Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ελισάβετ

Δες εδώ τι παίζει:

Το όνομα είναι אלישבע. Ελισέβα το προφέρεις αυτό, με σου παχύ. Ελισσέβα. Εντάξει, σε βλέπω και κοιτάς. Μετράς τα γράμματα και δε σου βγαίνουν με τίποτα. Τη βλέπω την ερώτηση: πώς δηλαδή από δυόμιση κολλυβογράμματα, μου διαβάζεις εσύ σκουλικομερμηγκότρυπα;

Δώσε βάση: διότι τα αλφάβητα αυτά, των σημιτικών γλωσσών, δεν είναι... αλφάβητα. Άλλη τελείως λογική. Είμαι αμπτζάντ. Είναι κατάλογοι από σύμφωνα. Όπως η λέξη αλφάβητο βγαίνει από τα δύο πρώτα γράμματα του καταλόγου, άλφα και βήτα, όπως και η λέξη φύδαρκ (fuþark) για τους καταλόγους με ρούνους βγαίνει από τους έξι πρώτους ρούνους, φε, υρ, δουρς, ας, ρέιδ και κάουν, έτσι και η λέξη αμπτζάντ (abjad) βγαίνει από τα τέσσερα πρώτα γράμματα του αντίστοιχου αραβικού καταλόγου: άλεφ, μπεθ, τζίμελ και ντάλεθ.

Ωραία. Χωρίς φωνήεντα τα αμπτζάντ. Μάλιστα. Το εμπεδώσαμε. Δηλαδή δεν έχουν φωνήεντα οι αθρώποι που μιλούν αυτές τις γλώσσες; τριακόσια εβδομήντα εκατομμύρια, ζωή να ’χουν – σήμερα τα αραβικά, τα εβρέικα, τα μαλτέζικα, τα αμχαρικά τής αιθιοπίας, και παλιότερα η ουγγαριτική, η αραμαϊκή που μιλούσαν στον κύκλο του Χριστού τω καιρώ εκείνω, η πανάρχαια ακκαδική – και φυσικά η φοινικική; Όλοι αυτοί δεν είχαν και δεν έχουν στη γλώσσα τους φωνήεντα;

Αμ πώς δεν έχουν. Άνθρωποι είναι κι αυτοί και φωνήεντα έχουν και παραέχουν. Αλλά πρώτον δε χρησιμοποιούν όλοι αμπτζάντ. Άλλο γλώσσα, κι άλλο γραφή. Τα ακκαδικά, για παράδειγμα, γράφονταν σε σφηνοειδή γραφή. Και τα μαλτέζικα γράφονται λατινικά. Κι αυτοί που χρησιμοποιούν κάποιο αμπτζάντ, εβραίοι και άραβες ξέρω ’γώ, φυσικά κι έχουν φωνήεντα – απλώς δεν τα γράφουν. Γράφουν κάτι σημαδάκια, κάτι διακριτικά – στα εβρέικα για παράδειγμα έχουν τα νικούντ που είναι κάτι σημαδάκια που τα βάζουν πανωκάτω στα γράμματά τους και τα βλέπεις εσύ που ξέρεις γραφή κι ανάγνωση και βγάζεις το σωστό συμπέρασμα: אֱלִישֶׁבַע. Βλέπεις που έχουν και τελίτσες τα γράμματα αυτά; Να λοιπόν γιατί διαβάζονται Ελισσέβα. Και τώρα που πια γίνηκες άνθρωπος των γραμμάτων, και χωρίς τελίτσες να σου τα γράψουμε, אלישבע, πάλι Ελισσέβα θα διαβάσεις, αφού το ’παμε, δεν το ’παμε; Να το ξαναλέμε;

Και μια και το ’φερε η κουβέντα, αυτή ήταν οι διαφορά: ωραία, σου λέει, τα κολυβογραμματάκια σας κύριοι Φοίνικες, τα παίρνουμε και τα χρησιμοποιούμε κατά το δοκούν, άνευ παρεξηγήσεως, εντάξει; Είναι πολύ ωραία η ιδέα σας να έχετε ένα γραμματάκι για κάθε σύμφωνο. Και πώς και δε σκεφτήκατε να έχετε κι ένα γραμματάκι για κάθε φωνήεν; Μα εμείς, απάντησαν οι Φοίνικες, δε χρειαζόμαστε να το πολυπροσέχουμε αυτό, γιατί εμάς η γλώσσα μας, άμα ξέρεις τα σύμφωνα της λέξης ξέρεις και τη ρίζα της. Σαλάμ, σαλέμ, σαλόμ, ισλάμ, κατάλαβες; Οπότε γράφουμε σλμ, κι ανάλογα τα συμφραζόμενα καταλαβαίνουμε τι να προφέρουμε. Αφού όλα το ’να απ’ τ’ άλλο βγαίνει.

Το σκεφτήκαν λίγο οι Έλληνες σε κείνη τη συνάντηση εκείνο το απόγευμα – κάτι δεν τους καθότανε καλά. Ναι, σου λέει, αλλά εμείς έχουμε κοινά σύμφωνα και σε λέξεις που δεν έχουν κοινή ρίζα. Αλλιώς δουλεύει η δική μας η γλώσσα. Άμα δηλαδή εμείς γράψουμε κλμρ, εντάξει, μπορεί να διαβάσεις καλημέρα, αλλά μπορεί και καλαμάρι και καλαμαράς, και μπορεί και κωλομέρι, με το συμπάθειο, κατάλαβες; Εμ έτσι δε θα βγάλουμε άκρη. Θα βγάλουμε τα μάτια μας. Άπαπα. Κρατάμε την ωραιότατη ιδέα σας αλλά θα συμπληρώσουμε. Θα φτιάξουμε και συμπληρωματικά γράμματα με τα φωνήεντά μας, δια να γινόμεθα σαφείς μεταξύ μας. Αλλιώς θα μπλέξουμε τα μπούτια μας.

Έτσι κι έγινε. Φύγαν όλοι καταχαρούμενοι από τη σύσκεψη εκείνη, οι δικοί μας σχεδίασε και φωνήεντα η επιτροπή κι αρχίσαν και γράφαν – καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω. Όπου βρίσκαν και μπορούσαν να γράψουν —με το συμπάθειο— αυτοί γράφαν. Κι έτσι γράψαν και πάνω σε κεραμίδια και σε μάρμαρα, κι μείναν αυτά και τα διαβάζουμε σήμερα και τα κοιτάμε κατάπληκτοι και καταχαρούμενοι: κοίτα δω Αναστασία τι σκάλισαν οι αρχαίοι! Κωστάκη μην χοροπηδάς στα μάρμαρα, παιδί μου, θα τσακιστείς.

Και μετά τα είδαν οι λατίνοι και καταχαρήκαν, κι ακολούθησε και όλη η γερμανοοικογένεια, και μετά κι οι σλάβοι, ομοίως, χαρήκαν κι αυτοί, δε λέγεται πόσο, κι έκτοτε σύμπαν το από δω ημισφαίριο τέτοια έχει και γράφει και πορεύεται – αφού μέχρι και οι τουρκογειτόνοι τα βρήκαν πάρα πολύ ωραία και τα βολεύτηκαν.

Αλλά τα αραβικά και τα εβρέικα εξακολουθούν να γράφονται με αμπτζάντ, άντε και με διακριτικά που αποσαφηνίζουν τα φωνήεντα. Γι’ αυτό λοιπόν στα σημερινά εβρέικα, אלישבע είναι η καλή μας η Ελισσέβα.

Που ήταν όμως ελληνίδα, η περί ης ο λόγος, εδώ τώρα σε θέλω. Σαρπράιζ. Και τη φωνάζαν Ελισάβετ. Του Ευνομιανού και της Ευφημίας, λένε τα χαρτιά του ληξιαρχείου της Ηράκλειας, που ήτανε μια πόλη του πέμπτου αιώνα μετά Χριστόν στη Θράκη. Εντάξει, του πέμπτου αιώνα είναι η εγγραφή περί Ελισάβετ, για να ’μαστε ειλικρινείς. Όπως συνήθως συμβαίνει με τα ελληνικά ζητήματα, η πόλη ήταν του έκτου αιώνα πρό Χριστού, χίλια χρόνια πριν, παρακαλώ. Και δε λεγόταν Ηράκλεια. Την είχαν κτίσει οι Σάμιοι και λεγόταν Πέρινθος. Πλούσια και σημαντική πόλη στον Ελλήσποντο. Πέρινθος –  ιλιγγιωδώς αρχαίο όνομα αυτό: από αυτά που λήγουν σε -νθος, Κόρινθος, Όλυνθος, άψινθος. Προελληνικά. Πριν κατέβουν οι Ινδοευρωπαίοι Δωριείς.

Τέλος πάντων. Σ’ αυτά εδώ τα μέρη καλό είναι να μη σηκώνεις πέτρες γιατί από κάτω βρίσκεις άλλες πέτρες και σήκωνε σήκωνε φθάνεις στο κέντρο της γης και χάνεσαι. Και ξαφνικά έχουν περάσει αιώνες και χιλιετίες, μέσα σε λίγην ώρα, που λέει κι ένας Ρωμαίος ποιητής. Ένι γουέι.

Ήταν λοιπόν ελληνίδα τής κατοικουμένης, και του γνωστού σεναρίου: λεφτά με ουρά, και πεθαίνουν ο μπαμπάς κι η μαμά, κι αυτή που ήταν τότε δωδεκάχρονη, μοιράζει τα υπάρχοντα στους φτωχοί και πάει κι αφιερώνεται στα θεία κι άγιασε και της δόθηκε και προοορατικό και χάρισμα θαυματουργίας. Και μεγάλωσε και γέρασε, και την γυρίσαν οι άλλες γερόντισσες στην Ηράκλεια κι εκεί κοιμήθηκε η γιαγιούλα και το σώμα της ευωδίασε.

Τον πέμπτον αιώνα, λέει. Γύρευε τώρα. Να ’ταν οι Λέοντες, ο Πρώτος ή ο Δεύτερος; Να ’ταν ο Ζήνων; Ή ο Ιουστίνος της Ναϊσσού; Ή μήπως ο Φλάβιος Πέτρος Σαββάτιος Ιουστινιανός Αύγουστος; Ξέρεις ποιος – αυτός της Αγια Σοφιάς. Ποιος ξέρει. Πάντως δεν είχαν πάψει να σκαλίζουν, ίσα ίσα, προ πολλού γράφαν και σε χαρτί απάνω και αντιγράφαν στο γόνατο ό,τι βρίσκαν μπροστά τους. Με σύμφωνα και με φωνήεντα. Και καλλιγραφικώς, όχι ό,τι να ’ναι. Με αγάπη και αυταπάρνηση.

Με απόλυτη επίγνωση ότι θα επέλθουν γενιές που θα τα ερευνούν αυτά. Κι αυτές με ζέση και με αγάπη. Ψάχνοντας το ίδιο που ψάχναν κι εκείνοι.







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.