Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ερυσίπελας








Δερματικόν. Βακτηριακή λοίμωξη της έξω στοιβάδας του δέρματος. Και πολύ επιστημονικό δεν ακούγεται; Κοκκίνισμα, ρε παιδί μου. Αλλά κοκκίνισμα ζόρικο. Κακό. Μολυσμένο. Εντάξει. Θα περάσει. Αλλά θέλει τον γιατρό του. Συνάχι δεν το λες.

Και είναι από το ερυθρός και πέλμα. Τώρα θα μου πεις πώς γίνεται ερυσ- από ερυθ-, και πώς γίνεται πέλας από πέλμα. Ε, δεν ξέρουμε. Γιατροί είναι, ξέρουν αυτοί. Έχεις δει ποτέ συνταγή γραμμένη από γιατρό; Χάνεις. Χρειάζεσαι φαρμακοποιό για διερμηνέα. Έναν φαρμακοποιό που διανυκτερεύει.

Αλλά πάντως ερυσ-. Όπως η ερυσίβη, η σκωρίαση δηλαδή, η αρρώστια των φυτών. Κι ερυθίβη που την λένε. Κι ερυσιβώδης, αυτός που σκωριάστηκε. Κι ερυσίβιος, που λεγόταν ο Απόλλων ο Ρόδιος – αυτός προστάτευε από τη σκωρίαση και γι’ αυτό τον είπαν έτσι. Ρυθ-, ρυσ-, αυτό τελοσπάντων που σχετίζεται και με το russus, το λατινικό. Κόκκινος.

Εντάξει, κουβέντα να γίνεται. Αλλά το ξέρεις ότι όλος ο ινδοευρωπαϊκός κόσμος —τέλος πάντων – σχεδόν όλος— έτσι το λέει. Από την ίδια ρίζα, συμπεραίνουμε, το *h₁rewdʰ-, κάτι τέτοιο πρέπει να ’ταν. Red, rosso, roșu, rojo, rouge, rot, röd, rød, rood, rauður – από αγγλικά και ιταλικά ώς ολλανδικά και ισλανδικά. Τι άλλο θέλουμε; Πάει. Υπερπλήρες το τρένο. Και rosso οι Βενετοί και ρούσος ή ρούσσος οι Ρωμαίοι, για να επιστρέψουμε στα πάτρια.

Διότι ρουσίοι ήταν οι οίνοι στο Βυζάντιο. Τα κόκκινα κρασία – τα κοκκινέλια. Και ρούσια τα τσαγγία. Τα ποδήματα του αυτοκράτορα, τα πορφυρά. Κάλυπταν ολόκληρη την κνήμη και φτάναν ώς το γόνατο. Κι είχαν και αετούς από πολύτιμες πέτρες και μαργαριτάρι. Ψιλό, κεντημένο με τη χρυσή κλωστή και το ψιλό βελόνι. Που κατέβαιναν Ρούσιοι αρματηλάτες στον ιππόδρομο, μαζί με τους Πράσινους και τους Βένετους και τους Λευκούς. Και το ποτάμι ήταν θολό. Θολό κατεβασμένο. Άιντε ρούσα παπαδιά.

Στα ιατρικά όμως ήμασταν: ερυσίπελας, λέγαμε, και εργοτισμός των ανθρώπων – κι αυτό μπορεί να γίνει, σαν φλόγες, ένα πράμα. Με σπασμούς και νευρικές διαταραχές. Από παράσιτα των σιτηρών προκαλείται, από την εργοτίνη, έναν μύκητα που προκαλεί σκωρίαση στα σιτηρά. Την ερυσίβη, που γράφαμε νωρίτερα.

Και έρπης ζωστήρ. Άλλο ιατρικό αυτό. Ιογενές. Είναι ο ίδιος με τον ιό τής ανεμοβλογιάς. Που το περνάς και ησυχάζεις, αλλά σου μένει στο σώμα αυτός και λαγοκοιμάται. Λανθάνουσα κατάσταση, λέει. Και μπορεί να του τη σφυρίξει και νά πάει να εγκατασταθεί στα δερματικά κύτταρα και να κάνει εξάνθημα και να πονάει. Όλα τα ξέρουμε και όλα τα ξεραινόμαστε αλλά αυτό το κόλπο πώς το κάνει ο varicella zoster virus, αυτός ο ιός, να κοιμάται για δεκαετίες κι ένα πρωί να του την καρφώνει και να πηγαίνει να τα κάνει ρημαδιό δερματικώς ειπείν, αυτό δεν το έχουμε καταλάβει.

Οπότε τι κάνουμε κάθε φορά που φθάνουμε στα όρια της αντίληψης; Τα γνωστά. Μάγια, ευχέλαια, ζάρια, όνειρα, μύθους, αλχημείες, τελετές – γιου νέιμ ιτ. Και ή το αφήνουμε αμπέλι ξέφραγο αυτήν την περιοχή, ό,τι του φανεί του καθενός, ή επιχειρούμε έστω και οριακά, το μέρος αυτό να το οργανώσουμε. Να το συνδέσουμε και να συνδεθούμε. Θρησκεία.

Και καλά κάνουμε, γιατί αν αυτό δεν το παλέψεις να το οργανώσεις, γυρίζει και σου τη φέρνει. Δε γίνεται να είναι κανείς ανοικτός στο τίποτα. Γίνεσαι τίποτα. Εντάξει. Τίποτα είμαστε, αλλά ποιος το αντέχει αυτό; Νόμποντι.

Ερυσίπελας, εργοτισμός και έρπης ζωστήρ. Αυτά λέγαμε. Είναι οι φωτιές τού Αγίου Αντωνίου. Καιν και πυρπολούν, αλλά είναι σε κάποιου τη φροντίδα, τέλος πάντων. Δεν είναι μπάτε σκύλοι αλέστε. Κάποιος είναι εκεί να σηκώνει το τηλέφωνο. Saint Antony’s Fire. Ο άγιος είναι αρμόδιος περί τα δερματικά, ιδίως αυτές τι τρεις φωτιές, και γενικώς για φωτιές. Και για τα ψυχιατρικά δηλαδή. Αυτός δεν ήταν που κατάφερε να συνομιλήσει με ό,τι επινοούσε η ψυχή του για να τον βγάλει από τον δρόμο τον σωστό; Ο αυτοϊαθείς. Κάτι σαν Γιουνγκ. Ναι, ο Ελβετός. Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ. Όχι, αυτόν δεν τον κάναμε άγιο. Ήταν όμως κι αυτός αυτοϊαθείς.

Ⲁⲃⲃⲁ Ⲁⲛⲧⲱⲛⲓ, έτσι λεγόταν. Κοπτικά είναι. Δηλαδή το τελευταίο στάδιο των αρχαίων αιγυπτιακών. Όταν κατέφθασε ο χριστιανισμός στην Αίγυπτο, αρχές τού δεύτερου αιώνα, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να γραφτούν τα ιερά κείμενα έτσι που να τα καταλαβαίνουν οι Αιγύπτιοι. Αλλά τα παλιά αιγυπτιακά γράφονταν ιερογλυφικά, άντε ιερατικά, άντε δημοτική. Τρεις χιλιάδες χρόνια. Και είχαν άλλο παρελθόν. Και δυσκολίες. Πώς θα τα διαβάσει ο άλλος. Οπότε, νέο πνεύμα, νέα γραφή. Πάρε ελληνικό αλφάβητο, κοτσάρισε και επτά χαρακτήρες από τη δημοτική – έτοιμο το γλυκό. Στο εξής, έτσι θα γράφουμε τα ιερά κείμενα.

Κόπτης είναι ελληνοποιημένο قِبط που προφέρεται qibṭ και που έρχεται από τα αραβικά. Που με τη σειρά του είναι αραβοποιημένο Αιγύπτιος, που έρχεται από τα ελληνικά. Σαν προσποίηση στο ποδόσφαιρο. Χάνεις τη μπάλα, μελέ στη μικρή περιοχή, και Ⲁⲃⲃⲁ Ⲁⲛⲧⲱⲛⲓ. Αμπά Αντόονι. Έτσι διαβάζεται.

Δηλαδή πάτερ Αντώνη. Ένας αιγύπτιος με το πιο ρωμαϊκό όνομα που γίνεται —μπορεί και ετρουσκικό, γραμμένο ελληνικά. Γεννημένος στο قمن العروس, το Qiman al-Arus. Την αρχαία Κομά.

Στα βάθη των ανθρώπων άμα ψάξεις.


----------------------------

Chantraine, Τριανταφυλλίδης, Buck, Κουκουλές.






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.