Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Όραμα



Των Εκλογών. Του Κωνσταντίνου. Της Ελένης. Του Τυφλού. Κυριακή είναι αυτό; Αυτό είναι συνωστισμός. Μοιάζεις με την καρδιά μου.

Δε βαριέσαι. Το παν την σήμερον είναι να έχεις όραμα. Άμα έχεις, μη σ’ ανησυχεί διόλου. Κάθεσαι κει που κάθεσαι, και στα καλά του καθουμένου πατάς τις τσιρίδες. Τρέχουν οι σφουγκοκωλάριοι – είστε καλά Μεγαλειότατε; Λες εσύ αυτά που έχεις να πεις, αρχινάν αυτοί και τα ψιθυρίζουν – ο Μεγαλειότατος είδε όραμα. Ενύπνιον. Έρχεται, ξέρω ’γω ο δάσκαλος του παιδιού σου, κατάπληκτος κι αυτός, και το επιβεβαιώνει. Μα βέβαια! Όραμα σπουδαίο! Και πλακώνουν σιγά σιγά ο ένας κι ο άλλος και δως του. Έτσι το όραμα, αλλιώς το όραμα. Ε, η αρχή έχει γίνει, κατάλαβες; Το έναυσμα. Τα ξερά αρπάξαν. Τώρα ο ένας θ’ αρχίσει να αυξάνει τον άλλον, θα τα φουσκώνουν, θα τα πλουτίζουν, και θα λαμπαδιάσει: ποιο όραμα, θαύμα μέγα ήταν, σκιστήκαν οι ουρανοί, βρονταί, αστραπαί, μες τη μέση του μεσημεριού, χιλιάδες τα στρατά, σεισμός, πλήθος κόσμου, τα καλύτερα μυαλά της αυτοκρατορίας θα εξηγούν, θα αναπτύσσουν, θα αναλύουν, θα βρίσκουν τις αιτίες και τα αιτιατά, τι τρανός χορός θα γένει.

Οι στρατηγοί θα ράψουν τις νέες στολές και τα φλάμπουρα και οι ιερείς θα ανακηρύξουν, και θα αναπέμψουν δεήσεις και ευχαριστίες. Η αυτοκρατορία θα συγκολληθεί εις σώμα κι άλλοι θα μείνουν εκτός και θα τρομάξουν και θα φτιάξουν άλλη θρησκεία. Και θα περάσουν αιώνες και θα ’ρθουν οι αστρονόμοι και θα βρουν ποια ήτο ακριβώς η ηλιοστασία. Καθώς και οι βιολόγοι που θα εξηγήσουν πώς τα υβρίδια της δωδεκάτης θυγατρικής γενεάς. Οι ψυχολόγοι θα αποκαλύψουν πώς το ασυνείδητο και το συνειδητό, και θα βρουν οι αστρολόγοι πού τον είχε τον ανάδρομο ο κατάδρομος. Ο γνωστός νομπελίστας θα γελάσει, μα δεν υπάρχει θεός, είναι αποδεδειγμένο, το κοινωνικό πλαίσιο θα αναλυθεί, εσύ θα γίνεις μπούλετ στις εκθέσεις στο λύκειο, και η βικιπαίδεια θα γράφει πως όποια και να είναι η αλήθεια, είναι γεγονός πως κάτι βίωσες. Αφού φυσικά προηγουμένως ο γενειοφόρος θα έχει καταγγείλει το όπιο των λαών και οι νεολαίοι τους φονιάδες.

Κι όλοι θα ασχολούνται ποια είναι η αλήθεια, αν εσύ πράγματι είδες ή μήπως δεν το είδες το όραμα. Κι άλλοι θα την ξέρουν έτσι, κι άλλοι θα την αποδεικνύουν αλλιώς, την αλήθεια, κατά τα πιστεύω του ο καθείς, και τους φόβους του και τις ανάγκες του. Και κατά την αλήθεια του. Ο καθείς. Και θα ’ναι ολονών το ζήτημα καταδικό τους.

Ενώ η αλήθεια θα είναι αλλού. Ότι εσύ ήξερες ποια στιγμή και τι ακριβώς χρειαζόταν να πεις, έτσι ώστε ο κόσμος να ασχολείται με το ζήτημα εις τον αιώνα.

Ε, δεν είσαι Μέγας;


---------------------------------

Επικαιρότητα: Κυριακή 21 Μαΐου 2023. Εκλογές, του Τυφλού, Κωνσταντίνου και Ελένης. Όχι απαραίτητα μ’ αυτήν τη σειρά.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...