Ο Ανδριανείος ήτο ήρως της Επαναστάσεως. Ιστορικός και ένδοξος. Και πολλά επιφανής. Τους κυρίεψε όλους, μα όλους τους πάντες, και με το σπαθί του τούς έδωσε και νιώσαν πόσ’ απίδια βάνει ο σάκος.
Τους κατετρόπωσε νυχθημερόν και δεν αφήκε λίθον επί λίθον. Ήτον πάντα έτσι αψύς, όπως τον ξέρουμε, με τις μουστάκες του, με τα ούλα του. Και ήτο και αυτοκράτωρ. Αυτός έφτειαξε το μεγάλο κανάλι, λένε, να πηγαίνεις στας Αθήνας, αλλά εμείς μη δούμε καλό, πέφτουμε να τον χαλάσουμε τον άνθρωπο.
Και κανάλι έφτειαξε, απ’ το βουνό που έβγαζε στην πλατεία, και πύλη μεγάλη ναν την περνάς και να βγαίνεις στο σωστό μέρος και στιγμή. Αλλά κι αυτήνε την έχουμε περιφρονήσει, σιγά που θα την φροντίζαμε, και κανείς δεν πάει να κάτσει αποκάτω – ας πούμε για πικ νικ, μια Παρασκευή, ένα Σαββάτο, ξέρω γω, τάπερ, κεφτεδάκια και λοιπά – όοοχι. Μόνη της και μαραζώνει. Αλλά μήπως περίσσεψε ευαισθησία για τα εθνικά μας; Μπα.
Έτσι είμεθα εμείς. Αγνώμονες. Αυτός μάλιστα ο οπλαρχηγός, από την απολύτως προσωπική του περιουσία, έφτιαξε θέατρα και γυμναστήρια, και ήταν ο μόνος που απεφάσισε επιτέλους να αποτελειώσει τον μεγάλο ναό, διότι καταλαβαίνεις τι είχε γίνει, πέσαν εργολάβοι, κατάτμηση του έργου, ενστάσεις επί ενστάσεων, αλλάξαν οι διοικήσεις, μιλάμε πάνω από εξακόσια χρόνια. Τον θεό τους δεν είχαν. Μερικές παλιοκολώνες – πού να ’ταν και τίποτα μεγαλύτερο. Κι αναγκάστηκε να τους ξωπετάξει, που ’χαν κάνει κατάληψη και κοιμώνταν πάνω στα επίκρανα – πέσαν τότε να τον φάνε στο φέισμπουκ. Αλλά έτσι είμαστε μεις. Η ακρισία περσεύει.
Μέγας οπλαρχηγός και μέγας φιλέλλην. Είναι γνωστές οι ναυμαχίες του επί παντός του επιστητού, όταν κάποτε, μαύρη ώρα, εμείς τσακωνόμασταν πού την κεφαλήν στρέψαι, κι εκείνος θυσιαζόταν στις θάλασσες και στ’ άγρια τα βουνά και έδινε τη ζωή του και το αίμα του για την ευδοκίμηση. Τι έχουν τα έρμα και τσακώνονται, τίποτε, έτσι είναι αυτά, τσακώνονται. Δε μάσησε αυτός.
Ανδριανείος, με τ’ όνομα. Από το Ανδρείος που βγαίνει. Ανδρέας, Ανδρείος, Ανδριανείος. Λήσταρχος μέγας. Έπιασε και κατέσφαξε τον Αλή Γερμανό με τα χεράκια του προσωπικώς, κομματάκια τον έκανε, νενίκηκάς σε Σολωμών ανέκραξε μες τα μούτρα τού ηττημένου ξένου. Κι έπεσε στα τείχη και χάθηκε, και πάει, και το σώμα του ανάβλυσε μύρο και δεν ευρέθη ποτέ.
Κι ορμήσαν πάνω του οι μαστόροι, σαρανταπέντε τον αριθμό, και φωνάζαν, την κυρά, την κυρά να σφάξωμε, όχι ποτέ, αντέτεινεν ο Ανδριανείος και πήγε κι έκατσε ο ίδιος στο θεμέλιο στο γιοφύρι, με τα μαύρα τα μαλλιά του ν’ ανεμίζουνε κι έφτυσε με βία στις παλάμες του τις αργασμένες κι είπε με στεντορεία τη φωνή σιχτιρισμένος και με τον λυγμό στο λαρύγγι: για δες καιρόν που διάλεξε. Χτίστε, τώρα, θηρία.
Ανάθεμά σε Κωνσταντή. Κι αμέσως έλαβεν άλλην εργολαβείαν και να τον εις τα άγρια όρη της Πελοποννήσου να καταδιώκει γουρούνια που κάνανε το φοβερόν, όλες τις καταστροφές, και ζώστηκε τις μπαλάσκες του και με τη χαντζάρα του έσωσε την αντριωμένη που θρηνούσε και γεννοβολούσε αφύλακτη μέχρι τότε κι έπνιγε τον κόσμο παιδιά. Τα ’καμε τα γουρούνια φέτες αυτός, και την αντρειωμένη μη βρέξει και μη στάξει, και τα παιδιά τα φρόντισε και τα ’λουσε σαν τα δικά του να ήταν, ναν τα βλέπεις ναν τα χαίρεσαι, δημοσία δαπάνη, αυτός κι ο γκόμενός του, τον αγαπούσαν τον πολιτισμό και οι δύο, φροντίδα από τις λίγες, και καμάρωνε αυτή πια – πού να τον βάλει δεν είχε.
Ο από μηχανής θεός, τόσο όμορφος. Άδωνης λαμπρός κι Αντώνιος κι Αντώνης. Χριστέ μου τι ομορφιά. Και στρατηγός, πανάξιος, σχεδόν σαν γυναίκα, τόσο ικανός, σαν Παναγιά από τα μέρη της Καππαδοκίας. Τι πρωταθλήματα, τι κύπελλα. Ταξιαρχία από μόνος του. Φάλαγγα θεοστεφής. Τα μαλλιά του ήτον το κύριο μέλημα – από κει τον ένιωθες. Από τη φροντίδα. Μαύρα και μακριά, πυκνά, στιλπνά κι αντρίκεια. Κι ανεμίζοντα. Και στη γυαλάδα τους εκείνο το μπλε, από ποια μεριά τα κοιτούσες, εκείνο το κοράκου μπλε, που όμοιό του πιο μπλε δεν έχει. Κι ο αστράγαλος γυμνός να προξενεί τον τρόμο των εχθρών, κι απ’ τις τοιχογραφίες να στέκεται και να σε κοιτάει κατάματα. Κι εσύ εκείνον. Κατάματα. Απ’ όπου κι αν κοιτάξεις, κατάματα τον βλέπεις.
Και όλον έκτοτε και τριγυρίζει ανά τας ρύμας της χώρας κι είναι πάντα έτοιμος ναν τον επικαλεστείς. Ο Ανδριανείος. Φθάνει στο λεπτό και την αδικία θα διορθώσει και όλα θα γίνουν όπως πριν. Και τίποτε δε θα θυμίζει τη δυστυχία και το κακό. Άρον τον κράβατόν σου. Πες το κι έγινε. Ο Ανδριανείος που όλα τα κανονίζει και δε χρειάζεται ούτε λογαριασμό, ούτε φροντίδα, ούτε καυγά, τίποτε. Που εκ των υστέρων αλλάζει το πριν. Είναι η ψυχή. Η συντόμευση. Ο άγιος που έχουμε και που, καθώς όλοι μαζί τον επικαλούμεθα, λαμβάνει σάρκα και οστά —τι να σου κάνει κι αυτός— ωσάν θαύμα ομαδικό, σαν παιδική επίκληση, ωσάν μυστήριο και παραζάλη, έτσι κι αυτός, είναι αληθινός και μας παραστέκει και μας παραφυλάγεται.
Ναι. Απ’ όλα τα πάντα μάς σώνει, και στα πάντα όλα αυτός μάς σπρώχνει. Έτσι είναι αυτές οι δυνάμεις. Ανεξέλεγκτες. Διπρόσωπες. Διμούτσουνες. Διότι εδώ είναι το Ανατολικό Τμήμα της Αυτοκρατορίας. Εδώ γεννιούνται οι θεοί, και είναι και σοφά χτισμένοι. Είναι κι έτσι, αλλά είναι κι έτσι. Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει εδώ, κορόιδα τεχνοκράτες. Εδώ είναι άλλο βιλαέτι. Είναι του Αγίου Ανδριανείου.
Ο άγιος που δεν γνωρίζεις ακριβώς. Τι σημασία έχει. Που, ούτε τ’ όνομά του καλά καλά. Αλλά δεν πειράζει. Ο άγιος που ποτέ δεν υπήρξε. Ο άγιος που, τον ξέρεις δεν τον ξέρεις, τον επικαλείσαι και τσουπ, έρχεται.
Ο συλλογικός μας άγιος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου