Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ταντμόρ

Κι έχτισε την Ταντμόρ, λένε τα χαρτιά και τα βιβλία. תַּדְמֹר. Τα λέει η Τανάκ αυτά, η Εβραϊκή Βίβλος. Στα Κετουβείμ, στα Αγιόγραφα, τα τελευταία βιβλία, εκεί, στο Β΄ Χρονικών. Κι έχτισε την Ταντμόρ στην άγρια ερημιά, έτσι λέει. Για τον Βασιλέα Σολομώντα ο λόγος. Ταντμόρ. Σε πινακίδες από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Φαντάσου. Ύστερα, τον 18ο αιώνα τη βρίσκουμε σε γραπτά, σε σφηνοειδή γραφή. Και τον 11ο αιώνα, πάντα π.Χ., πλέον στα αραμαϊκά, Τααντμάρ. Τι θα πει; Ποιος ξέρει. Μπορεί να σχετίζεται με το σημιτικό τριγράμματο τμρ (תמר), τη χουρμαδιά. Μπορεί.

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ο Σεκούντους, αυτός που τώρα είναι κρατήρας στη Σελήνη, δίπλα στη Μάρε Τρανκβιλιτάτις και τη Μάρε Σερενιτάτις – κι αυτός την αναφέρει. Και ο Φλάβιος Ιώσηππος, Ρωμαίος πολίτης μεν, Εβραίος δε, από τον 1ον αιώνα. Κι αυτός. Τη γράφουν με το άλλο της όνομα αυτοί, το ελληνικό. Παλμύρα. Που πάλι λατινικά, πάλμα, είναι ελληνικά παλάμη, και είναι και φοινικιά. Είχε φοινικιές κι αγρούς και σπαρτά, μες τη μέση της ερήμου, καμιά διακοσαριά χιλιόμετρα από τη Δαμασκό. Είχε ένα ουαντί εκεί κοντά, μια στενή κοιλάδα με νεράκια δηλαδή, αυτό πα να πει ουαντί.

Και μαζευτήκανε, που λες, κάθε καρυδιάς καρύδι. Γιατί ήταν πέρασμα εκεί. Έρημος παντού, και στη μέση οι φοινικιές. Και καραβάνια. Ο Δρόμος του Μεταξιού. Και φράγκα. Πολλά όμως. Κι όταν λέμε κάθε καρυδιάς καρύδι, μα κάθε. Αμορίτες. Αυτοί εμφανίζονται στ’ αρχεία των Σουμερίων το 2500 π.Χ. Αυτοί είναι που φτιάξαν και τη Βαβυλώνα. Σημιτικό φύλο. Μπορεί να μιλάγαν ουγκαριτικά, βορειοσημιτική διάλεκτο. Και Αραμαίοι. Κι αυτών σημιτική η γλώσσα. Του γιου του Σημ, του Αράμ, απόγονοι. Και Άραβες βεβαίως. Όλοι αυτοί οργανωμένοι σε πατριές. Κι ανακατεύονταν και πλούτιζαν και σιγά σιγά περνούσαν σε αστική κοινωνική οργάνωση, και να σου στο τοπίο και οι συνήθεις ύποπτοι, οι Έλληνες. Είχαν περάσει τα χρόνια και πια η Παλμύρα ήταν Πόλις: μιλούσε ένα είδος αραμαϊκά, εμπόριο και διπλωματία γινόσαντε στα ελληνικά, εθεωρείτο πόλις - κράτος κατά τα ελληνικά πρότυπα, είχε λεωφόρο, με κιονοστοιχία από δω κι από κεί, είχε τον κεντρικό ναό τού Βάαλ-Δία, του Μπελ δηλαδή, είχε ρωμαϊκό θέατρο, αφού όσο εμείς μιλούσαμε εμφανίστηκαν κι οι Ρωμαίοι στο προσκήνιο, —το Μασράχ Ταντμούρ (مسرح تدمر) ήταν αυτό το θέατρο— κι είχε και Σύγκλητο. Είπες κάτι;

Και είχε κι έναν βασιλέα, τον Οδαίανθο παρακαλώ. Λούκιος Σεπτίμιος Οδαίναθος, Ονταϊνάθ ή κάπως έτσι, Σύριος ήταν ο άνθρωπος, ρωμαίος υπήκοος προφανώς, Σεπτίμιος γαρ, και συγκλητικός – βλέπεις τώρα πώς ανακατώνεται η τράπουλα; Κι ήταν τα χρόνια που οι Ρωμαίοι περνούσαν μεγάλο νταράκουλο, τρίτος αιώνας μ.Χ., ταραχές, κακό, αποστασίες, εμφύλιοι, ο κακός χαμός, και στο καπάκι ο Σαπώρης Α΄, ο Πέρσης, τσακώνει τον Βαλεριανό, τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα —δεν έχει ξαναγίνει, μιλάμε— μετά την πανωλεθρία στην Βαρβαλισσό, την Καλαάτ Μπαλίς, το 252, τον στριμώχνει στην Έδεσσα, το 260, και τον πιάνει αιχμάλωτο. Και την ακούει στραβά ο Οδαίανθος και του την πέφτει του Σαπώρη. Τον στριμώχνει στον Ευφράτη, και τον κάνει καινούριο.

Εντάξει. Κι αρχίζει ένα πράμα που ποτέ κανείς δεν κατάλαβε με βεβαιότητα τι παιζόταν. Ο Οδαίανθος, ο βασιλέας τής Παλμύρας, εκστρατεύει κατά παντός, γειτόνου και μη, πάντα υποτίθεται για τα συμφέροντα της Ρώμης, αλλά ούτε χαρτιά μείναν από τίποτε συμφωνίες, ούτε τίποτε άλλες μαρτυρίες να είμαστε σίγουροι. Ένα πράμα υποπτώδες που οι Ρωμαίοι προφανώς ανέχονταν —ας κάναν κι αλλιώς, δεν τους έπαιρνε εκείνον τον καιρό— κι ο Οδαίανθος φρόντιζε να μην το φουσκώνει και τους τσιγκλάει. Ό,τι πει η Ρώμη, έτσι διέδιδε πειθήνια. Αλλά να κάνουμε και λίγο τα δικά μας – φίλοι είναι, δε θα μας θυμώσουν. Ώσπου ένα ωραίο πρωί δολοφονήθηκε. Το 267. Και μάλιστα από τον ανιψιό του. Τρέχα γύρευε. Οπότε πάει αυτός.

Τι κάνουμε τώρα; Νόου πρόμπλεμ, είχε γιο ο Οδαίανθος. Τον Ουαμπαλάτ. Ελληνιστί Βαμπάλαθον. Ορίστε. Έχομεν βασιλέα. Ναι, αλλά ο υιός ήτο νεαρούδι και δε γινόταν να βασιλέψει. Μικρόν το κακό. Είχε μαμά ο νέος, μαμά με εξαιρετικές ικανότητες, που είχε παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα και ήξερε τι παίζεται. Φίλη και συνεργάτης τού μπαμπά κι όχι καμιά της πλάκας – σιγά μην καθόταν στ’ αυγά της. Κι από καλή γενιά, και μορφωμένη και απαστράπτουσα. Μια κούκλα να ζαλίζεσαι. Μπατ Ζαμπαΐ, η κόρη τού Ζαμπαΐ. Ελληνιστί: Ζηνοβία.

Κι αρχινάει δεύτερο πράμα που πάλι κανείς δεν είναι βέβαιος τι ακριβώς έγινε. Οι Ρωμαίοι παρέμεναν παραζαλισμένοι κι όχι πολύ ισχυροί, αυτή είναι η αλήθεια. Κι εκείνη ήταν από τα παιδιά που δεν κάθονται καλά. Εμπρός για τη Ρώμη και τον Οδαίανθο ήταν το μότο της, εντάξει, μπέρδεμα, και τι μας λέει εμάς ότι η Ρώμη κι ένας πεθαμένος έχουν κοινά συμφέροντα, δε γίνονται αυτά στη διπλωματία, είναι παιχνίδι με λάμες δίκοπες, με φωτιές και θηρία, τέλος πάντων η Ζηνοβία το ’παιξε. Τέτοιο κορίτσι ήταν.

Εδραίωσε τα δικά της σε Παλμύρα και Έδεσσα και κάνει μια φραπ και την πέφτει σε όλο το Λεβάντε, ό,τι είναι σήμερα Συρία, κι ανοίγει και τα φτεράκια της και κατά Αλεξάνδρεια μεριά. Ναι, στην Αίγυπτο. Σου λέει, τι, αφού είμαι μακρινή συγγένισσα της Κλεοπάτρας εγώ, δεν είμαι; Αμ πώς. Ο Ζώσιμος, ο Βυζαντινός, γράφει ότι είχε ανάκτορο και στην Αντιόχεια, η κυρία. Οχύρωσε τον Ευφράτη, να μην μπαινοβγαίνουν Πέρσες και στο μεταξύ κρατούσε και τους τοπικούς Ρωμαίους σε σειρά, μπερδεμένοι κι αυτοί, σου λέει αφού δρω για τα συμφέροντα του Αυτοκράτορα μού οφείλετε υποταγή, μάγκες. Αμ πώς. Και τότε δεν είχε τίποτις τηλέφωνα και τηλεδιασκέψεις να συνεννοηθούμε – παίρναν μήνες τα συμπεράσματα.

Και στην πρωτεύουσα, την Παλμύρα, σούπερ διακανονισμός. Ό,τι γλώσσα γουστάρεις, ό,τι θρησκεία σού καπνίσει, κι ό,τι τέχνη αγαπάς. Και σημιτικά παίζαν και ελληνικά και λατινικά. Έπαιζε Βάαλ, παίζαν δωδεκάθεοι, παίζαν Εβραίοι, κι είχαν εμφανιστεί και χριστιανοί, στον 3ον αιώνα ήμαστε. Κι ακόμα παίζαν μανιχαίοι. Η ίδια ήταν Βασίλισσα των Ελλήνων, Σύρια Μονάρχις και Ρωμαία Αυτοκρατόρισσα. Τι ’πες τώρα. Και το ’κανε το μαγαζί πανεπιστήμιο – γιατί να θες να πας Αθήνα, τα ’βρισκες στην Παλμύρα – όλα τα καλά. Ο Λογγίνος είχε εγκατασταθεί εκεί, ήδη από τον καιρό του άντρα της, και τώρα τον είχε φαίνεται και πέρσοναλ κόουτς αυτή. Αυτός ο Ζώσιμος άχτι τον έχει τον Λογγίνο, ότι αυτός λέει την έψησε να παίξει αυτά τα παιχνίδια με τη Ρώμη. Μπα. Μεγάλο κορίτσι ήταν. Τι δουλειά είχε ο Λογγίνος.

Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογούμε, εκεί που είχε κανονίσει τα πάντα —μέσα σε δυο χρονάκια γίναν όλα αυτά, από το 270 ώς το 272— εκεί λοιπόν που άρχισε να διορίζει και κυβερνήτες στην Αίγυπτο η δικιά σου, πάνω εκεί ο Αυρηλιανός άρχισε να τον τρώει το ζήτημα, σου λέει αυτή δε μαζεύεται και τέλος πάντων γιατί να τα μοιραζόμαστε, είμαστε τίποτις κολλητάρια με δαύτηνε, και γύρευε τι θα μας πει μεθαύριο, είχε όμως και τις αμφιβολίες του και τα πισωγυρίσματά του, τον απασχολούσαν κι άλλα στρατιωτικά, σου λέει κάτσε μην μας κόψει και τα σιτάρια που ταϊζόμαστε κοτζάμ στρατός, φκιάνει αυτή νόμισμα ένα πρωί, απ’ τη μια μεριά η αφεντιά της, από την άλλη το παιδί, ο Ουαμπαλάτ. Νέον τετράδραχμον. Από δω ο Αύγουστος κι από κει η Αυγούστα.

Ώπα, είπανε στη Ρώμη, και χτυπήσαν τα καμπανάκια. Ιμέρτζενσι. Ξεχειμώνιασε στο Βυζάντιο ο Αυρηλιανός και τον Απρίλιο τού 272 πέρασε τον Βόσπορο. Τα ’κανε όλα λίμπα, όλοι του παραδίνονταν, μόνο στα Τύανα έκανε ο ίδιος λίγο κράτει, ήξερε για τον Απολλώνιο, κατάλαβες, ήταν μορφωμένοι ρε οι αθρώποι, τέλος πάντων, προχώρησε κι από κει, Ιούνιο είχαν μπει ένα κομμάτι Ρωμαίοι στην Αλεξάνδρεια κι ο Αυρήλιος προχωρούσε στην Αντιόχεια. Εβδομήντα χιλιάδες νοματαίους μάζεψε η Ζηνοβία, πήγε να τα κάνει τάτσι μήτσι κότσι και με τους Πέρσες, εμείς μπα απήντησαν αυτοί, τέλος πάντων την πιάνει ο Αυρηλιανός, μάζεψε μαζί και όλους τους Παλμυριανούς αρχόντους, και τους πήγε δικαστήριο στην Έμεσα.

Αυτός ο Ζώσιμος πολύ άχτι πρέπει να την είχε. Γράφει ότι τα ’ριξε όλα στους συμβούλους της αυτή, κι ενώ εκείνοι καταδικάστηκαν, αυτηνής τής χαρίστηκε η ζωή. Άμα θέμε το πιστεύουμε. Ότι κατηγορείσαι εσύ για δεν ξέρω τι, και πας και λες κακούς συμβούλους είχα κύριε Πρόεδρε, και την τρώνε οι σύμβουλοι κι εσύ αθωώνεσαι. Άσε μας ρε Ζώσιμε. Κι ύστερα γράφει ότι πέθανε η βασίλισσα, αλλά η Χιστόρια Αουγκούστα, εξ ίσου απολύτως αναξιόπιστη πηγή κι αυτή, γράφει άλλα: πως τής έδωσε μια βίλα να πορεύεται της Ζηνοβίας ο Αυρηλιανός, στο Τιμπούρ, το Τίβολι το σημερινό, και τσουπ, να ’τον και ο Ζωναράς και γράφει πως πήρε κι έναν Ρωμαίο και καλοπερνούσε.

Και ρημάχτηκε η Παλμύρα και δεν έμεινε τίποτε από τη λαμπρή πόλη των καραβανιών, από τους πολιτισμούς και τα λεφτά, από μια μάζωξη σκοπών  που καμία σχέση με έθνος ή φυλή ή θρησκεία ή γλώσσα δεν είχε, μια συνισταμένη, μόνο τα ερείπια μέσα στην έρημο μείναν, μες τη μέση τού σημερινού εμφύλιου της Συρίας, πότε να τα κρατάν οι κυβερνητικοί και πότε ο Isis – αυτοί κάναν και καταστροφές και δολοφόνησαν και τον Χάλεντ Άσαντ τον αρχαιολόγο, που είχε έρωτα με την Παλμύρα και τη μελετούσε κι όλα της τα μυστικά κρυφάκουγε και συνομιλούσαν αυτοί οι δύο, ο γέρος κι η Παλμύρα, και τον σκοτώσαν αυτοί γιατί δεν τους έλεγε πού είναι κρυμμένα τα αρχαία που είχε περισώσει.

Όχι, ποιοι μουσουλμάνοι και ποιοι χριστιανοί. Ποιοι εβραίοι, ποιοι αριστεροί και ποιοι δεξιοί. Η βία δεν είναι ούτε του ενός, ούτε του αλλουνού καμάρι. Είναι της πίστης. Οι πιστοί είναι το πρόβλημα. Πρόκειται για είδος. Για ζώδιο. Οι πιστοί, αυτοί που ξέρουν αυτό που δεν ξέρεις εσύ και πρέπει να σε σώσουν. Κι όσο πιο κοντά στο απόλυτο καλό, τόσο πιο τρομεροί. Οι πιο επικίνδυνοι απ’ όλους.







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.