Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αντίρρηση

– Ντου γιου γουόντ σουβλάκι;
– Νόου.
– Ντου γιου γουόντ μουσάκα;
– Νόου.
– Ακρόπολη γιου λάικ;
– Νόου.

Σιχτίρ. Έχουνε ξεφύγει. Ξες πόσα νόου λένε; Λες και το ’χει στην αυλή της και ό,τι ώρα θέλει θα πάει. Αν δεν πάει σήμερα, δεν πειράζει. Θα πάει αύριο. Τι νόου, μωρή, αύριο πετάς – πότε θα πας;

Έτσι λεν αυτές. Νόου. Αλλά γράφουνε Νο – το ξες αυτό; Σαν τις Ιταλίδες. Και τις Γαλλίδες. Νο. Σκέτο. Και οι Ισπανίδες. Κι αυτές Νο λένε. Τώρα πώς οι Αμερικάνες το κάναν αυτό Νόου – άει βρες. Ό,τι να ’ναι. Άλλο γράφεις, άλλο λες. Άλλ’ αντ’ άλλων. Νόου.

Οι άλλες να δεις: Νάιν. Ένα αγρίεμα, σαν πολεμική ταινία ένα πράμα. Νάιν. Άκου κει. Αλλά δε φταίτε σεις. Δε φταίτε. Νάιν. Και Νααα μπορεί να σου πει. Και Νεεε. Βελάσματα. Η Σιωπή των Αμνών. Νεεε. Και Νέιχ, που λέει ο άλλος. Μ’ ένα υποπτώδες χι στο τέλος. Ακούγεται και δεν ακούγεται. Νέιχ. Σε καλό σας.

Και Νιέτ. Αυτό είναι εύκολο. Η Λιούμπα Νιέτ λέει. Και Νε, που λένε στη Σερβία. Και στην Τσεχία. Κι αυτές Νε λένε. Να μην ξέρεις τώρα τι παίζει, και να σου πει η άλλη Νε. Κολάζεσαι ή δεν κολάζεσαι; Εντάξει. Όχι και τόσο. Ακούγεται Ναι, αλλά δεν είναι. Είναι Νε. Κομμένη. Πάει, τέλος. Όλα τ’ άλλα τα σημάδια δε σου δίνουν θάρρος καθόλου.

Ξέρεις πού μπορείς να την πατήσεις; Με τις Βουλγάρες. Νε σου λέει και κουνάει και το κεφάλι κάτω, και νομίζεις ότι λέει Ναι κανονικό. Αμ δε. Μην ξεγελαστείς. Άλλο εννοεί. Τους είχε μείνει λέει – μου τα ’λεγε η Μπογιάνα, η μαγείρισα στου Φώτη. Οι μόνοι στον κόσμο, ρε φίλε. Τους έμεινε, λέει, απ’ την τουρκοκρατία. Για να μην καταλαβαίνουν οι εχθροί τι λένε. Έτσι λέει ο μύθος.

Άγγλοι Γάλλοι Πορτογάλοι – Νάου λεν αυτοί. Οι Πορτογάλοι. Και Νιλ οι Ιρλανδοί. Νεμάγιε οι Ουκρανοί. Νεϊί στα Ουρντού, στο μακρινό το Ινδουστάν. Νέιν λέγαν οι Ασκενάζιδες οι Εβραίοι. Να στα Παντζάμπι, στη Λαχώρη και στο Πακιστάν. Νου στα Ρουμάνικα. Νέτα στα Σίνχαλα, στη Σρι Λάνκα, κάτω απ’ τις Ινδίες. Νιέ στα Σλοβάκικα, καταμεσής στην Ευρώπη. Ναχί οι Μαράθι στην Ινδία πάλι αυτοί. Νιέ οι Πολωνοί και Να οι Πέρσες. Μέχρι και οι Ούγγροι, που είναι από άλλο ανέκδοτο, κι αυτοί Νεμ λένε. Και Νε οι Λεττονοί. Στις Μαλδίβες Νουν. Και στα Χίντι, Ναχίν.

Αυτό ήθελα να σε ρωτήσω, μέρα που ’ναι: όλο σου το σόι από νι την ξεκινάει την αντίρρηση. Μα όλοι. Εσένα πώς σου ’ρθε και το λες αλλιώς; Αυτό δηλαδή το Όχι που λες εσύ όταν σε πιάνει το ανάποδο, αυτό το Όχι, πού το ξεσήκωσες; Τίποτε γνωστοί σου;





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.