Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κισσός

Καμμιά εκατοστή επιγραφούλες σώζονται από αυτή τη γλώσσα. Εμ, δεν είναι γλώσσα αυτό. Γρίφος είναι. Και άντε τώρα να βγάλεις συμπέρασμα και αποτέλεσμα και να ’χει και νόημα. Οι περισσότερες από δαύτες είναι από τάφους – τι άλλο θα ’τανε. Δε σκαλίζαν τότε ποστ ιτ, τα ψώνια, ξέρω ’γώ, αν αργήσω φάτε, τα κλειδιά είναι στην ψωμιέρα – όχι. Σκαλίζαν για να γράψουν αιώνια πράματα. Για πάντα.

Πότε είναι αυτό το τότε, θα μου πεις. Καλή ερώτηση. Λοιπόν, οι επιγραφές αυτές που εξετάζουμε, είναι από τον όγδοο αιώνα, βάλε με τον νου σου, τον καιρό του Ομήρου, δηλαδή, ώς και τον τρίτο, προ Χριστού πάντα. Που θα πει ελληνιστική κατοικουμένη, Καρθαγένη, πρόσθεσε ρωμαίους, ρίξε και δεύτερο Καρχηδονιακό πόλεμο, και το ’χουμε το σκηνικό.

Για λεξούλες μιλάμε, έτσι; δεν έχει μείνει δηλαδή κάνα έργο να μπορείς να βγάλεις σοβαρή άκρη, κάνα έπος, τίποτε ποιήματα, τίποτε νόμοι, ξέρω ’γώ, κάνα τεχνικό εγχειρίδιο. Όχι. Σκόρπιες επιγραφούλες. Αλλά σε ινδοευρωπαϊκό σκηνικό. Εμφανώς. Ομάδα των γλωσσών της Ανατολίας, εκεί ανήκουν. Της Μικρασίας δηλαδή. Της ίδιας οικογένειας με τα Χετιτικά τής Χατούσα, του Μπογάζκιοϊ δηλαδή, που γράφονταν σφηνοειδώς. Ή τα Λουβικά. Ή τα Παλαϊκά, της εποχής του Χαλκού τής Ανατολίας, κι αυτά σε πινακίδες στο Μπογάζκιοϊ.

Και ποια είναι αυτή η γλώσσα – να το πάρει το ποτάμι; Ας το πάρει. Μιλάμε για τα Λυδικά, φίλε μου. Συγγένισσα γλώσσα. Οικεία μορφολογία. Ενικός και πληθυντικός στα ουσιαστικά και στα επίθετα, δύο γένη, έμψυχα και άψυχα —ωραίος διαχωρισμός, μη μου πεις—, και πτωσούλες, ονομαστική, αιτιατική, δοτική τού τόπου – αυτά ξέρουμε, και περισσότερα μην ψάχνεις. Και πολλά ξέρουμε από εκατό επιγραφές. Και δεν τη μιλάει κανείς τη γλώσσα πια να πα να ρωτήσεις. Ποιος να τη μιλήσει. Βασίλειον της Εποχής του Σιδήρου, βορειοδυτικά της Μικρασίας, αργότερα μέρος της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών – η σατραπεία της Λυδίας. Σπάρντα στα παλιά Πέρσικα. Και Σφάρντα στα Λυδικά. Ορίστε, 𐤮𐤱𐤠𐤭𐤣𐤠, έτσι γραφόταν. Με πρωτεύουσα τας Σάρδεις, ανάμεσα στον Τμώλο και τον Έρμο ποταμό.

Τι ’ναι αυτά τα κολυβογράμματα, θα μου πεις τώρα. Είναι Λυδικόν αλφάβητο, φίλε μου. Όχι, καθόλου μην ξινίζεις τα μούτρα σου, διότι είναι κρυπτοφοινικικόν, σαν τα ελληνικά τα δικά σου, μίστερ. Και γράφεται επί τα λαιά. Από δεξιά προς τ’ αριστερά. Αυτό, το πρώτο από δεξιά, 𐤮, θα πει σου παχύ. Το επόμενο, το 𐤱, είναι το φου. Αυτό, το 𐤠, μη μου πεις ότι δεν το καταλαβαίνεις, έτσι μπράβo, είναι το α. Ε αυτό, 𐤭, είναι το ρω ανάποδα, κατά κει που πάει η γραφή, προς τ’ αριστερά, κι αυτό το τσουνάκι, το 𐤣, είναι το ντ. Σφάρντα, λοιπόν.

Μεγάλη περιοχή. Ο Έρμος, που λέγαμε κι ο Κάιστρος – τον ήξερες τον Κάιστρο; ποταμός της Μικρασίας, και στενάκι στη Νέα Ιωνία σήμερα, οδός Καΐστρου, μεταξύ Παναγούλη και 28ης Οκτωβρίου. Και Καΐστρι, το Καΐστριο Πεδίο, το μικρασιάτικο, στους Αμπελοκήπους, στη Θεσσαλονίκη.

Τέλος πάντων. Λυδία, λοιπόν. Κατά καιρούς Μαγνησία, Πέργαμος, Έφεσος, Αιολίς, Μαιονία, Καρία, Σμύρνη – αρχίζεις να καταλαβαίνεις για τι πράμα μιλάμε; Όλη η βορειοδυτική μεριά. Η Τροία, ας πούμε, Λυδία ήταν κι αυτή. Πηγαινοερχόνταν τα σύνορα. Και ποιος ήταν από κει; Ο Κροίσος! Βασιλέας, τον 6ο αιώνα – έτσι μάς λέει ο Ηρόδοτος. Ναι, ο Κροίσος ο λεφτάς. Δεν ήξερε τι είχε αυτός, κι ο Παυσανίας λέει ότι έστειλε και δώρα στους Δελφούς. Για πάμε τώρα που μάθαμε και Λυδικά: 𐤨𐤭𐤬𐤥𐤦𐤮𐤠𐤮.

Ευκολάκι. Το πρώτο, από δεξιά πάντα ξεκινώντας, είναι κ, μετά ρ, μετά ο, μετά είναι το δίγαμμα που ξέρεις, ύστερα ι, ύστερα σου παχύ, μετά α και τέλος πάλι σου παχύ. Κροβισάς. Έτσι προφερόταν ο Κροίσος, λένε οι σοφοί. Κροβισάς. Και του ’παν οι Δελφοί, βεβαίως, να την κάνεις, του ’παν, την εκστρατεία, γιατί να μην την κάνεις, μεγάλη πόρτα θα διαβείς, μέγα βασίλειο θα καταστρέψεις. Καλά, μιλάμε και πολύ γάτες οι Δελφοί. Τα ’βαλε ο Κροίσος με τον Κύρο, τον Πέρση, και πράγματι κατέστρεψε ένα μεγάλο βασίλειο – το δικό του. Ο ίδιος πιάστηκε αιχμάλωτος κι εκεί που τον είχαν βάλει στα κάρβουνα να τον ροδοψήσουν, κατέβηκε ένας από μηχανής θεός και τον γλίτωσε τον ίδιον προσωπικώς, αλλά Λυδία τέλος. Αυτό ήταν.

Λυδικά. Άμα, αγαπώ. Ντα, δίδω. Μπραφρ ο αδελφός. Αμού, εγώ. Όταν λέμε ινδοευρωπαϊκά, εννοούμε ινδοευρωπαϊκά. Σουιός ο υιός, κατάλαβες; Και λύδιος στη μουσική ο ένας τρόπος, και μιξολύδιος ο άλλος. Μπορείς να τραγουδήσεις τίποτε δρόμους ανατολίτικους άμα δεν ξέρεις τέτοια; Δε μπορείς. Αξεχώριστα τα έργα του ανθρώπου. Σαν τον κισσό. Φυτό ανθεκτικό. Φύεται παντού και περιπλέκεται με όλα. Κι ανεπιθύμητο να τον θεωρήσεις, να τον ξεφορτωθείς δε μπορείς. Δε γίνεται.

Κι από τη Λυδία και οι Λυδίες, κατάλαβες τόσην ώρα πού πάει η βαλίτσα; Διότι, Λυδία, φίλε μου, εκτός από ωραίο κορίτσι —μικρασιάτισσα, τι περιμένεις—, Λυδία θα πει εκ Λυδίας. Όπως λέμε μπαταρίες Γερμανός, Γεώργιος Ρωμαίος και Ευανθία Ναυπλιώτου. Έτσι και Λυδία. Μάτια μαύρα κι αμυγδαλωτά. Από κει και η Λυδία των Θυατείρων – ξέρεις πού ήταν τα Θυάτειρα; Ε, πού θα ’ταν! Στη Λυδία! Πενήντα χιλιόμετρα από το Αιγαίο. Ελληνιστική κατοικουμένη σου λέω, και δε με ακούς. Πελοπία λεγόσαντε τα Θυάτειρα, αλλά εκεί φαγώνονταν σαν τα κακά σκυλιά Σέλευκος Νικάτωρ και Λυσίμαχος, και πάνω που κέρδιζε τη μάχη ο Σέλευκος, τσουπ, έρχεται μαντάτο ότι γεννήθηκε και η κοράκλα του —έτσι γράφει ο Στέφανος Βυζάντιος— οπότε θυγάτηρ, Θυάτειρα το ’πε το μέρος, με πιάνεις;

Που λεγόταν και Φιλιππισία, αυτή η Λυδία η εκ Θυατείρων που λέγαμε, διότι καθόταν στους Φιλίππους, στη Μακεδονία, και τήνε λέγαν και πουρπουράρια, ρωμαϊστί, και πορφυροπώλι, ελληνιστί, διότι φίλε μου ήτο εμπορικός αντιπρόσωπος, και ανακατευόταν με πορφύρες, εδώ τα καλά υφάσματα, κι άκουσε τον Παύλο και τον Σίλα να μιλούν και τους άνοιξε τη σπιταρώνα της και βαφτίστηκε, κι αυτή και όλος της ο οίκος. Έτσι λένε οι γραφές. Σκέψου τσαγανό εκείνη την εποχή επιχειρηματίας, γυναίκα πράμα. Και γίνηκε αγία, και ήρθε κι ο διορισμός, προστάτισσα των βαφέων υφασμάτων, άκου τώρα πώς έρχονται και δένουν τα πράματα —κισσός λέμε—, κι όλες οι εικόνες της την έχουν και κρατάει πορφύρα, ή φοράει σαν εσάρπα, ένα πράμα πορφυρό στους ώμους.

Μάλιστα. Κι έχει πολλά παρακλάδια ως Λυδία, άλλες μέρες τη γιορτάζουν οι Ρώσοι, άλλες οι Λουθηρανοί, κάτι μπερδεμένα παίζουν και με τους Καθολικούς – τέλος πάντων οι Ελληνορθόδοξοι όμως την έχουν ισαπόστολη κι έχει κι εκκλησιά στους Φιλίππους και στην Ασπροβάλτα. Και είναι βεβαίως και η πρώτη χριστιανή επί ευρωπαϊκού εδάφους, κατάλαβες τι παίζει; κάτι σαν προάγγελος της κομισιόν.

Κισσός είν’ η αγάπη μου
που πλέχτηκε, κυρά μου.
Τυλίχτηκε στη μέση σου,
χάιδεψε τα μαλλιά σου,
ακούμπησε στα χείλη σου
κι έκλεψε τη μιλιά σου.

Στίχοι ο Τάσος Μαστοράκης, μουσική ο μέγας Κώστας Κλάββας, και το ’πε το άσμα ο Γιάννης Βογιατζής. Θεσσαλονίκη, Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού, 1961.

Κισσός, λέμε.






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.