Και μετά μου λες γιατί γιορτάζω την έναρξη. Γιατί δε γιορτάζω τη λήξη.
Ποια λήξη βρε; Τι να γιορτάσω από τη λήξη; Που φύγαν; Θα φεύγαν. Ήρθε το πλήρωμα και φύγαν. Τα τέρατα. Σάμπως εγώ τους έδιωξα; Έκανα ό,τι μπορούσα, σύμφωνοι, δε λέω. Σκοτώθηκα. Αλλά δεν τους έδιωξα. Πνιγήκαν στο αίμα και φύγαν. Κι είχαν κι όρεξη για κουβέντες, όχι έτσι, όχι αλλιώς, να τα συνεννοηθούμε – τέρατα! Σταθήκαν και στον Άγνωστο για στεφάνι. Αυτό να γιορτάσω; Ταρατατζούμ; Καλό ήταν αυτό, δηλαδή; Για καλό να το πάρω;
Ή να γιορτάσω που αμέσως σφαχτήκαμε σαν τ’ αρνιά – μες τη διχόνοια και την υποψία. Που σφαζόμασταν ήδη δηλαδή, πριν ξεκουμπιστούν. Από πριν. Απ’ το βουνό ακόμη. Κι από πιο πριν. Από πάντα. Όχι εσύ είσαι μ’ εκεινούς, όχι εσύ είσαι με τους αλλουνούς. Όλοι ξένοι και κανείς δικός. Και δος του λεπίδι. Τη νύχτα. Στον ύπνο μέσα. Χωρίς ήχο.
Να γιορτάσω που φύγαν τα θηρία και δε βρέθηκε δικαιοσύνη να μοιράσουμε; Που βάλαμε τους λύκους να φυλάνε τα πρόβατα; Ή που ορμήσαμε να πάρουμε το κάστρο – να το πάρουμε με το στανιό. Στήνεται χώρα έτσι; Αδικαίωτη και με το στανιό; Πού το είδες αυτό;
Να γιορτάσω που ύστερα οι μισοί θάψαμε τους άλλους μισούς ζωντανούς; Άλλο στανιό αυτό. Ακόμη σήμερα με φαντάσματα μιλάμε. Φωνές αλλοπρόσαλλες. Δεν ξεχωρίζεις τι σου λέει – αν είναι δική του ή φωνή ή αν είναι τα λόγια του άθαφτου. Ανάμεσά μας οι αδικαίωτοι – ακόμη σήμερα.
Κι έρχεσαι τώρα εσύ, που ’κατσες λέει και το σκέφτηκες – αχ, είμαστε οι μόνοι που δε γιορτάζουμε τη λήξη! Τι λες ρε διαβαστερέ! Δεν ξέρουμε ’μείς από σωστά, κι από γιορτές, και θα μας τα πεις εσύ; Μας διέφυγε, λες; Έτσι νομίζεις;
Δεν είναι την αρχή που γιορτάζω, βρε. Ούτε την αρχή του πολέμου, ούτε τον πόλεμο. Τι πετάς κουβέντες; Τι με νοιάζει εμένα ο πόλεμος. Το προσκλητήριο γιορτάζω. Τη σύναξη.
Που κάτσαμε στο τραπέζι όλοι μαζί. Που σταύρωσε ο πατέρας το ψωμί και δεν αρχίσαμε καυγά. Που ’βαλε η μάνα το πιάτο και δε ριχτήκαμε σαν τα σκυλιά. Που μια φορά χορτάσαμε – όχι την κοιλιά, την ψυχή χορτάσαμε βρε. Το ομόθυμο. Το γλέντι. Που δε σκεφτήκαμε. Που έφαγ’ η μύγα σίδερο. Που κυλήσαμε όλοι στην ίδια φλέβα, σα γλυκό, σαν βάλσαμο. Το ίδιο ποτάμι. Σαν όνειρο.
Που ετελειώθη η τελετή. Που έγινε ο σκοπός. Αυτό γιορτάζω. Που χωνευτήκαμε στην ίδια φωτιά. Βάλ’ τα κάτω να τα δεις. Και μην τα πειράζεις. Ο καθείς και οι γιορτές του. Μην ανακατεύεσαι. Χαρτογιακά.
Άσ’ το στα παιδιά. Αν μια μέρα πάψουν ν’ ακούνε φωνές γύρω τους, τότε ας γιορτάσουν και τη λήξη.
Τότε μόνο θα ’ναι ώρα. Ξέρουν αυτά.
-------------------------
Φωτογραφία: «Σταύρος Στεφανίδης 1940». Επιγραφή πάνω από το πυροβολείο στον Πύργο Τρυγωνίου, ή της Αλύσεως. Τζιντζιρλή κουλέ ή Κουσακλή κουλέ. Θεσσαλονίκη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου