Ιντελιζάνς αρτιφισιέλ. Πωωωω! Ωραίο δεν ακούγεται; Γαλλικά. Ξες βρε γαλλικά; Δεν πειράζει. Και να μην ξέρεις, ξέρεις αγγλικά – αρτιφίσιαλ ιντέλιτζενς. AI. Ίσως στα αγγλικά να είναι έτι βαρυγδουπότερον. Τεχνητή νοημοσύνη. Που πιάνεις ένα βλήμα, ας πούμε, και το κάνεις τεχνητώς νοήμον.
Ένα υπολογιστή για παράδειγμα. Τον πιάνεις και του λες: άμα σου ζητήσω να μου πεις πόσο κάνει πέντε φορές το τρία, εσύ θα φτιάξεις μια καλαθούνα και θ’ αρχίσεις να ρίχνεις μέσα τριάρια. Και με το άλλο σου το χέρι —ως γνωστόν έχει αναρίθμητα χέρια αυτός— θα μετράς: ένα τριάρι, δύο τριάρια, τρία τριάρια. Κατάλαβες; Και μόλις τα τριάρια γίνουν όσα σου ζήτηξα, δηλαδή πέντε, θα σταματήσεις το σώριασμα, θαν τα αθροίσεις όλα μαζί και θα μου πεις πόσο βγάζεις. Κατάλαβες βρε;
Κατάλαβα μπαμπά, λέει ο υπολογιστής. Του λες λοιπόν, για να τον αιφνιδιάσεις και να τον τσεκάρεις: και πόσο κάνει βρε εκατόν τέσσερα επί οχτώ; Τρέχει ο προκομμένος τώρα που του το ’πες το κόλπο, —ποτέ δεν ξεχνάει ένα κόλπο άπαξ και του το πεις—, βάνει οχτώ εκατοντεσσάρια στην καλαθούνα, μετράει μετά πόσο κάνει όλο μαζί, κι ύστερα κοιτάζει να δει τι άλλο του έχεις πει. Βλέπει την εντολή να το γράψει στην οθόνη, πάει, το κάνει αραβικούς αριθμούς από τον πίνακα που του έχεις δώσει – πώς να γράφει τον κάθε αριθμό, και στο τυπώνει στην οθόνη. Τόσο, μπαμπάκα.
Αχ, το παλικάρι μου, λες εσύ. Αχ τ’ αγόρι μου εμένα το σοφό. Αστραπόγιαννος! Ηλεκτρισμός και κυκλώματα. Κεραυνοβολιά. Δεν έχεις προλάβει να πατήσεις καλά καλά το τελευταίο πλήκτρο, κι έχει απαντήσει ο άτιμος. Mπράβo το καμάρι μου. Δεν έχεις πού να τον βάλεις απ’ τη χαρά σου.
Ψιλοκλέβουμε όμως στα χαρτιά, έτσι δεν είναι; Τι μπράβo και ξεμπράβο. Μούφα δεν είναι όλα αυτά; Ό,τι του είπαμε κάνει. Απλώς το κάνει αστραπιαία. Και κάνει μόνο αυτό. Δεν διαβάζει μίκι μάους, δε βλέπει τσόντες στο ίντερνετ, δεν πάει για μπάλα, δε θέλει να γίνει τραγουδιστής άμα μεγαλώσει. Όχι. Παραμένει αυτός που είναι και απαντάει σε τέτοιες ερωτήσεις. Μέχρι να τον πετάξεις επειδή έφτιαξες έναν γρηγορότερο.
Και μας καλάρεσε, που λες, και πήραμε ψηλά τον αμανέ, φκιάσαμε και τσιπάκια πολύ μικρά, άπειρα μικροκυκλωματάκια, τα πατικώσαμε όλα μαζί να χωράνε, και κάναμε τις ερωτήσεις όλο και πιο περίπλοκες – αφού προηγουμένως είχαμε βρει αντιστοίχιση – να περάσουμε στα κυκλώματά του αυτά και στοιχεία λογικής: τα ναι και τα όχι, το ή και το και. Του το ’παμε: αν περνάει από δω και ταυτόχρονα κι από δω ρεύμα, τότε στην έξοδο θα βγάζεις ρεύμα. Αν περνάει μόνο απ’ τη μια μεριά ή καθόλου, δε θα βγάζεις ρεύμα στην έξοδο. Το κατάλαβες πουλάκι μου;
Το κατάλαβε το πουλάκι μας. Και δος του εμείς καμάρι. Καλέ, κοίτα πώς σκέφτεται! Κοίτα πώς τα πιάνει! Και δος του και πιο στριφνά ζητήματα. Περίπλοκους, ατέλειωτους υπολογισμούς, κράτα αυτό το αρχείο, κράτα εκείνο το αρχείο, κάνε έτσι, κάνε αλλιώς, σχεδίασέ μου μία βίδα – τη σχεδίαζε ο μπούλης. Αρκεί βέβαια να του έλεγες πώς να την σχεδιάσει. Αυτή τη μικρή την κρίσιμη παλιολεπτομέρεια για κάποιον λόγο την κουκουλώσαμε. Ότι κάθε φορά έπρεπε να του λέμε πώς.
Την κρύψαμε από τους εαυτούς μας. Την κρύψαμε από τον κόσμο. Ότι τίποτε δεν μπορούσε να κάνει το παιδί αν προηγουμένως δεν του είχαμε πει εμείς καταλεπτώς πώς να το κάνει. Κι αρχίσαμε να ξεφεύγουμε:
– Καλέ, παίζει σκάκι σας λέω!
– Σώπα!
– Μη σώσω! Ορίστε! Τσεκάρετέ τον!
Τον τσεκάριζες εσύ, ανυποψίαστος τι παίζεται, σε κέρδιζε ο υπολογιστής. Φυσικό. Αφού κάποιος πολύ καλύτερός σου στο σκάκι είχε προηγουμένως φροντίσει να του απεικονίσει στα λογικά κυκλώματά του περί τίνος πρόκειται. Αυτός είναι ο σκοπός, αυτοί οι κανόνες, πάρε κι αυτούς τους συνδυασμούς για αρχή, ορίστε. Παίζε. Καθόταν αυτός, έκανε όλους τους συνδυασμούς αστραπή, επέλεγε τον προσφορότερο, συμβουλευόταν και τις σημειώσεις του, τίποτε δεν ξεχνούσε, τσουπ, έβλεπες εσύ την κίνηση, πάθαινες νταράκουλο.
– Ε, δεν το πιστεύω!
– Είδατε που σας λέω;
Και δε σου έκοβε να ρωτήσεις: καλά, σκάκι παίζει. Μπιρίμπα που είναι και σαχλαμαριζέ, πώς και δεν παίζει;
Δεν το ρωτούσαμε αυτό. Γιατί δε θέλαμε να πάρουμε την απάντηση. Ότι άμα έπαιζε μπιρίμπα, θα έπαιζε σαν κυρ Μήτσος. Τι χρειάζεται η μπιρίμπα που μπορεί να το κάνει μόνο ο υπολογιστής κι όχι ο κάθε κυρ Μήτσος; ταχύτητα; απομνημόνευση; τους χιλιάδες συνδυασμούς; Τίποτε από αυτά. Η μπιρίμπα δεν έχει κουπί. Μόνο να θυμάσαι τι φύλλα έχουν περάσει. Και να ψιλογουστάρεις την κυρία Σούλα, απέναντί σου. Τίποτ’ άλλο. Στραβή είναι η κυρία Σούλα;
Και συνεχίσαμε να παραμυθιαζόμαστε. Βάλ’ τον να σχεδιάσει καράβι, βάλ’ τον να σχεδιάσει αεροπλάνο, να προδιαγράψει βολή, να εκτοξεύσει διαστημόπλοιο, να αναλύσει αίμα, να μοντάρει αυτοκίνητο, να γράψει κινέζικα, να κάνει εκλογές, να βγάλει προγνωστικά, να παίξει προπό. Όλα τα πάντα. Πάντα αποκρύπτοντας την καταραμένη τη λεπτομέρεια: κάθε φορά, εμείς του το ’χαμε σχεδιάσει του παιδιού το πακέτο – και τι να κάνει και πώς. Σε κείνον αφήναμε μόνο τη χαμαλοδουλειά: πάρε από ένα τρισεκατομμύριο παραδείγματα και βγάλε τον βέλτιστο συνδυασμό. Ποιος είναι αυτός; Σιγά που ξέρεις. Εμείς θα σου πούμε με ποια κριτήρια θα είναι ο καλύτερος και γιατί. Εσύ απλώς θα παρασταίνεις τον σπουδαίο και θα χασκογελάς καθώς θα πέφτει το χειροκρότημα: θα έχεις συνδυάσει το ένα τρισεκατομμύριο περιπττώσεις. Θα έχεις κάνει τη δουλειά του βλάκα. Και όλοι θα λένε «α, το ’πε το κομπιούτερ!»
Και πήγαινε καλά η ζωή μας. Όσο δηλαδή καλά μπορεί να πηγαίνει η ζωή των ανθρώπων που λένε τόσο μεγάλα ψέματα. Αλλά είναι ο ορισμός του ανθρώπου το ψέμα. Τι να κάνουμε. Μην το πιάσουμε τώρα αυτό το θέμα, θα πνιγούμε. Άσ’ το για άλλη συζήτηση.
Αρκεί να μην ξεχάσουμε πως τα ψέματα —και φυσικά και το συγκεκριμένο— έχουν και τους κοινωνικούς τους λόγους. Έχουμε περάσει στην εποχή του μεγάλου χωριού – όλος ο κόσμος μια κοινότητα. Στην εποχή που τα παλαιότερα κοινωνικά αυτονόητα έπαψαν να είναι τέτοια. Όπου οι σχέσεις αναθεωρούνται. Μια νέα εποχή τριγμών και αλλαγών. Και μέχρι να βρούμε πού θα καθίσει η μπίλια, ψαχνόμαστε να βρούμε και αδιαφιλονίκητα κριτήρια. Να τυποποιηθούμε. Να ξέρουμε μ’ ένα ναι ή ένα όχι, κατάλαβες; Μπάιναρι λότζικ. Άλλη παράγραφος αυτή – απύθμενη. Χρειαζόμαστε δηλαδή μια διεθνή γραφειοκρατία. Αμερόληπτη. Αφού τον φοβηθήκαμε τον άνθρωπο – εμάς δηλαδή, και μας αποπροσωποποιήσαμε. Πρέπει τώρα να βρούμε τρόπο να γίνουμε συγκρίσιμοι. Αδέκαστα. Αδιάβλητα. Και πλακώσαμε τα μετρήσιμα, όχι το άιζο, όχι τις προδιαγραφές, τα μόρια, να είναι ολόιδια, να βγαίνει άκρη, να μπορούμε να συνεννοηθούμε. Το χρειαζόταν η βιομηχανία αλλά το απαίτησε και ο κουμουνιζμός, ποιος το περίμενε τέτοια συνέργεια κεφαλαίου και επανάστασης – είδες τι γίνεται άμα συμφωνηθούν οι στόχοι; – πάντως το καταφέραμε: βγάλαμε τον άνθρωπο απ’ τη μέση και τον βάλαμε σε σειρά. Το λέει το κομπιούτερ, κύριε. Ορίστε! Δεν ξέρετε τι λέτε.
Οπότε με τα νέα μας κριτήρια, ένας από τους νεκρούς ήταν και το μάθημα της Έκθεσης στο σχολείο. Πηγή απροσδιορίστων κακών. Ό,τι θέλει θα γράφει ο καθείς; Όχι δα! Διότι πώς θα μετρήσουμε; Πώς θα κρατήσουμε τον πήχη της αξιολόγησης; Πώς θα είμαστε αμερόληπτοι; Πώς θα συγκρίνουμε;
Ευλόγως πλακώσαμε, λοιπόν, και γράψαμε βιβλία. Βιβλία σκέψεων. Με μπούλετς. Η κλιματική αλλαγή, ξέρω γω. Έτοιμες φρασούλες. Αυτά είναι τα αίτια – εκείνα είναι τα αποτελέσματα. Αυτά είναι τα καλά κι αυτά τα κακά. Αυτός ο κακός της ο καιρός, κι αυτοί εδώ είναι οι τρόποι αντιμετώπισης. Τι να κάνουμε και πώς. Πιάσαμε και τα γράψαμε όλα αυτά στα βιβλία, τα ταχτοποιήσαμε σε κουτάκια και, πότε με παρακάλια, πότε με τις απειλές και τις φοβέρες, κι εγώ δεν ξέρω με ποιον τρόπο, βάλαμε τα παιδά και τα μαθαίνουν απ’ έξω. Μπάι χαρτ. Κι ύστερα τούς ξαναλέμε ψέματα: γράψε μας τώρα μια έκθεση, τη γνώμη σου για την κλιματική αλλαγή. Γράφει αυτός, αυτή. Ποια γνώμη; Παίρνει τα μπουλετάκια, ό,τι θυμάται, τα φέρνει από δω, τα φέρνει από κει, τα ανακυκλώνει, ηλίθια δεν είναι, καλή μαθήτρια είναι, φαντάζεται και περίπου τι θα θέλαμε να γράψει, και γράφει ένα κείμενο ωραιότατο.
Mπράβo! λέμε εμείς. Εμπεριστατωμένη η κόρη. Mπράβo το παλικάρι. Τι ωραία αυτή η νέα γενιά! Ναι! Συνεχίζουμε το ψέμα το ασύστολο. Δε λέμε μπράβo που έκατσες κι έμαθες ό,τι σου ζήτησα. Δε λέμε μπράβo διάολε που κατάφερες να θυμηθείς τόσες παπαρίες. Δε λέμε μπράβo που έχεις εννοήσει τι θέλω να γράφεις. Όχι. Τους επαινούμε επειδή είναι λέει ωραία μυαλά και γράψαν καλά στην έκθεση.
Ψέμα γιγαντιαίο – δεν είναι;
Κι έτσι πάει ο κόσμος. Έτσι προχωράει. Όλα καλά. Τα καλά και συμφέροντα. Κι όποιος αντέξει.
Κι επειδή το ένα ψέμα φέρνει τ’ άλλο, κι επειδή η σχετική πεδίκλωση παραμονεύει, ε δε θ’ αργούσε να γίνει το κακό. Ποια παιδιά; Ποια έκθεση; Αυτά είναι άνθρωποι. Πόσα πια να θυμώνται οι άνθρωποι και για πόσον καιρό; Καλοί είναι, δε λέμε, αλλά πόσα να μάθουν απ’ έξω – πόσα μπούλετ και πόσα βιβλία. Πού να τα προφτάσουν. Τόσες ειδικότητες που έχουμε σκεφτεί. Άσε που ο άνθρωπος ευκολότατα έρχεται η στιγμή που αυτά που του ’μαθες μπορεί να τα συνδυάσει κι αλλιώς. Να σου πει, α πάαινε ρε, κι εσύ κι ο γρύλος σου. Τι μπορεί; Θα σ’ το πει σίγουρα. Δε μας χαιρετάς; θα σου πει. Καμία σχέση. Δεν είναι έτσι τα πράματα, όπως τα λες. Αλλιώς είναι. Εγώ θα σου πω πώς είναι.
Ετερογονία των σκοπών το ’λεγε ο Βουντ. Εντάξει, καλά είναι τα παιδιά, καλά και τα μπούλετ. Αλλά ας μην καθόμαστε και χτυπιόμαστε. Έχουμε και τα κομπιούτερ. Πάρτε τα, όλα τα πάντα, και ταΐστε με δαύτα τα μηχανάκια. Πείτε τους και πώς να τα συνδυάζουν και τι να λένε, φτιάχτε το κατάλληλο πρόγραμμα, κι αφήστε τα υπόλοιπα να γίνουν μόνα τους.
Έτσι κι έγινε. Πήραμε όλα τα πάντα, τα ρίξαμε στη μηχανή, φτιάξαμε το πρόγραμμα πώς να τα σκέφτεται αυτά όλα τα πάντα – είναι της ίδιας λογικής πρόγραμμα μ’ εκείνο που κάνει τον πολλαπλασιασμό – τίποτε δεν έχει αλλάξει από τότε. Απλώς είναι νέας γενιάς. Με κλάστερς. Δηλαδή με ολόκληρες συστοιχίες κώδικα που κάνουν και ξανακάνουν τις δουλειές και καταγράφουν και τα συμπεράσματά τους —είναι δηλαδή προγραμματισμένα να αυτοσυμπληρώνουν τις οδηγίες τους— ναι, φυσικά, εννοείται, όλα αυτά πάντα σύμφωνα με τις οδηγίες τις δικές μας, δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να κάνει από μόνη της μια μηχανή, μην τρελαθούμε.
Και τώρα κάτσαμε στην άκρη και το κοιτάμε.
Καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω. Καλέ σκέφεται, σας λέω. Βάλ’ το να σου πει για τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το βάνεις εσύ, ψάχνεται αυτό, αυτογκουγκλάρεται, τι έχει καταχωρημένο από στοιχεία, τι μπορεί να βρει δεξιά αριστερά, ποια από αυτά είναι προτιμότερο να χρησιμοποιήσει —κι αυτό εμείς του το ’χουμε πει—, πώς να τα διατυπώσει, πώς να είναι κορέκτ και μειλίχιο και καθώς πρέπει, και σου ξεφουρνίζει απάντηση που θα ζήλευε και το πιο υπάκουο φοιτητάκι. Και ο πιο ενσωματωμένος σκόλαρ.
Θρίαμβος, λες εσύ. Ορίστε. Σκέφτεται. Και ξαναρωτάς. Πες μου για την κλιματική αλλαγή, μπουμπούκο. Πες μου για την εικονομαχία. Πες μου για το λαϊκό τραγούδι. Πες μου για τον κακό σου τον καιρό. Μιλάμε πουθενά δεν κολώνει. Όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει. Όλα τα απαντήσκει και μάλιστα κατά πώς πρέπει – αυτό είναι το σημαντικό: το κατά πώς πρέπει. Εγκυκλοπαιδικά. Αμερόληπτα. Κατά πώς του ζητήσαμε. Ενώ άμα τον ρωτήσεις πες μου για την αχλάδα και τη νουρά της, ας πούμε, αποκλείεται να σου απαντήσει, ρε δε μου απαυτώνεσαι βλάκα. Διότι απλώς δεν υπάρχει αυτό στον προγραμματισμό του, ούτε σαν λόγια αλλά ούτε και σαν εκνευρισμός, κατάλαβες;
Και τώρα είμαστε που λες πανευτυχείς. Είπαμε το τελειωτικό – το μέγιστο ψέμα. Το γιγαντιαίο: αρτιφίσιαλ ιντέλιτζενς. Ποιο παιδί, ποιες πανελλήνιες και τι φοιτητές. Εδώ. Ρώτα τον υπολογιστή να σου τα πει όλα τα πάντα. Δε μπορείς να καταλάβεις αν απάντησε υπολογιστής ή άνθρωπος. Και καμαρώνουμε κι όλας που δεν ξεχωρίζουν. Άπαιχτοι μιλάμε!
Και πώς να τους ξεχωρίσεις. Αφού καταφέραμε και τον υπολογιστή αλλά και τον αφυδατωμένο άνθρωπο, και τους δύο να τους έχουμε ειδοποιήσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τι περιμένουμε να μας απαντήσουν. Και καθόμαστε και πληκτρολογούμε μαγεμένοι και παίρνουμε μαγεμένοι τις απαντήσεις που εμείς θέλουμε, κι όλα καλά. Ο στόχος επετεύχθη. Η βιομηχανία δεν ξέρει πώς να κρύψει τη χαρά της διότι άντε να εκπαιδεύεις ανθρώπους να το κάνουν αυτό – δε θα γινόταν ποτέ. Οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως εκτός προδιαγραφών. Πολύ δαπανηρό είδος. Δε γίνεται να τους λογαριάζεις ως ανταλλακτικά μιας μηχανής.
Ο κουμουνιζμός πάλι, ούτε αυτός ξέρει πώς να κρύψει τη χαρά του. Για τον ίδιο λόγο. Πώς θα γινόταν να βάλει σε σειρά τόσους ανθρώπους. Πώς θα γινόταν να τους εξομαλύνει. Άσε που δια του αρτιφίσιαλ ιντέλιτζενς που είναι βγαλμένο απ’ τη ζωή, επιτέλους γίνεται βαθιά κατανοητό και επιτεύξιμο το εξ αρχής επιδιωκόμενο: δουλειά είναι ένα πράμα στο οποίο δε συμμετέχουμε κύριε. Γιατί έτσι. Δουλειά είναι μια εκχώρηση ωραρίου έναντι αμοιβής. Αυτό είναι δουλειά. Το λέει και η λέξη. Και επιτέλους η ζωή γίνεται δίκαιη: αφού όλοι θα λένε τα ίδια, θα μπορούμε πολύ εύκολα να βαθμολογούμε το σωστό με άριστα και το λάθος με μηδέν. Αμερόληπτα. Κι ολονών τα μόρια θα γίνονται αυτό που ακριβώς είναι: αρχίδια.
Και πού θα πάει, λοιπόν. Όπου να ’ναι θα ’ρθει επιτέλους η μέρα που θα ’χουμε γλιτώσει από τον άνθρωπο. Η χαρά της βιομηχανίας και η χαρά του κόμματος. Κι ώς τότε, μπορούμε να καθόμαστε στους κοινωνικούς μας επικοινωνιόδρομους και να πληκτρολογούμε όλο μοντερνιά και ασκεφτοσύνη.
– Καλέ, τεχνητή νοημοσύνη, σας λέω.
– Δηλαδή τι ρε παιδιά; Σκέφτεται;
– Σταυρό να φιλήσω!
– Καλά, πώς σκέφτεται. Σκέφτονται τα κυκλώματα;
– Άχου, δεν ξέρετε εσείς, γι’ αυτό τα ρωτάτε αυτά. Επιστήμη, παιδί μου. Κι ο εγκέφαλος του ανθρώπου κυκλώματα είναι, τι νομίσατε. Το μέλλον είναι εδώ.
Και καθόμαστε οι πράκτορες της επιστημοσύνης και επιμένουμε να καμαρώνουμε, καλέ σας λέω, δεν ξεχωρίζεις την απάντησή του από την απάντηση του μέσου φοιτητή. Είναι αδύνατον να πεις αν την έγραψε άνθρωπος ή μηχανή.
Φυσικά. Αυτό καταφέραμε. Κάναμε τον μέσο φοιτητή να γράφει σαν μηχάνημα οπότε θα ’μασταν και απαυτοί αν δεν καταφέρναμε και το μηχάνημα να γράφει σαν τον μέσο φοιτητή. Τώρα μπορούμε επιτέλους να τσιμεντώσουμε αυτές τις προδιαγραφές ως κοινωνικά αποδεκτές και να κλείσουμε το θέμα.
Κι ό,τι άλλο, ό,τι θα κινείται εκτός, επιτέλους θα είναι αντικοινωνικό. Παράνομο. Εντάξει, δε είναι αυτό που θέλαμε να κάνουμε. Αλλά αυτό μάς βγήκε.
Ευκολάκι δεν ήταν;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου