύψος. Για σκέψου το. Δεν είναι λίγο. Με τα πόδια να πήγαινες, θα σου ’βγαινε η γλώσσα στην ανηφόρα. Σκέψου να έχει σιδερένιες γραμμές και να πρέπει ν’ ανέβει τρένο. Πώς θα γαντζώσει η ρόδα του πάνω στη γραμμή να την ανέβει την ανηφόρα; Πώς δε θα γλιστράει;


Δεν υπάρχει τρόπος. Τσουλήθρα θα γίνεται. Γι’ αυτό και βάνεις στη μέση μια τρίτη γραμμή, που δεν είναι γραμμή. Είναι δόντια. Κι από κάτω απ’ το τρένο, ανάμεσα στις δύο κανονικές, βάζεις και τρίτη ρόδα. Που δεν είναι ρόδα. Είναι γρανάζι. Πλησιάζεις κοντά εκεί που αρχινάει η ανηφόρα, σιγά σιγά, θηλυκώνει αποκάτω το γρανάζι, και γρούτσου γρούτσου, αρχινά το τρένο να σκαρφαλώνει. Και πας δουλειά σου.


Σαν παιδικό παιχνίδι. Σαν λούνα παρκ. Στην ισάδα, πάει δεν πάει με σαράντα. Στο γραναζωτό κομμάτι ίσα που πιάνει τα δέκα. Και στην επιστροφή; Πάλι αρπάζεται από το γρανάζι. Αλλιώς θα το πάρει η κατηφόρα και ζήτω που καήκαμε. Άει σταμάτα το.


Σαν παιδικό παιχνίδι με τα όλα του. Με βαγονάκια κουκλιά, ωραία βαμμένα και με ωραία γράμματα απ’ έξω, και παραθύρια με κουρτινάκια και πόρτες με τ’ όμορφο το μάνταλο να πιάνει καλά να μην έχει φόβο, και διακόπτες, ηλεκτρικά, να επικοινωνούν, τα καλώδια να δίνουν τα χέρια, να πηγαίνει το ρεύμα από το ένα βαγόνι στο άλλο, ν’ ανάβουν τα φώτα, φανάρια δυνατά, στρόγγυλα, σαν μάτια, κουκλιά, σε ποιο λούνα παρκ βρίσκεις τόσο ωραία βαγόνια με τόσο ωραία μάτια και τα καλώδια, και να περνάν απ’ την κοιλάδα τη βαθιά με το νερό από κάτω και βράχια πάνωθέ σου και στα πλάγια και παντού.

Σαν παιδικό παιχνίδι.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.