Σχολή των Κιντιλίων, λεν τα χαρτιά και τα βιβλία. Ποια Σχολή και ποιοι Κιντίλιοι; Κι ότι στη Σχολή αυτή, ο ένας ήταν Πριμικήριος και ο άλλος Σεκουνδικήριος.
Μάλιστα. Πριμικήριος και Σεκουνδικήριος είναι το εύκολο – ας ξεκινήσουμε απ’ αυτό. Πρίμους και σεκούντους – πρώτος και δεύτερος. Και μάλιστα πρίμους στην κέρα, primus in cera, ο πρώτος στον κηρό. Θα πει ο πρώτος στην πλάκα με την κέρινη επίστρωση. Εκεί που γράφονταν τα ονόματα. Στην tabula cerata, την τάμπουλα κεράτα. Ο πρώτος στη λίστα με τους αξιωματικούς. Μάλιστα. Άρα πριμικήριος είναι γενικώς ο προϊστάμενος κάποιου σώματος ή υπηρεσίας. Και σεκουνδικήριος, ο δεύτερος. Ο υπαρχηγός. Ο υποδιευθυντής.
Στη Σχολή των Κιντιλίων. Εδώ θέλει λίγο ψάξιμο. Σχολείο σκεφτόμαστε αλλά οι Scholae δεν ήταν σχολεία. Ήταν Σχολές. Από την σχόλη, δηλαδή τον ελεύθερο χρόνο, την ανάπαυση, την καλώς εννοούμενη απραξία, την ησυχία. Όπου έχει κανείς τον χρόνο να συνταξιδέψει με πολυμαθείς συνομιλητές και να ερευνήσει – εντός και εκτός του. Ίσως από το σχειν – δεν είναι βέβαιο. Από κει είναι που η Σχολή γίνεται μελέτη, συζήτηση και διδασκαλία. Κι έγινε μετά escole, école, escuela, scuola, Schule, skola, sgiol, ysgol, школа, स्कूल. Εξ ου το σχολείο που ξέρουμε σήμερα – πολλές φορές και το οίκημα μαζί.
Αλλά σήμαινε Σχόλη και άρα συγκέντρωση. Σχολή. Κι αν ψάξουμε στα κατάστιχα της Αυτοκρατορίας, Σχολές λέγονταν οι Φρουρές. Επιλέκτων. Που είχαν τον νου τους στον Αυτοκράτορα – αυτές οι Φρουρές. Σαν τους Άγγλους King’s Guards σήμερα. Τις είχε ιδρύσει ο Κωνσταντίνος Α΄, τις Σχολές, και τα μέλη λέγονταν Σχολάριοι. Σχολές του Παλατιού. Scholae Palatinae. Οι καλύτεροι. Δε μπεστ οφ δε μπεστ. Κάτι σαν Εύζωνοι, ΜΑΤ και Κομάντος – όλα σε ένα. Και πολύ νωρίτερα, ήδη από τον καιρό τού Διοκλητιανού, αν ψάξουμε ακόμη πιο πίσω, βρίσκουμε την Schola Gentilium, τη Σχολή των Ευγενών. Οι Φρουροί που ήσαν από καλή γενιά δηλαδή.
Σκόλα Γκεντίλιουμ. Να ’μαστε, λοιπόν. Όπου ήταν Πριμικήριος ο ένας και Σεκουνδικήριος ο άλλος. Φίλοι κι αδέρφια κι αχώριστοι κι αγαπημένοι. Ο ένας για τον άλλον. Αλλά ήταν οι καιροί περίεργοι. Ο Μαξιμιανός, ο στρατιωτικός βραχίονας του Διοκλητιανού – κάτι τέτοιο παιζόταν μ’ αυτούς τους δύο, ο ένας ήταν ο πολιτικός και ο άλλος το σίδερο – ο Μαξιμιανός λοιπόν και μαζί και ο Διοκλητιανός κι ολόκληρη η Διοίκηση είχαν φάει κόλλημα: να θυσιάσωμε καλά και ντε στους θεούς. Ότι δηλαδή αν δε θυσίαζες στους θεούς, ήσουν ύποπτος ως υπονομευτικό στοιχείο. Δεν ήσουν νομιμόφρων. Ήταν φανερό: την κρίσιμη στιγμή δεν θα υπάκουες στον Αυτοκράτορα.
Εμάς θα μας επιτρέψετε, είπαν ο Πριμικήριος και ο Σεκουνδικήριος. Δεν είμαστε του θυσιαστικού. Έχουμε άλλη σκέψη για το θεό – με το συμπάθιο. Ναι, αλλά δε γίνεται ο αρχηγός και ο υπαρχηγός των καλύτερων να το παίζουν άλλη προσέγγιση, γίνεται; Κι εκεί αρχίσαν οι κουβέντες, όχι να ’ρθείτε να θυσιάσωμε, όχι να βρείτε άλλους να θυσιάσετε, όχι να ’ρθείτε γιατί θα γίνει ζήτημα, μωρ’ δεν πα να γίνει ζήτημα, ε, κάπως έτσι γίνηκε όντως ζήτημα. Και μεγάλο. Δεν είχε ακόμη κατανοήσει η Αυτοκρατορία ότι ο επερχόμενος μοναδικός θεός ήταν αυτό που χρειαζόταν – η συγκολλητική της ουσία. Για την ώρα τον έβλεπε σαν διαλυτικό παράγοντα.
Τους δύο τους κάναν με τα κομματάκια, να μάθουν αυτοί. Αφού πρώτα κάποιος σκέφτηκε να τους ντύσει γυναικεία και τους τριγύριζε στην πόλη να τους ξεφτιλίσει. Σου λέει, τόσο φίλοι που είστε, πού ξέρουμε ’μείς τι παίζει μεταξύ σας. Βέβαια. Οι φοβίες κι η εχθρότητα πάντα πηγαίναν πακέτο, από καταβολής. Πολιτικές, θρησκευτικές, ερωτικές – αξεχώριστες. Αλλά δεν κόλωσαν οι δύο φίλοι. Κι ενώ καθάρισαν πρώτα τον έναν, αυτός, αν και πεθαμένος, γύριζε κι έδινε κουράγιο στον άλλον. Τέτοια λατρεία μεταξύ τους. Μέχρι που καθάρισαν και τον δεύτερο και ησυχάσαν αμφότεροι.
Και γίνηκαν άγιοι. Σέργιος και Βάκχος. Δεν ήθελε πολύ. Δεν πας κόντρα σ’ αυτά τα πράματα, κι αν πας, μπροστά σου θα τα ’βρεις. Και μην πεταχτείς και πεις, ναι, εντάξει, αλλά τι φίλοι ήταν, δεν ξέρουμε, στάσου να μελετήσουμε τα ιστορικά στοιχεία. Εξυπνάδες. Ο μύθος δεν επιχειρεί με στοιχεία.
Ο μύθος ενδιαφέρεται να δηλώσει αυτό που δηλοί. Το όντως ον.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου