Έγραφε ο Γκέμπελς το 1944 στο ημερολόγιό του: δεν είναι ότι οι στρατηγοί αντιτίθενται στον Φίρερ επειδή αντιμετωπίζουμε κρίσεις στο μέτωπο. Είναι ότι υφιστάμεθα κρίσεις στο μέτωπο εξ αιτίας της αντίθεσης των στρατηγών στον Φίρερ.
Τον χειμώνα του ’42 προς ’43 η Αφρική είχε χαθεί για τον Άξονα. Στο Στάλινγκραντ είχε εκμηδενιστεί μια ολόκληρη γερμανική στρατιά, η 6η τού Πάουλους. 250.000 άνδρες. Χώρια η ρουμανική και η ουγγρική, χώρια τα ιταλικά στρατεύματα. Και λίγους μήνες μετά, μέσα στο ’43, έως τον Ιούλιο, από την αντεπίθεση των Ρώσων αποκόπηκαν και η 3η Τεθωρακισμένη και εξολοθρεύτηκαν και η 9η και η 4η κοντά στο Μινσκ. Δηλαδή άλλες 350.000 προσωπικό συνολικά. Κι άνοιξε κι ένα ρήγμα εκατοντάδων χιλιομέτρων στο μέτωπο της Heeresgruppe Mitte, της Κεντρικής Ομάδας Στρατιών. Ένα ρήγμα με μέσα αποφασισμένους Ρώσους.
Τότε ο Χίτλερ δήλωνε ότι οι οχυρές θέσεις, οι feste Plätze, έπρεπε να διατηρηθούν πάση θυσία. Ο στρατός έπρεπε να τις υπερασπιστεί μέχρις εσχάτων. Ακόμη κι αν αυτό ήταν μάταιο. Ακόμη και περικυκλωμένοι. Η υποχώρηση, η παράδοση, ήταν επονείδιστες πράξεις. Δεν υπήρχαν στην αντίληψη – και στο λεξιλόγιό του. Ο Γερμανός αρχηγός πίστευε για τον Γερμανό στρατιώτη ότι ή νικά ή πεθαίνει.
Ένας υπέρτιτλος που καλείται να υπερκεράσει την πραγματικότητα. Νίκη ή θάνατος. Γιατί το αντίθετο, η ουσιαστική επεξεργασία τής εκάστοτε πραγματικότητας, αυτό δηλαδή που διδάσκονται και στο οποίο ασκούνται οι επαγγελματίες στρατιώτες στις σχολές τους, είναι πράγμα επώδυνο, δύσκολο και ανοικτό σε πιθανά σφάλματα που μπορεί να κοστίσουν ακριβά. Αλλά το σύνθημα —και κάθε σύνθημα— υπερίπταται. Αμόλυντο. Δεν λερώνεται από την καθημερινότητα και την εξέταση των στοιχείων. Παραμένει εύηχο. Ωραίο. Ηρωικό. Ο Γερμανός στρατιώτης ή νικά ή πεθαίνει. Είναι μια συντόμευση. Ένα σόρτκατ. Που επιλύει όλα τα θέματα.
Σύνηθες από κάθε δικτάτορα. Από κάθε ολοκληρωτικό λόγο. Απ’ τον καθένα που δεν επιθυμεί να μπει στην ουσία τής συζήτησης. H εύκολη απάντηση στη βάσανο της κριτικής. Το φάρμακο απέναντι στην τόσο κουραστική, στην πραγματικά εξοντωτική διαδικασία τής εξέτασης της ουσίας. Που όλα τα λαμβάνει υπ’ όψη, που περνάει ο καιρός και που άκρη δε βρίσκεται και που κόσμος χάνεται. Ενώ, να, ένα συνθηματάκι και τα θέματα λύνονται δια μιας.
Ένα σύνθημα. Που αναρωτιέται κανείς: τι προσπαθεί να παρακάμψει; Τι σόι αρχηγός είναι αυτός που ενώ όλα βεβαιώνουν ότι θα χαθούν άνθρωποι, μάλλον χωρίς να επιτευχθεί κάποιος στόχος, πώς το σκέφτεται και προτιμάει τον χαμό τους κι όχι την αναδίπλωσή τους – ίσως σε ευθετότερο χρόνο η επίτευξη του στόχου αυτού αποδεικνυόταν προσφορότερη – γιατί τώρα να χαθούν όλα; Και, εν τέλει, γιατί όχι υποχώρηση; Ο αγώνας για το σωστό και το δίκιο χάθηκε – ας το δεχτούμε για την οικονομία τής συζήτησης, χωρίς να μπούμε στη λογική να εξετάσουμε τι είναι το σωστό και ποιο το δίκιο. Έστω ότι σωστό είναι αυτό που νομίζει ο αρχηγός. Αλλά γιατί να μη σωθούν οι άνθρωποι; Πώς και γιατί ο αρχηγός αυτός έχει προχωρήσει στην τακτική των κομμένων γεφυρών; Γιατί το κάνει με τον Μπαρμπαρόσα; Γιατί στην Αφρική; Γιατί με τους συμμάχους του; Γιατί να εκβιάζει τον Αντονέσκου τής Ρουμανίας και τον Χόρτι τής Ουγγαρίας να πάρουν αποφασιστικά μέτρα κατά των εβραίων στις χώρες τους; Γιατί να θέλει να ωθήσει τους πάντες σ’ έναν αγώνα όπου η υποχώρηση είναι αδύνατη; Γιατί ένας αρχηγός να τζογάρει τόσο ριψοκίνδυνα;
Έχει παλιώσει ο Γιουνγκ. Καρλ Γκούσταφ Γιουνγκ. Μόλις το ’61 πέθανε. Μια δεκαετία μετά τη λήξη του Πολέμου. Κι έχει ήδη παλιώσει. Νευρωτικός ο ίδιος από μικρός, το διευθέτησε μόνος του, έμαθε του κόσμου τις γλώσσες – μέχρι με σανσκριτικά ασχολήθηκε, με νομική, με πνευματισμό, με σινολογία, με αλχημία – τον έψαχνε τον άνθρωπο, δε μπορείς να πεις. Και γράφει λοιπόν κάπου ο Γιουνγκ ότι το κίνητρο του ανθρώπου είναι η επιδίωξη της ισορροπίας του. Όπως η φύση δια της εντροπίας επιχειρεί να φθάσει σε κατάσταση ελάχιστης αναστάτωσης, το ίδιο επιχειρεί να κάνει και ο άνθρωπος, πλέοντας ανάμεσα σε Λαιστρυγόνας και σε Κύκλωπας, και τον άγριο Ποσειδώνα. Ο Αλεξανδρινός ξεκαθάρισε ότι είναι ο ίδιος ο άνθρωπος εκείνος που τούς βάζει εκεί, τα τέρατα όλα, και ο Ελβετός περιέγραψε τι είναι αυτό που κάνει κατόπιν: επιχειρεί να ισορροπήσει. Ό,τι κάνει και ο Οδυσσέας. Πλέει προς την Ιθάκη του. Home. Οίκαδε. Εκεί που νιώθει επιτέλους οικεία.
Η σφαγή συνεχιζόταν. Μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου τού ’44, κι αφού οι Σύμμαχοι είχαν ξεμπαρκάρει στη Γιούτα και στην Όμαχα, στις ακτές τής Νορμανδίας, η Βέρμαχτ είχε χάσει σε όλα τα μέτωπα άλλους ένα εκατομμύριο περίπου άνδρες. Νεκρούς ή αιχμαλώτους. Ο Ρόμελ —που τον είχαν βάλει να περισώσει ό,τι μπορούσε να σωθεί στο Δυτικό Μέτωπο— ήταν σαφής: ο άνισος αγώνας οδεύει προς το τέλος του. Και ο Φίρερ επέμενε στη δική του σκέψη: ούτε σπιθαμή στον εχθρό. Νίκη ή θάνατος. Οι εναργέστεροι πάντα το υποπτεύονταν. Όμως τώρα γινόταν απολύτως ξεκάθαρο. Για πολλούς Γερμανούς αξιωματικούς ήταν πια φανερό πού βρισκόταν το σημείο της ψυχικής ισορροπίας του Φίρερ. Κατά πού κατευθυνόταν. Τα πρώτα χρόνια, με τις επιτυχίες και τις προελάσεις, τα πράγματα ίσως μπορούσαν να ξεγελάσουν. Αλλά τώρα πια ήταν κραυγαλέο τι επιδίωκε – εξ αρχής.
Η τύχη δεν ήταν με το μέρος τους. Στις 20 Ιουλίου τού ’44 ο Κλάους φον Στάουφενμπεργκ αποτύγχανε να τον τινάξει στον αέρα, στη σύσκεψη στο Βόλφσάντσε, στη Λυκοφωλιά, στο αρχηγείο στο Ανατολικό Μέτωπο. Η αποτυχία αυτή θα απελευθέρωνε την τελευταία καταιγίδα. «Τώρα καταλαβαίνω γιατί όλα τα μεγαλειώδη σχέδιά μου στη Ρωσία τα τελευταία χρόνια αποτύγχαναν. Επρόκειτο για προδοσία. Αν δεν ήταν αυτοί οι προδότες, θα είχαμε προ πολλού νικήσει!» συμπέραινε ο δικτάτορας.
Εκκαθαρίστηκαν άμεσα κάπου εξακόσιοι ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί με συνοπτικές και φρικιαστικές διαδικασίες. Οι αριστοκράτες τού Στρατού που ποτέ δεν τον αποδέχτηκαν έπρεπε τώρα να πληρώσουν. «Για τη σωτηρία της Γερμανίας». Με ποιον τρόπο θα γινόταν αυτό; «Έχουμε κι εμείς τον δικό μας Βισίνσκι», έλεγε ο Χίτλερ, αναφερόμενος στον δημόσιο κατήγορο τού Στάλιν κατά τις δίκες-παρωδίες τού 1930 της Μόσχας. Πράγματι. Ο θηριώδης Φράισλερ, ο Πρόεδρος του Γερμανικού Λαϊκού Δικαστηρίου, διεκπεραίωσε τον ρόλο του αποτελεσματικά.
Δυο μήνες αργότερα, οι υποψίες τού Χίτλερ έπεφταν και πάνω στον Ρόμελ. Επόμενο ήταν. Οι δύο είχαν συνεργαστεί πολύ στενά ήδη από τον καιρό τής καταστροφής στην Αφρική, και ο Ρόμελ εγνώριζε τον αρχηγό του καλά. Αλλά η αλεπού ήταν πολύ δημοφιλής για να πεθάνει αθόρυβα. Γι’ αυτό τού έστειλαν τον στρατηγό Μπούργκντορφ, υπασπιστή τού Χίτλερ, να του προσφέρει την επιλογή: δίκη, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τον ίδιο και την οικογένειά του, ή αυτοκτονία και κρατική κηδεία με όλες τις τιμές και σύνταξη στους επιζώντες τού σπιτιού. Ο στρατάρχης αποφάσισε μέσα σε ελάχιστη ώρα.
Ήταν ένα απόγευμα του 1944. Σάββατο 14 Οκτωβρίου. Σαν χθες.
--------------------------------------------------------
Ian Kershaw: Χίτλερ, εκδ. Μεταίχμιο, 2016.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου