Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάιος, 2023

Ομπρέλες

Φεύγουν; Έρχονται; Ποιος ξέρει. Με τους ανθρώπους τους μαζί; Σαν κάθε μια κάποιος να την κρατά. Κάποιος με μαύρο καπέλο. Και γραβάτα. Και καμπαρντίνα. Σαν συσχετισμός και σαν πλήθος. Σαν περιπτώσεις. Χαροποιός επανάληψη. Ρενέ Μαγκρίτ και Μέρι Πόπινς. Η συνάντηση. Κι όλα έρχονται στη θέση τους. Αιτιολογημένα.

Ναζιανζός

Τρέχα γύρευε. Ξες πού είναι; Όχι. Πού να ξέρεις. Μικρή πόλη τής Καππαδοκίας. Ναι, της Κατπατούκα, αυτό ήταν το πέρσικο όνομα. Στις τρίγλωσσες επιγραφές τού Δαρείου Α’ και του Ξέρξη αναφέρεται σαν μια από τις χώρες της Περσικής Αυτοκρατορίας. Կապադովկիա στ’ αρμένικα. Καπαντόβκια. Ή Գամիրք. Γκαμίρκ. Ότι πρώτο συνθετικό είναι το χετιτικό «κατα» που θα πει «νέντερ», «κάτω». Κατπατούκα θα πει Νέντερλαντ, λέει. Κατωχώρα. Μετά τους Πέρσες και μετά τους Αλέξανδρους, οι σύμμαχοι των Σελευκιδών, οι Αριαράθηδες, κυβέρνησαν τον τόπο και επελήφθησαν του ρωμαϊκού ζητήματος, διότι η περιοχή είχε αρχίσει και ένιωθε τα ζόρια. Μέχρι που πέθανε και ο Αρχέλαος, ο τελευταίος της βασιλιάς, οπότε έγινε μέρος τής Αυτοκρατορίας: Καπαντόκια. Αυτοκρατορική επαρχία. Πάει να πει ότι τον κυβερνήτη τον διόριζε ο αυτοκράτωρ ο ίδιος και αυτοπροσώπως. Τέλος πάντων, μεγάλη η ιστορία της Καππαδοκίας, αλλά λέγαμε για τη Ναζιανζό. Που καθώς που τους σώνονταν τα λατινικά των ρωμαίων και το ρίχναν στα ελληνικά, ενώ παράλληλα...

Βέλος

  Φεντέλι αλ ' αλεάντσα ε α λα κουλτούρα ντέι νόστρι πόπολι , φοντάτα σούι πριντσίπι ντελα ντεμοκρατσία , ντελα λιμπερτά περσονάλε ε ντελο στάτο ντι ντιρίτο , τούτι λι ουφιτσάλι ε λ ' εκουιπάτζο ντελα μία νάβε , κόμε ουν σόλο ουόμο , φεντέλι αλ νόστρο τζουραμέντο , κον προφόντο ραμάρικο αμπαντονιάμο λι εζερτσίτσι . Κον λα σιμπατία ντι τούτο ιλ μόντο λίμπερο, λοτερέμο περ ριπριστινάρε λα ντεμοκρατσία ιν Γκρέτσα. [...] Λ' οντιέρνα ριβόλτα ντελα Μαρίνα ρισπόντε αϊ σεντιμέντι ντελ' ιντέρο πόπολο ντελ νόστρο Παέζε. [...] Ιλ μεσάτζο ραντιοφόνικο ντι Νίκος Παπάς αλ κάπο ντελο σκουαντρόνε ναβάλε ντελα ΝΑΤΟ, ιλ καπιτάνο Τούρκο Μπιρέν, ιλ βέντι τσίνκουε Μάτζο, μίλε νοβετσέντο σετάντα τρε.

Όραμα

Των Εκλογών. Του Κωνσταντίνου. Της Ελένης. Του Τυφλού. Κυριακή είναι αυτό; Αυτό είναι συνωστισμός. Μοιάζεις με την καρδιά μου. Δε βαριέσαι. Το παν την σήμερον είναι να έχεις όραμα. Άμα έχεις, μη σ’ ανησυχεί διόλου. Κάθεσαι κει που κάθεσαι, και στα καλά του καθουμένου πατάς τις τσιρίδες. Τρέχουν οι σφουγκοκωλάριοι – είστε καλά Μεγαλειότατε; Λες εσύ αυτά που έχεις να πεις, αρχινάν αυτοί και τα ψιθυρίζουν – ο Μεγαλειότατος είδε όραμα. Ενύπνιον. Έρχεται, ξέρω ’γω ο δάσκαλος του παιδιού σου, κατάπληκτος κι αυτός, και το επιβεβαιώνει. Μα βέβαια! Όραμα σπουδαίο! Και πλακώνουν σιγά σιγά ο ένας κι ο άλλος και δως του. Έτσι το όραμα, αλλιώς το όραμα. Ε, η αρχή έχει γίνει, κατάλαβες; Το έναυσμα. Τα ξερά αρπάξαν. Τώρα ο ένας θ’ αρχίσει να αυξάνει τον άλλον, θα τα φουσκώνουν, θα τα πλουτίζουν, και θα λαμπαδιάσει: ποιο όραμα, θαύμα μέγα ήταν, σκιστήκαν οι ουρανοί, βρονταί, αστραπαί, μες τη μέση του μεσημεριού, χιλιάδες τα στρατά, σεισμός, πλήθος κόσμου, τα καλύτερα μυαλά της αυτοκρατορίας θα εξηγούν...

Κισσός

Καμμιά εκατοστή επιγραφούλες σώζονται από αυτή τη γλώσσα. Εμ, δεν είναι γλώσσα αυτό. Γρίφος είναι. Και άντε τώρα να βγάλεις συμπέρασμα και αποτέλεσμα και να ’χει και νόημα. Οι περισσότερες από δαύτες είναι από τάφους – τι άλλο θα ’τανε. Δε σκαλίζαν τότε ποστ ιτ, τα ψώνια, ξέρω ’γώ, αν αργήσω φάτε, τα κλειδιά είναι στην ψωμιέρα – όχι. Σκαλίζαν για να γράψουν αιώνια πράματα. Για πάντα. Πότε είναι αυτό το τότε, θα μου πεις. Καλή ερώτηση. Λοιπόν, οι επιγραφές αυτές που εξετάζουμε, είναι από τον όγδοο αιώνα, βάλε με τον νου σου, τον καιρό του Ομήρου, δηλαδή, ώς και τον τρίτο, προ Χριστού πάντα. Που θα πει ελληνιστική κατοικουμένη, Καρθαγένη, πρόσθεσε ρωμαίους, ρίξε και δεύτερο Καρχηδονιακό πόλεμο, και το ’χουμε το σκηνικό. Για λεξούλες μιλάμε, έτσι; δεν έχει μείνει δηλαδή κάνα έργο να μπορείς να βγάλεις σοβαρή άκρη, κάνα έπος, τίποτε ποιήματα, τίποτε νόμοι, ξέρω ’γώ, κάνα τεχνικό εγχειρίδιο. Όχι. Σκόρπιες επιγραφούλες. Αλλά σε ινδοευρωπαϊκό σκηνικό. Εμφανώς. Ομάδα των γλωσσών της Ανατολίας,...

Κουμκουάτ

Κουμκουάτ μου ’φερε μια φίλη μου από την Κέρκυρα. Ναι, ρε φίλε. Κουμκουάτ. Αυτά τα μικρούλια που είναι σαν ελιές αλλά καθόλου πράσινα, διότι είναι εσπεριδοειδή παρακαλώ, πορτοκαλόπουλα δηλαδή, αυτηνής της οικογένειας, και φύονται εις τας Ιονίους Νήσους καθόσον εκεί βρήκαν μέρος καλόν και εύφορον να φύονται – όπου θες τα βάνεις, και σε περβόλι και σε γλάστρα, φτάνει και 3-4 μέτρα αυτό, και στο μπαλκόνι σου ακόμη, και κοντά εκεί κατά το μεσοκαλόκαιρο κάνει μια και βγάνει κάτι ανθούς λευκούς κουκλίστικους, και κατά Γενάρη - Φλεβάρη μεριά βγάνει και τις ελίτσες του τις πορτοκαλένιες, τόσες δα, με κουκούτσι – δεν το τρως ωμό αυτό το πράμα, ως φρούτο, γιατί είναι παράξενο, το κάνεις όμως γλυκάκια και ζελεδάκια και λικεράκια, μαρμελαδίτσες, τέτοια κόλπα, και τα ’χεις κι ευφραίνεσαι – να σας τρατάρουμε ένα κουμκουάτ; αχ, καλέ, δεν είναι ανάγκη, μη σας βάλουμε σε κόπο, καλέ ποιος κόπος, να, καθίστε στην πέργκολα κι έφτασα, μαρή Αγγέλα, βάλε παιδί μου νεράκια παγωμένα εδεπά να κάτσου οι αθρώποι ...

Κίιθλιι

Ένα μέρος καταμεσής στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι. Αλλά καταμεσής όμως. Αν δηλαδή χαράξεις έναν σταυρό πάνω στο νησί, σαν να το σημαδεύεις, το Κίιθλιι είναι λες μες στη μέση. Εμπορούπολη από παλιά. Στις 17 Οκτωβρίου τού 1305 —άκου τώρα χρονολογία— ο Βασιλιάς, ο Εδουάρδος Α΄, είχε λέει δώσει μισθωτήρια άδεια —τσάρτερ το λέγαν αυτό— σ’ έναν τύπο και πολύ ιππότη, τον Ερίκο τού Κίιθλιι. Κι αυτός έφκιασε εκεί αγορά. Μάρκετ. Κι οι φορολογικοί κατάλογοι τού 1379 τα γράφουν χαρτί και καλαμάρι: 109 νοματαίοι, λέει, εκ των οποίων 47 ζευγάρια, αντρόγυνα, και 15 λύκοι μοναχοί. Αυτά τα εγγλέζικα, γράφεις τη γλώσσα, την τότε, και προφέρεις σήμερα ό,τι να ’ναι. Keighley γράφεται αυτό. Θα σου πέρναγε απ’ το μυαλό να το πεις Κίιθλιι; Άσε ρε τα ψέματα που θα σου πέρναγε. Δεν υπάρχει περίπτωση. Εδώ σήμερα ακόμη Κονέκτικατ λέμε καημένε, ενώ είναι Κ(α)νέτικατ. Δεν το προφέρουν αυτό το κάπα πριν το ταυ, και το ο που δεν τονίζεται πάει για α. Είδες που δεν τα ξέρουμε; Και θα μου πρόφερες Κίιθλιι; Σιγά μη σκίσει...

Φαντασία

Διότι το πιο σημαντικό είναι καθώς δουλεύεις να είναι γραμμένα τα πράματα να μπορείς να τα κοιτάς, να ανατρέχεις και να ξέρεις τι σου γίνεται. Ενδείξεις και οδηγίες. Καταλεπτώς. Κάθε μηχανή έχει και τα χούγια της, έτσι πάει μπρος, έτσι κάνει πίσω, αυτός ο μοχλός είναι το φρένο, ο άλλος το γκάζι, και μ' εκείνον απογειώνεσαι. Κι άμα θες να πετάξεις καθέτως, δένεσαι καλά και πατάς μαζί αυτό κι εκείνο το κουμπί ταυτόχρονα και κοιτάς τα νούμερα στο καντράν κι αφού περάσεις μια συγκεκριμένη αναλογία, τη λέει το μάνιουαλ, κάνεις μια φραπ και τραβάς τον μοχλό, κι ύστερα, με το που θα 'ρθεις στο ύψος που πρέπει, χαλαρώνεις, λύνεσαι και κάθεσαι αναπαυτικά στο κάθισμα, πόδια στο ταμπλό, κι απολαμβάνεις. Τεχνολογία φίλε μου. Και περνάει ο κόσμος από κάτω σου κι εσύ θαμάζεις, τσ τσ τι σου είναι ο άνθρωπος, πέρα από κάθε φαντασία, κι έχεις εκείνο το αίσθημα ότι τίποτα δε σε πιάνει και όλα τα ξέρεις κι όλα τα ξεραίνεσαι, έχουν κάνει πεντακόσιες δοκιμές προηγουμένως, πριν από σένα, είσαι ασφαλ...

Πηνελόπη

Ήτανε που λες έναν καιρό μια βασιλοπούλα, που όμοιά της μάτια μου, δε γνώρισε η οικουμένη. Στο βασίλειο αυτό το μακρινό, όλα τα πλούτη κι όλα τα καλά, και σε χρυσό παλάτι κάθονταν. Και σε κήπο με δέντρα και λουλούδια ανθισμένα, σε παράδεισο. Εκεί περνούσανε, κι η βασιλοπούλα όλα στα πόδια της. Κι όλοι πια πού να την βάλουν δεν είχαν. Μώρη μάργω φιλντισένια Μώρη μαργαριταρένια Ένα μεσημέρι λοιπόν, κειδά που καθόνταν με τη δούλα της και τη χτένιζε αυτή και της τραγούδαγε και ψιλό μαργαριτάρι έπεφτε στην ποδιά της, πώς κάνει και αποκοιμιέται η βασιλοπούλα, και τι να δει. Άσπρο περιστέρι λέει επέταξε, φτεράκισε κι εκατέβηκε πάνω στο χρυσό τραπέζι και στάθηκε. Κι είχε λέει στο στόμα του και κρατούσε κλαδί ελιάς. Το αφήνει, και μες τα μάτια του είχε σύννεφο. Και σκιά. Κι ύστερα πάλι, πάει, λέει, φτεράκισε ξανά, κι υψώθηκε και χάθηκε. Είδε και θάμαξε η βασιλοπούλα κι ώσπου να ’ρθεί στα συγκαλά της, να ’σου ένας αετός από ψηλά. Κύκλωσε και ζυγιάστηκε, και κάνει μια κι αυτός και βουτάει στο τρα...

Αγία Σοφία

Την αναφέρει σε επιστολή του ο εξόριστος στη Θεσσαλονίκη άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, τέλη του 8ου αιώνα. Και μετά, στις αρχές του 10ου ο Ιωάννης Καμενιάτης, στη διήγησή του της πολιορκίας από τους Σαρακηνούς. Κι ύστερα οι αναφορές πυκνώνουν. Ο άγιος Σάββας των Σέρβων την αναφέρει σαν την μητρόπολη τής Θεσσαλονίκης. Ο πάπας Ινοκέντιος Γ΄ κι αυτός ως μητρόπολη την αναφέρει – των Λατίνων πλέον, λίγο μετά το 1204. Πρέπει να μετατράπηκε σε τζαμί το έτος Εγίρας 930, δηλαδή γύρω στα 1524. Κι ύστερα την αναφέρουν περιηγητές, ξανά και ξανά. Ώσπου στα 1912 επανέρχεται στην κατοχή των Ελλήνων. Σήμερα περνάν λεωφορεία πολύ κοντά —ας πούμε το 31 και το 45 από την Εγνατία, και το 83Β, πάλι από την Εγνατία, κι επίσης κοντά φθάνει και το 34, στην Αριστοτέλους, ή μπορείς να κατεβείς Τσιμισκή με το 3Κ ή το 5— και να πας να δεις απ’ έξω που έχουν στήσει τους «Πολίτες» τού Τζομπανάκη και παν και χαζεύουν τα περιστέρια. Αγία Σοφία του Μαΐου.