Ήτανε που λες έναν καιρό μια βασιλοπούλα, που όμοιά της μάτια μου, δε γνώρισε η οικουμένη. Στο βασίλειο αυτό το μακρινό, όλα τα πλούτη κι όλα τα καλά, και σε χρυσό παλάτι κάθονταν. Και σε κήπο με δέντρα και λουλούδια ανθισμένα, σε παράδεισο. Εκεί περνούσανε, κι η βασιλοπούλα όλα στα πόδια της. Κι όλοι πια πού να την βάλουν δεν είχαν.
Μώρη μάργω φιλντισένια
Μώρη μαργαριταρένια
Ένα μεσημέρι λοιπόν, κειδά που καθόνταν με τη δούλα της και τη χτένιζε αυτή και της τραγούδαγε και ψιλό μαργαριτάρι έπεφτε στην ποδιά της, πώς κάνει και αποκοιμιέται η βασιλοπούλα, και τι να δει.
Άσπρο περιστέρι λέει επέταξε, φτεράκισε κι εκατέβηκε πάνω στο χρυσό τραπέζι και στάθηκε. Κι είχε λέει στο στόμα του και κρατούσε κλαδί ελιάς. Το αφήνει, και μες τα μάτια του είχε σύννεφο. Και σκιά. Κι ύστερα πάλι, πάει, λέει, φτεράκισε ξανά, κι υψώθηκε και χάθηκε.
Είδε και θάμαξε η βασιλοπούλα κι ώσπου να ’ρθεί στα συγκαλά της, να ’σου ένας αετός από ψηλά. Κύκλωσε και ζυγιάστηκε, και κάνει μια κι αυτός και βουτάει στο τραπέζι το χρυσό κι εκάθισε να ξεκουραστεί. Και στο στόμα του είχε στεφάνι λουλουδένιο, μ’ όλα τα άνθη του περβολιού. Το ακούμπησε, την κοίταξε, μάτι φωτιά κι αλλόκοσμο, σηκώθηκε και πέταξε και πάει στη δουλειά του.
Τα ’χασε πια η κόρη και διαλογιζόταν, τι να ’ναι πάλι ετούτο. Και πριν ξανάβρει την ανάσα της, ακούει τον κρωγμό, τον κόρακα. Κοιτά, και τι να δει: τ’ ολόμαυρο πουλί και ζύγωνε κι αυτό και κατέβαινε ίσια στο τραπέζι το χρυσό. Και στο στόμα του φίδι κρεμόταν σκοτωμένο. Το άφησε κι άνοιξε τις φτερούγες του, και κάνει μια και πάει στη δική του τη δουλειά.
Μώρη μάργω φιλντισένια
Μώρη μαργαριταρένια
Ξύπνησε η κόρη με τα κλάματα και με τη στενοχώρια και πού να την παρηγορήσει η δούλα και τι να της πει και πώς να κανακέψει. Κι έπεσε σε μαύρη λύπη κι έγνοια, τι ’ταν αυτό που ήρθε και τάραξε τον ύπνο της και τι ’θελε να πει.
Και βάλαν ο πατέρας της και ρώτησαν παντού. Κι ήρθαν όλοι οι σοφοί να βρούνε να σκεφτούνε και κανείς δεν έβρισκε τι ήταν το σημάδι. Ώσπου έβαλε αυτός τελάλη και γύριζε τα βασίλεια.
– Όποιος ξέρει να μας πει τι είδε στον ύπνο της η βασιλοπούλα, να έρθει να το πει. Κι άμα τόβρει, θα τον κάνω πλούσιο. Ειδεμή, θα του πάρω το κεφάλι.
Πήγανε μάτια μου απ’ όλα τα βασίλεια. Πήγαν οι σοφοί, πήγαν και παλικάρια. Από τα πέρατα κι από παντού. Κι όλοι συλλογιόνταν και πάλευαν να τόβρουν και κανείς δεν τα κατάφερνε. Κι είχε γεμίσει κεφάλια σωρός ώς απάνω. Ώσπου έφτασε στην πολιτεία εκείνη κι ένας σοφός καλόγερος, που ’χε διαβάσει όλα τα βιβλία κι έγραφε τις νύχτες στο γόνατο με το λυχνάρι. Άκουσε κι εκείνος τον τελάλη, και είπε.
– Πηγαίνετέ με στο παλάτι.
Μια και δυο, παν αυτοί και ρωτάνε τον βασιλέα. Εγέλασεν αυτός.
– Τι να τον κάνω αυτόν. Πάρτε τον από δω.
Αυτός δεν ξεσυνερίστηκε. Μόνο λέει:
– Στρώστε μου στον στάβλο να κοιμηθώ. Με τα ζωντανά. Κι ελάτε το πρωί να μου πείτε πού βρήκατε το μαξιλάρι της βασιλοπούλας.
Παν αυτοί. Και δεν του στρώνουμε να κοιμηθεί στον στάβλο, λέει ο βασιλέας. Ας κάμουμε κατά πώς λέει. Και να του πείτε το πρωί πού το βρήκατε το μαξιλάρι της βασιλοπούλας. Τι θα πάθουμε πια.
Έτσι κι έγινε. Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, παν αυτοί, κοιτάν, η βασιλοπούλα κοιμόταν με το μαξιλάρι ανάμεσα στα πόδια της. Και τα μαλλιά της όλη ομορφιά και χάρη. Κι η δούλα να τής τραγουδά.
Παν στον βασιλιά. Φωνάζουν τον καλόγερο.
– Ακούς; Ανάμεσα στα πόδια της το ’χε το μαξιλάρι η βασιλοπούλα. Κι η δούλα τής τραγούδαγε.
– Το περιστέρι είναι η κόρη σου βασιλέα μου, είπεν ο καλόγερος. Και η ελιά ο άθλος της. Ο αητός η δύναμή της κι η αδυναμία της. Τα λούλουδα η ψυχή της. Το κοράκι ο κόσμος της και το φίδι ο βίος της. Κι εγώ δε θέλω πλούτη ούτε φλουριά. Άσε με μόνο να την βαφτίσω.
Άκουσεν ο βασιλιάς και θάμαξε. Κι η βασίλισσα έκλαψε η έρμη και δεν το ’πε κανενός. Και εκάμανε και βάφτιση, κι από Πηνελόπη την είπαν Ειρήνη.
Κι ήμουνα κι εγώ εκεί, κι έκανα σεργιάνι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου