Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σκουριά IV

Οξείδωση είναι όταν έχεις ένα μέταλλο κι αυτό το μέταλλο βρίσκεται στον αέρα ή στο νερό, οπότε τα άτομα της επιφάνειάς του κάνουν σχέσεις με τα άτομα του αέρα. Ή του νερού.




Μπελάς. Απαγορευμένο πράμα, διότι κύριε εγώ δεν σας έχω να ανακατευόσαστε μεταξύ σας, εγώ σας έχω εδώ να παραμείνετε ως έχετε. Που είναι μια κουβέντα, κι αυτά τα πράματα δεν παίρνουν από κουβέντες – κάνουν τη δουλειά τους κι ό,τι είναι να γίνει θα γίνει, είναι κανονισμένο.

Δεν έχεις και πολλές λύσεις. Ή ντύνεις τα μέταλλά σου με άλλα μέταλλα που να μην είναι και τόσο μπερμπάντικα, οπότε δεν σου οξειδώνονται, κατάλαβες, επιμετάλλωση το λένε αυτό, ή τα βάφεις. Πρωί μεσημέρι βράδυ. Και δος του μπογιά και ξανά μανά μπογιά, όλη μέρα κάποιος μ’ ένα πινέλο είναι εκεί, πάνω σε μια σκαλωσιά, και βάφει, χειμώνα καλοκαίρι, με ειδικές μπογιές και χρώματα, να μην τις περνάει ο αέρας και το νερό, οπότε να μην σου φλερτάρουν τα μέταλλά σου με ανέμους και με ύδατα. Και να μην τα σακατεύει και το αλάτι, διότι αυτό πού το πας. Έχεις και το αλάτι να σκεφτείς.

Μπορείς βέβαια και να τ’ αφήσεις να γίνουν όλα όπως είναι κανονισμένο να γίνουν κι εσύ να κάθεσαι να τα κοιτάς και να θαυμάζεις, πω πω τι όμορφο έγινε με την πατίνα του χρόνου, και να το παίζεις γοητευμένος – τσ τσ μαγεία φίλε μου.

Εξαρτάται πόσα λεφτά έχεις ξοδέψει, πόσα σου μένουν και πόσα χρειάζεσαι.






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...