Κουμκουάτ μου ’φερε μια φίλη μου από την Κέρκυρα. Ναι, ρε φίλε. Κουμκουάτ. Αυτά τα μικρούλια που είναι σαν ελιές αλλά καθόλου πράσινα, διότι είναι εσπεριδοειδή παρακαλώ, πορτοκαλόπουλα δηλαδή, αυτηνής της οικογένειας, και φύονται εις τας Ιονίους Νήσους καθόσον εκεί βρήκαν μέρος καλόν και εύφορον να φύονται – όπου θες τα βάνεις, και σε περβόλι και σε γλάστρα, φτάνει και 3-4 μέτρα αυτό, και στο μπαλκόνι σου ακόμη, και κοντά εκεί κατά το μεσοκαλόκαιρο κάνει μια και βγάνει κάτι ανθούς λευκούς κουκλίστικους, και κατά Γενάρη - Φλεβάρη μεριά βγάνει και τις ελίτσες του τις πορτοκαλένιες, τόσες δα, με κουκούτσι – δεν το τρως ωμό αυτό το πράμα, ως φρούτο, γιατί είναι παράξενο, το κάνεις όμως γλυκάκια και ζελεδάκια και λικεράκια, μαρμελαδίτσες, τέτοια κόλπα, και τα ’χεις κι ευφραίνεσαι – να σας τρατάρουμε ένα κουμκουάτ; αχ, καλέ, δεν είναι ανάγκη, μη σας βάλουμε σε κόπο, καλέ ποιος κόπος, να, καθίστε στην πέργκολα κι έφτασα, μαρή Αγγέλα, βάλε παιδί μου νεράκια παγωμένα εδεπά να κάτσου οι αθρώποι
Ναι, ρε φίλε, κουμκουάτ – ο Μέρλιν τα ’χε φέρει αυτά στα Επτάνησα, τόνε ξέρεις αυτόνε; βίος και πολιτεία, Εγγλέζος ήτανε – τι Εγγλέζος, Πειραιώτης γέννημα θρέμμα, πού να σου εξηγώ, ο μπαμπάς του ήταν πρόξενος της Βρετανίας στον Περαία, και γενικός δενξερωτί τής Ιονικής, ναι, αυτηνής της Ιονικής που μετά έγινε Ιονική και Λαϊκή αλλά ήταν εγγλέζικη, το ’ξερες αυτό; ναι, η Ιονική που είχε υποκαταστήματα στο Τζάντε και στην Κορφού και στην Κεφαλονιά, της είχε δώσει από παλιά η Ιόνιος Πολιτεία και έκοβε και νόμισμα, δόξες μιλάμε, και υποκαταστήματα στην Αίγυπτο, χαμός, και μετά τής τα πήρε ο Νάσερ στο τζάμπα τα υποκαταστήματα, και τα ελληνικά τής τα αγόρασε η Εμπορική κι ο Ανδρεάδης – 635.000 λίρες Αγγλίας κύριε! Ναι, αυτή η Ιονική – την πρόλαβες, δεν την πρόλαβες; που μετά και την Εμπορική γινήκαν ένα με την Πίστεως, και μας προέκυψε Άλφαμπανκ, πακέτο
Ο Μέρλιν, που λες, που ήταν και αθληταράς – καλά, δεν ήταν και κάνας πεχλιβάνης ή φτεροπόδαρος, μπα, σκοποβολιτζής ήταν, αλλά είχε πάρει μέρος και στους πρώτους Ολυμπιακούς τού 1896, μέσα σ’ όλα, σαραντάρης ήταν τότε, κι είχε παντρευτεί και Θεοτόκαινα αυτός, είχε πάρει τη Ζαΐρα, την κόρη του Γεωργίου Θεοτόκη, αμέ, κι ύστερα τη χώρισε και πήρε την Κάτια Ιγγλέση, ελληνίδα κι αυτή, ρωσίδα αρχοντοπούλα, βίος και πολιτεία σου λέω, αυτοκρατορία μιλάμε, και κάναν και τον Έντβιν που ήταν πιλότος τής ΡΑΦ τής εγγλέζικης, στον Παγκόσμιο Πόλεμο
Τα κουμκουάτ κινέζικα είναι, το ’ξερες; βέβαια κύριε, 金柑, ορίστε, το λέει και η λέξη, το πρώτο σχεδιάκι θα πει χρυσό και το δεύτερο θα πει μανταρίνι, κατάλαβες; τελοσπάντων μη μπλέξουμε με κινέζικα, πάντως όλο μαζί θα πει χρυσοπορτόκαλο, κάπως έτσι, και είναι κινέζικη εφεύρεση και τα ’φερε ο Μέρλιν που λέγαμε στην Ελλάδα – έλα ρε που κάνεις πως δεν ξέρεις, αυτός ο Μέρλιν ντε, που έφερε και τα πορτοκάλια μέρλιν, τα ουόσιγκτον νέιβελ από τις αμερικές – είδες μικρός που είναι ο κόσμος; τόσος δα, οδός Μέρλιν, εκεί τελειώναν τα χτήματά τους
Ναι, αυτός, που όταν ξέσπασε ο πόλεμος πήρε την Κακιούσα του και την κάναν κατά Κρήτη μεριά που ’χαν εκεί ένα από τα φτωχικά τους, ένα παλιό βενετσιάνικο δηλαδή, τη Μπελακαπίνα, και, για να καταλάβεις τι παιζόταν, γράφουν σήμερα οι ιστοριοδίφες κόπι πέιστ όλοι ότι είχανε μαζί τους λέει τότε και τον βασιλέα, τον Έλληνα βασιλέα βρε, τον Γεώργιο Β΄, και μαζί και τον Τσουδερό, τον πρωθυπουργό – μόλις είχε αυτοκτονήσει ο Κορυζής ο καημένος – ο Τσολάκογλου, τι να κάνει, υπέγραφε χαρτιά το ’να πίσω απ’ τ’ άλλο να γλιτωθούν οι σκοτωμοί, κι ο Μέρλιν κάναν συσκέψεις σπίτι του ο βασιλέας και ο πρωθυπουργός, κι ύστερα, λεν πάλι το ιστοριοδίκτυο, πως ήρθε μήνυμα, λέει, από το Μπλέτσλεϊ, να την κάνουν με ελαφριά πηδηματάκια γιατί ερχόσαντε οι Φριτς με τ’ αλεξίπτωτα, οπότε ήρθαν κάτι νεοζηλανδοί φαντάροι και τους πήραν και τους πήγαν ακομπανιαμέντους μέχρι τα Σφακιά, κι εκεί τούς περίμενε το ντιστρόιερ, το έιτς εμ ες Νάπιερ, και τσουπ, πετάξαν για Αλεξάνδρεια, ολ τουγκέδερ τα πουλάκια
Η φυγάδευση συνέβη όντως, αλλά όλα τ’ άλλα, τι να σου πω, σιγά μην έφτασε πληροφορία από το Μπλέτσλεϊ – δύσκολο, αυτοί δε δίναν πληροφορίες ούτε του αγίου τους – δε θέλαν, κατάλαβες – παιδεύονταν με το Ενίγκμα, την ξέρεις την ιστορία, δεν την ξέρεις; που ’γινε και ταινία; και δε δίναν τα ξεκρυπτογραφημένα, τις πληροφορίες, δεν τις δίναν ούτε στον δικό τους τον στρατό, αφήναν τα παιδιά τους και πηγαίναν και σκοτώνονταν, γιατί αλλιώς θα παίρναν χαμπάρι οι Γερμανοί ότι κάτι λάκκο έχει η φάβα, σου λέει πού το ξέραν αυτοί ότι χτες τη νύχτα ώρα τάδε θα βομβαρδίζαμε το τάδε μέρος, κατάλαβες; οπότε αφήναν τον κόσμο και μακελευόταν για μη την ψυλλιαστούν οι άλλοι ότι τούς το ’χουν σπάσει το σύστημα και τα διαβάζουνε τα μυστικά τους, σκατοπόλεμος ρε παιδί μου
Τα ’ξερες με το Μπλέτσλεϊ που είχαν μαζευτεί εκεί και δουλεύαν χιλιάδες κορίτσια, έτσι; Κολόσους πρότζεκτ. Δεν είχε τότε άντρες η αυτοκρατορία, ήσαντε όλοι στα μέτωπα – χιλιάδες κορίτσια στο Μπλέτσλεϊ, γυναικούπολη. Και μαζί είχαν μαζευτεί και όλοι ο αφρός, κρυπτογράφοι, παπυρολόγοι, γλωσσολόγοι, σκακιστές, σταυρολεξάδες, κομπιουτεράδες, ψυχοτέτοιοι, χάκερς, όλοι οι αλαφροΐσκιωτοι, γιου νέιμ ιτ, όλη η ιντελιγκέντσια, από τον φοβερό Ίαν Φλέμινγκ, ναι αυτόν που μετά έφκιασε τον Τζέιμς Μποντ, μέχρι τον εξίσου φοβερό Άλαν Τιούρινγκ, αυτόν που μετά δεν έφκιασε τίποτε γιατί αυτοκτόνησε φίλε μου, ναι, γιατί τον είχαν παστώσει στα φάρμακα επειδή γουστάριζε άντρες ο φουκαράς και τότε στας Αγγλίας αυτό σε πηγαίναν στο δικαστήριο ρε φίλε, άκου να δεις, και τον είχαν βάλει τον άνθρωπο και κατάπινε χάπια, να του φύγει λέει η πάθηση, και δεν άντεξε, και πάει ο Τιούρινγκ
Τέλος πάντων, σήμερα πια δεν το λογαριάζουμε πάθηση αυτό, πάλι καλά, σκέψου τώρα, να ’σαι σερνικός, να σ’ αρέσει ο Μήτσος, να σου την πέφτουν ότι έχεις πάθηση και να πηγαίνεις φυλακή και ψυχιατρείο και να σου δίνουν ορμόνες με το ζόρι – ή επειδή είσαι κορίτσι και σ’ αρέσει η Σούλα, ξέρω ’γώ, ότι και καλά θες θεραπεία, κατάλαβες
Πάλι καλά ρε φίλε – τουλάχιστον το πήραμε απόφαση ότι αυτό το συγκεκριμένο δεν είναι αρρώστια, πάλι καλά, αλλά έχουμε πολύ δρόμο ακόμα – ακόμη και σήμερα, κάτι άλλα που δε μας αρέσουν και που μας ζορίζουν, ακόμα σαν αρρώστιες τα κοιτάμε και τα προγράφουμε και φκιάνουμε κι επιτροπές και ιερές εξετάσεις, ψυχιατρεία, κομισάριους, ορθοπολιτικές, γουόκ, απ’ όλα έχει ο μπαξές, βλέπεις δε μας περνάει από το νου ότι το ίδιο είναι, ότι αν τη σκεφτούμε άρρωστη τη Μαρία που γουστάρει τη Σούλα, μετά είναι ένα τσιγάρο δρόμος για κάποιον λόγο να σκεφτούμε αλλιώς, ότι άρρωστος είναι ο Σπύρος που γουστάρει τη Σούλα. Ένα τσιγάρο δρόμος να λαμπαδιάσουμε και να αυτοκαταστραφούμε. Δε μας έχει περάσει απ’ τον νου πού μπορεί να μας βγάλει αυτή η φάμπρικα να έχουμε λύσεις για τους άλλους και να τους γιατρεύουμε
Δεν το ’χουμε καταλάβει ξεκάθαρα, κι εξακολουθούμε και τα σβήσε γράψε με την ιστορία, κι αυτήν τη γιατρεύουμε, την περιποιούμαστε κάθε φορά κατά πώς πρέπει, την ερμηνεύουμε με τα τωρινά μας τα γυαλιά, και τους κυνηγάμε τους κακούς και τα φαντάσματα, τους πετάμε απ’ έξω, νταμνάτιο μεμόριε, κατάλαβες, διότι ξέρουμ’ εμείς ποιο είναι το σωστό και πώς θα ’πρεπε να είναι γραμμένο αυτό το σωστό στα βιβλία μας
Ωχ θε μου, έχουμε πολύ, μα πάρα πολύ δρόμο ακόμη, απελπισμένο δρόμο, τόσον που δεν ξέρουμε μήπως απλώς δεν πρόκειται ποτέ και με τίποτε. Αυτά είναι ρε παιδί μου τα κουμκουάτ, πώς το λένε. Αυτά είναι. Θέλεις πάρτα, θες μην πάρτα. Άσε πώς θα ’θελες ή πώς θα ’πρεπε να είναι. Δες τα όπως είναι. Πορτοκαλάκια σαν ελίτσες καλέ μου φίλε. Αυτά είναι και τέλος.
Μπα σε καλό μας, δηλαδή, μα τόσο δύσκολο είναι;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου