Βασιλεύς, βασιλέως, βασιλεί, βασιλέα, βασιλεύ.
Ήταν από τις πρώτες επαφές. Στο σχολείο. Μαγική. Βασιλεύ. Χωρίς τίποτα στο τέλος. Μ’ ένα «υ» που τονιζόταν και μαζί με το «ε» κάναν «έφ». Τι είναι αυτό το βασιλεύ σ’ αυτήν την άγνωστη γραμματική, και πώς και δεν υπάρχει στα ελληνικά που ξέρω εγώ; Κλητική, μας λέγαν. Έτσι τον φωνάζεις τον βασιλέα. Έι! Εσύ! Ψτ! Βασιλεύ! Κι αυτός γυρίζει.
Και μετά το βρίσκεις στις γραφές. Βασιλεύ ουράνιε, παράκλητε, το πνεύμα της αληθείας, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός, ελθέ και σκήνωσον εν ημίν, και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος, και σώσον, αγαθέ, τας ψυχάς ημών. Να αναχθεί το υπέρτατο κατά τη σκέψη του ανθρώπου, το μέγιστο, το πανάγαθο, και να βασιλεύσει. Να λάβει υπόσταση. Να γίνει ον. Να ’ρθεί να εγκατασταθεί. Να σκηνώσει. Να γίνει το όλον.
Κουασιρέου. Πανάρχαιο. Τόσο αρχαίο που το qʷa θα γίνει βα, και το re θα γίνει λε και λει. Από τότε που χαράζαν γραμμικές στον πηλό. Με τα συλλαβογράμματα – τις αρχαίες εικονίτσες που ήδη από τότε κανείς δε θυμόταν τι θα πουν και διαβάζαν την ανάμνηση – ένα σύμφωνο κι ένα φωνήεν μόνο. Να, πα, βα, ρα, γα. Κουασιρέου και κουασιρέβιγια. Πω πω. Να ’ναι ελληνικά; Χάνονται οι σημασίες. Τι πάει να πει ελληνικά άμα κοιτάς τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια πίσω; Τίνος ελληνικά; Των Δωριέων; Μια τους λέμε Δωριείς και μια το παίρνουμε απόφαση, απαπα, δεν έγινε τέτοιο πράμα, μπα, δεν υπάρχει Κάθοδος, αδίκως ταράττονται οι κύκλοι – έτσι σιγουρευόμαστε. Που κι έτσι δίκιο έχουμε, κι αλλιώς καλώς τα λέμε. Ποιαν άκρη να ’βρουμε; Το σίγουρο είναι ότι υπάρχει μια ασυνέχεια – αυτό μάς κάνει και βουρλιζόμαστε. Ότι υπάρχει δηλαδή κάποιο υπόστρωμα —αυτό είναι φανερό— αλλά ότι από κάποτε και μετά, κάτι αλλάζει. Κάτι γίνεται διαφορετικό. Από τη θάλασσα και την Αθηνά, περνάμε στον Δία, τη μητέρα και τον πόδα, κι υπάρχει χάσμα. Κάτι συμβαίνει στο μεταξύ. Δε δένει. Κάτι απ’ αυτά που παίρνουν αιώνες —ίσως— για να γίνουν. Αλλά γίνονται.
Κι είναι από τότε που μάς έρχονται κι ο βάναξ και ο κοίρανος – από τον βασιλέα, από πριν το χάσμα. Ο κοίρανος από τα έγκατα, από την αρχή του κόσμου, απ’ το κέντρο της γης, απ’ το Άργος, τόσο πίσω, υιός τού Άβαντα, του υιού του Λυγκέως και της Υπερμήστρας, και εγγονός τού Δαναού. Άβας δηλαδή α-βαίνω – ο αμετακίνητος, ο ανυποχώρητος. Και άναξ ο Αγαμέμνων, έτσι τόνε λέει ο Τυφλός, ὦ Χρύση, πρό μ᾽ ἔπεμψεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων. Κι αλλού προειδοποιεί, μηδὲ σύ γε ξείνων καὶ πτωχῶν κοίρανος εἶναι – μην το παίζεις άρχοντας στους φτωχούς και στους ξένους, μή πού τι κακὸν καὶ μεῖζον ἐπαύρῃ, με σ’ εύρει κάνα κακό χειρότερο. Λυγρέ. Άθλιε. Και παρακαλάει, γουνοῦμαί σε, ἄνασσα – στα γόνατα προσπέφτω, δέσποινα. Κι αγριεύεται: δημοβόρος βασιλεύς – βασιλέα που κατατρώγεις τον λαό σου, σε αχρείους βασιλεύεις. Ἐπεὶ οὐτιδανοῖσιν ἀνάσσεις!
Ανάσσω δηλαδή βασιλεύω, κοίρανος δηλαδή άρχοντας, και βασιλεύς δηλαδή άναξ. Ο κύκλος που κλείνει. Ό,τι κι αν θέλει να πει, έρχεται από πάντα. Έτσι είναι. Έτσι το βρήκαμε. Γινήκαν άρχοντες βασιλείς οι Αθηναίοι και βασιλείς οι Σπαρτιάτες. Και βασιλέας ο Αλέξανδρος, ο νεαρός άναξ, ο γιος του Ρα. Και βασιλείς οι Κωνσταντίνοι. Βασιλεύς των Ιουδαίων ο Γλυκύς, βασιλεύς των Ρωμαίων ο Παραβάτης και βασιλεύς των βασιλέων ο Ήλιος του. Ο Σολ Ινβίκτους. Βασιλεύουσα η Πόλη, και βασιλείς οι άνακτες της κατοικουμένης. Ελέω θεού.
Ώσπου να βασιλέψει η πλάση, να βασιλέψουν και τα ματάκια σου τα όμορφα και να σε πάρει ο ύπνος, ο έτερος γλυκύς. Και να σε γυρίσει μεγάλο και δυνατό, κατά πώς τα θέλει το τραγούδι. Ο ήλιος εβασίλεψε, κυρά μου, και το φεγγάρι εχάθη. Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
Βασίλεψεν ο Αυγερινός
Γλυκοχαράζει η μέρα, μαύρο πουλάκι μου
Γλυκοχαράζει η μέρα, το χελιδονάκι μου.
Κι ένα πουλάκι μοναχό κάθεται το καημένο.
Δε φάνηκε το ταίρι του
Και είναι λυπημένο, μαύρο πουλάκι μου
Και είναι λυπημένο, το χελιδονάκι μου.
Στη ρίζα του ανθρώπου κάθονται τα πράματα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου