Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αρεοπαγίτης




Λοιπόν:

Όχι, δεν είναι αεροπαγίτης. Θα σου το πω να το θυμάσαι εύκολα: αν ήταν αεροπαγίτης, θα ’ταν ουρανοκατέβατος. Εξ αέρος. Και τότε δεν είχε αεροπόροι. Περπατητοί πηγαίναν οι αθρώποι, άντε και με καμιά άμαξα. Επομένως, πάει αυτό: αρεοπαγίτης ήταν ο χριστιανός. Το ξεκαθαρίσαμε.

Άρειος Πάγος. Αυτό που ’χουμε και στις μέρες μας. Δικαστήριο. Πολιτικά και ποινικά ζητήματα, υποθέσεις, διάδικοι, τέτοια. Ακυρωτικό σήμερα. Εξετάζει αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί. Αν είναι σύννομες κι αν συνάδουν με το σώμα της νομολογίας. Έχουν συνάφεια αυτά που αποφασίστηκαν ή μπα;

Αλλά είναι πολύ παλιό δικαστήριο και τότε δίκαζε ανδροφονίες, έτσι τις λέγαν τότε τις ανθρωποκτονίες. Στήθηκε στα χρόνια του Κέκροπα – είχε βουίξει το φέισμπουκ τότε. Και του Θησέα. Χίλια πεντακόσια προ Χριστού, μιλάμε. Ανδροφονίες. Διότι εκεί έγινε η πρώτη φονική δίκη, δίκη δηλαδή για φόνο – ο Αλιρρόθιος είχε βιάσει την Αλκίππη, την κόρη του Άρη και της Αγραύλου. Και τον έκανε νιανιά ο Άρης τον κύριο, τον ψιλόκοψε και τον άφησε να τον φάνε οι σκύλοι και τα όρνια. Και του τραβάει μια μήνυση ο Ποσειδώνας —γιατί ήτανε γιός του το μπουμπούκι ο Αλιρρόθιος—, και κάτσαν οι θεοί κι οι θεές και δικάσαν, εκεί στο πλάτωμα δυτικά της Ακρόπολης, είχε και ωραίο κλίμα κι ήταν και το κέντρο του παντός, καθαρό αεράκι, γνωστά αυτά – δικάσαν λοιπόν κι αφού είπαν ο καθένας τι είχε να πει, οι δώδεκα δια βοής τον βγάλαν αθώο τον Άρη. Μάλιστα κύριε. Και γύρισε ο δικός σου, ο αθωωθείς, και τραβάει μια με το δόρυ του στην πέτρα, και το ’μπηξε μέχρι τη μέση, και λέει του Ποσειδώνα, το βλέπες αυτό; έτσι θα στο ’χωνα και σένα και σ’ όλο σου το σόι, καργιόλη.

Να γιατί πάγος. Διότι πήγνυμι. Μπήζω. Μπήγω. Και πηγός ο γερός. Κι ύστερα ήρθαν ο πηγετός κι ο παγετός που συνομιλούν με την έννοια στερεώνω, μπήγω, σταθεροποιώ. Και ο πηκτός – ο μπηγμένος. Κι έτσι σκεφτήκαμε το πηχτό να είναι τυράκι, αφού είναι πηγμένο. Σαν πάγος – κι αυτός πηγμένος δεν είναι; Και πηκτικός αυτός που βοηθάει κάτι να πήξει, δηλαδή να σταθεροποιηθεί. Οπότε το αντιπηκτικό κάνει την ανάποδη δουλειά – μην παγώσει το νερό στα σωληνάκια στο αυτοκίνητο και το πετάξουμε. Και μην πήξει το αίμα στα δικά μας τα σωληνάκια και μας πετάξουν. Πολύ ήθελε μετά, αυτό που καθηλώνει, που ακινητοποιεί, αυτό να το πούμε παγίδα; Και να παγιδεύει; Και να ’σου ο παγετών, να ’σου ο παγερός – του ’ριξε λέει ένα βλέμμα, του πάγωσε την ψυχή. Έρχεται το πάγιο της ΔΕΗ, παγώνεις εσύ και δεν ξέρεις πώς ν’ αντιδράσεις, ανοίγεις την καταπακτή —άλλο πήγνυμι κι αυτό—, και μπήγεις έναν πάσσαλο στην καρδιά τού νοσφεράτου να τον σκοτώσεις επί τέλους. Μπήγω και πάσσαλος. Πήξαμε. Απ’ το ίδιο το ποτάμι – κοίτα πράμα που ψαρεύεις.

Άρειος Πάγος, λοιπόν. Ο βράχος τού Άρη. Καθαρό; Καθαρό. Με σε ξανακούσω να λες αεροπαγίτης, θα τσακωθούμε. Αρεοπαγίτης ήταν ο άνθρωπος. Δικαστικός. Μάλιστα. Σπουδαγμένος και από σπίτι. Με γαλλικά και πιάνο. Εννιά χρόνια μικρότερος από τον Δάσκαλο – όταν αυτός σταυρωνόταν, ο δικός μας καβατζάριζε τα εικοσιτέσσερα. Διονύσιος με τ’ όνομα. Και μάλιστα εκείνη τη μέρα την είδε τη σκοτεινιά και του ’μεινε – σου λέει κάτι δεν πάει καλά σήμερα, τον μαύρισε ο θεός τον κόσμο. Χάνεται το σύμπαν.

Άλλο χορό θ’ ανοίξουμε τώρα. Διόνυσος και Διονύσιος, ναι, αυτός που τα ’βαλε μαζί του ο σαχλαμάρας ο Πενθέας. Είχε κατέβει ο θεός άθρωπος, είχε κατέβει και τριγύριζε στον Κιθαιρώνα και τσιμπήσανε οι κόρες τού Κάδμου, τι ’ναι ωρέ τούτος – εντάξει, δεν ήσαντε τίποτε χαζές, γυναίκες πράμα, τρελαθήκαν μαζί του – ευτυχώς που έχει και γυναίκες η ανθρωπότητα και συνεννοούνται με τις θεότητες. Και πήγε ο βλαξ ο Πενθέας κι έβγαλε διατάγματα, όχι έτσι, όχι αλλιώς, και κρύφτηκε να δει τι ακριβώς κάνουν αυτές οι βλαμμένες, ντύθηκε γυναικεία, να κανονίσει αυτός, να επέμβει – κατάλαβες; και βέβαια τον πέρασε η μάνα του για θήραμα και τον έκανε κομμάτια κι ήταν και πολύ περήφανη η μαύρη και καμάρωνε με το κατόρθωμά της. Τι πας και χώνεσαι ρε φίλε.

Ένι γουέι, Διονύσιος λοιπόν ο δικός μας, έτσι για να δεις πώς ανακατεύονται τα πράματα και το σύμπαν και πώς εξανθρωπίζονται οι θεότητες και για ποιον λόγο – μάλιστα αυτός εδώ είχε ακούσει το κήρυγμα του Παύλου στας Αθήνας και τα βρήκε όλα πολύ ωραία και πολύ γκιουζέλ, ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, έτσι σκέφθηκε, και μάλιστα έκανε και ταξιδάκι στους Αγίοι Τόποι που ζούσε ακόμη εκείνη – άλλη μαύρη αυτή, είχε κι εκείνη ορφανέψει από παιδί, της το ’χανε φάει το παλικάρι, και πήγε και την επισκέφθηκε – τι είπαν μεταξύ τους κύριος οίδε, πάντως επέστρεψε ο δικός μας και είπε «το παρουσιαστικό της, τα χαρακτηριστικά της, η όλη εμφάνισή της μαρτυρούν, ότι είναι πράγματι Μητέρα Θεού». Το ’γραψε στο φέισμπουκ και πήρε εκατομμύρια λάικς γιατί έτσι ήταν τότε οι άνθρωποι. Ό,τι να ’ναι. Πετούσες ένα τέτοιο, καταφανώς αστήρικτο – δηλαδή τι είχε ρε φιλε η εμφάνιση και το ’βγαλες εσύ το πόρισμα; και πόσες έχεις δει και έκαμες και στατιστική; Πετούσες ένα τέτοιο και αυτό ήταν. Οι άνθρωποι πίστευαν αυτό που θέλαν ο καθένας – όχι σαν σήμερα που πρυτανεύει η λογική. Πλήρες αλαλούμ ήταν τότε.

Και μετά —το γράφει και το βιογραφικό του— μετά ήταν από κεινούς που εκλήθησαν να παραστούν όταν εκείνη εξεδήμησε προς τον Υιόν της και Θεόν της. Αυτό που δε γράφει στο βιογραφικό ήταν ότι παρέστη και ο Θωμάς και τους λέει ποια κηδεία ρε κορόιδα, να η Ζώνη της, κανείς δεν πέθανε, μου την άφησε κι έφυγε. Μάλιστα. Αυτός ο Θωμάς, ο δικός μας, που ψαχνόταν ν’ αγγίξει τον τύπον των ήλων, το αποτύπωμα από τα καρφιά. Ο Θωμάς της ζωής μας, ο ετάζων.

Μπα. Παρασυρόμεθα. Τέλος πάντων για τον Διονύσιο λέγαμε – πρόσεξε πώς θα τον πεις. Α, μπράβο. Αρεοπαγίτης. Που του κάναν και δυο εκκλησιές – ο πρώτος επίσκοπος Αθηνών ήτανε ο άνθρωπος, μπορεί κι ο δεύτερος, μετά τον Ιερόθεο τον Θεσμοθέτη, λίγη σημασία έχει, έτσι θα τον αφήναν; χωρίς εκκλησία; Μια καθολική και μια ορθόδοξη. Και είναι και ο καθ’ ύλην αρμόδιος δια δικαστικά ζητήματα – ο προστάτης των δικαστικών και του σώματος ολοκλήρου. Και με κάποιον τρόπο φρόντισε να λάβει και μαρτυρικό τέλος δια της πυράς διότι έτσι γινόταν τότε με τα χριστιανικά κουρίκουλι, υπήρχε συγκεκριμένη διαδικασία να ακολουθηθεί, δεν το 'παιρνες το δίπλωμα άμα έκανες του κεφαλιού σου, κι εξακόσια χρόνια μετά κυκλοφόρησαν και τα άπαντά του, το Corpus Dionysiacum, και σήμερα ξέρουμε ότι ήταν μούφα το κόρπους, κάτι πλατωνικά συγγράμματα ήταν αυτά, κι αυτόν τον άλλον, του κόρπους, τον βγάλαμε Ψευδο-Διονύσιο.

Οπότε γυρνάμε πίσω στον Διονύσιο τον αληθινό και κοιτάμε και τι έχει μένει; Ούτε γεγονότα, ούτε καταγραφές, ούτε συγγράμματα. Τίποτα. Μια ιδέα ήταν ο άνθρωπος. Ούτε ιστορικά ξέρουμε τίποτα γι’ αυτόν, τι έκανε, κάτι υλικό ρε παιδί μου, κάτι συγκεκριμένο – χειροπιαστό. Μπα. Τίποτα. Μια ιδέα όλη η πόλη. Αυτό είναι όλο.

Δε βαριέσαι – και ποιος είναι κάτι παραπάνω από μια ιδέα;







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.