Τότε δεν είχε κάμερες. Δεν είχε φωτογραφίες, ούτε κινητά, ούτε σέλφι. Δεν είχε τίποτε. Ο μόνος τρόπος να δεις κάτι ήταν να το σκεφτείς. Όχι να δεις τη φωτογραφία του. Φωτογραφία, πάει, δεν υπήρχε. Τέλος. Να σκεφτείς.
Κι ένας τρόπος να σκεφτείς ήταν να ζωγραφίσεις. Να πάρεις πινέλα και χρώματα και ν’ αποφασίσεις ότι έτσι είχαν τα πράματα κι όχι αλλιώς. Κι ύστερα να περιγράψεις με τα πινέλα σου και τα χρώματά σου πώς έβλεπες ότι είχαν τα πράματα. Πώς είχε η σκέψη σου για τα πράματα. Αυτό θα ζωγράφιζες. Τη σκέψη σου.
Κι είχες κι άλλη δουλειά να κάνεις: να ορίσεις τον χώρο που θα περιέτρεχε η σκέψη αυτού που θα έβλεπε τη ζωγραφιά. Γιατί γι’ αυτό θα ζωγράφιζες: για να το δει κι άλλος. Και δεν ήθελες να σκεφτεί άσχετα. Να συμμαζευτεί να δει, ήθελες. Δώδεκα ήταν οι Απόστολοι. Κι ήταν όλοι μαζί ένα πράμα. Μονιασμένοι. Σαν χορός. Τους ζωγράφιζες μαζί, λοιπόν. Δώδεκα. Σαν τα Δώδεκα κουδούνια που φορούσε στον σάκο του ο Ααρών, ο Αρχιερεύς. Σαν τις Δώδεκα φυλές τού Ισραήλ και τους Δώδεκα γιούς τού Ιακώβ. Σαν τις Δώδεκα ώρες της νυκτός. Και σαν της ημέρας τις ώρες, άλλες Δώδεκα. Σαν τους μήνες τους καλούς. Τους αγαπημένους. Τους εν χορώ. Δώδεκα. Σαν τους θεούς του Ολύμπου. Δώδεκα. Σαν κύκλος που κλείνει. Σαν δουλειά που γίνεται σωστά.
Η σκέψη σου λοιπόν και η σκέψη αυτού που βλέπει την εικόνα. Ή μη δεν είναι μόνο σκέψη; Είναι μόνο ό,τι καταλαβαίνεις η σκέψη, ή είναι και πράματα που δεν ξέρεις ότι σκέφτεσαι; Γιατί να παίζεις με τα χρώματα; Τι χρώμα ο χιτώνας του ενός και του αλλουνού; Γιατί να διαλέξεις χέρια, και πού έχει τα χέρια του ο ένας και πού ο άλλος; Γιατί γενειάδες; Κι άλλοι χωρίς; Κι άλλοι με μικρό, κι άλλοι με γένι μεγάλο; Και πώς να πέφτουν τα μαλλιά;
Και τα μάτια; Αυτά τα μάτια του καθενός τους – Δώδεκα ζευγάρια μάτια. Και τα μάτια αυτού που βλέπει τη ζωγραφιά. Και τα δικά σου τα μάτια. Σκέψη μέσα στη σκέψη, σαν εκείνους τους καθρέφτες ο ένας απέναντι στον άλλον και πας εσύ και στέκεσαι ανάμεσα κι αρχίζουν τα είδωλα τα πηγαινέλα, ατέλειωτα, άπειρα – σταματιέται το βλέμμα; τόσες και οι σκέψεις των αγίων, κι επιστρέφουν στη δική σου σκέψη, και πάλι πίσω στη δική τους – τα μάτια σου, τα μάτια τους, τα μάτια τού όποιου βλέποντα – άπειρο το έλεος του Κυρίου.
Η σκέψη των Δώδεκα. Και πάλι: μη δεν είναι μόνο σκέψη; Εκείνων που μόνο άκουσαν – έτσι τούς δόθηκε: μόνο με λόγια. Έτσι οδηγήθηκαν. Ακούγοντας. Και βλέποντας. Νους ορά και νους ακούει. Πέρα από τη σκέψη την ονομασμένη. Μετά το λογικό όριο. Πιο κει από το ορισμένο. Εκείθεν τού γνωστού. Που αρχίζουν οι άλλες περιοχές. Που με άλλους τρόπους ερευνάς κι αλλιώς τα προσεγγίζεις. Με άλλα μέσα. Εκεί που βγαίνεις εκτός, πίσω, πέρα από την εικόνα.
Σκέψου να υπήρχαν κάμερες τότε. Σκέψου να υπήρχαν φωτογραφίες. Ποια εικόνα και ποια σκέψη. Ποιοι Δώδεκα. Ποια κορνίζα και ποια εκκλησιά. Ποιο ξυλόγλυπτο. Ποιο καλοριφέρ και τοίχος μαυρισμένος. Και ποιο απομεσήμερο.
Τίποτε δε θα είχαμε δει και τίποτε δε θα είχαμε ακούσει. Αν υπήρχαν κάμερες τότε, σήμερα ακόμη στην εποχή των σπηλαίων θα ήμασταν.
------------------------------
Οι Άγιοι Απόστολοι. Ναός των Αγίων Αποστόλων. Θεσσαλονίκη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου