Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ευκρινώς

Καιρός ήτανε.

Διότι είναι τώρα κάμποσο διάστημα. Γράφεις ένα σεντόνι, ενίοτε υπέρδιπλο, και άντε τώρα αυτό να το περάσεις στο φέισμπουκ να διαβαστεί. Γίνεται; Μπα. Δε θέλουμε, ρε παιδί μου. Το φέισμπουκ είναι για πραματούλια. Τα διαβάζει ο άλλος στο λεωφορείο, στο ταξί, εκεί που τρώει, εκεί που ξέρω ’γω τι κάνει ο κάθε χριστιανός, μην επεκτεινόμεθα – τέλος πάντων είναι μέσο να περνάν οι εικόνες να φεύγουν, να χτυπάς κάνα λάικ, να παίρνεις τη δόση σου, να βλέπεις τι κάνουν οι άλλοι, να βλέπουν οι άλλοι που είσαι εδώ – τέτοια. Ελαφρά.

Ωραία. Κι άμα το ’χεις το σεντόνι το υπέρδιπλο, τι να κάνω ’γω τώρα, άμα είσαι γραφιάς τύπος, να μην το βάλεις κάπου να το κρεμάσεις να μπορεί ο άλλος – σου λέει, κύριε, εγώ θέλω να το διαβάσω, αφεντικό σε βάλαμε να μου κανονίζεις τι θα διαβάσω και τι δεν;

Πας λοιπόν κι εσύ και το κρεμάς αλλού, σε τόπο καταλληλότερο, και βάνεις κι ένα λινκ, να μπορεί ο φίλος τού φέισμπουκ, κλικ να πάει να δει τι περισπούδαστα γράφεις, κι αρχίζει η άλλη περιπέτεια – όχι είναι μικρά τα γράμματα, όχι δεν διαβάζεται, όχι δεν ανοίγει, δεν φαίνεται η φωτογραφία, αχ εγώ μπαίνω από το σμάρτφοουν, δεν αυτώνει το αυτό, δεν κάνει το αποκείνο – σιχτίρ πια, βγαίνεις και κατηγορούμενος.

Γιατί ποιο είναι το ωραίο σ’ αυτήν την υπόθεση: η ευκολία και καλά. Γίνεται μ’ ένα κλικ σού λέει ο άλλος. Τι θα πει; Θα πει πράγματι μ’ ένα κλικ, αλήθεια είναι. Όπως σε όλα τα αριστουργηματικά μούσια, ψέμα δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως κρυμμένη συνθήκη: για να το ’βρεις αυτό το κλικ, να ξέρεις τι κλικ θα πατήσεις να τα φτιάξεις όλα όπως τα θες, πρέπει να σπουδάσεις υπολογιστές στο Κέιμπριτζ πρώτα και μετά να κάνεις πιέιτσντί αρχιτεκτονική λογισμικού στο Χάρβαρντ. Κι αφού τελειώσεις απ’ όλα αυτά και φτιάξεις και το ντοκτορά σου, αρχίζεις πάνω κάτω να κατανοείς τι λένε τα μάνιουαλ και τα ριντ μι φερστ, αυτά που μ’ ένα κλικ φτιάνεις ό,τι θέλεις κι έρχεται ο άλλος και διαβάζει το σεντόνι σου. Τότε αρχίζει το ένα κλικ και γίνεται πραγματικά ένα κλικ, άντε ενάμισο.

Ένιγουέι. Υπερβάλλουμε κάπως. Άλλοτε δε γινόταν καν, ούτε με ένα, ούτε με παντακόσια ένα κλικ. Άλλοτε δεν υπήρχαν ούτε κλικ. Δεν υπήρχε η λέξη, φαντάσου. Ήταν αλλιώς ο κόσμος. Τότε άμα ήξερες την αλφαβήτα ήσουν αλφαβητώδης τύπος. Πάει. Εγγράμματος. Έβγαινες στην πλατεία, ερχόσαντε οι γιαγιές, θα μου γράψεις παιδάκι μου ένα γράμμα στην αγγόνα μου που θέλω; Το ’γραφες εσύ, σε κοιτάζαν αυτές σα να ’σουνα κάτι σαν Ντοστογιέφσκι, σε σέρναν σπίτι να σε φιλέψουνε, μα δε χρειάζεται γιαγιά, έκανες εσύ πως δεν ήθελες – τέτοια.

Σήμερον άμα δεν ξέρεις πώς δουλεύει το ρημάδι και τι κλικ να πατήσεις, ε, αυτό αναλφάβητος λέγεσαι πια, κατάλαβες; Έχει μετακινηθεί το τέρμα, μεγάλε. Σαρπράιζ. Είναι μακρύτερα απ’ ό,τι νόμιζες. Σήμερα άμα δε γνωρίζεις πώς να τα πληκτρολογήσεις αυτά που θέλεις και να κάνεις σέιβ, και ν’ ανοίξεις και εξέλ να κάνεις λογαρισμούς, να γκουγκλάρεις τι χρειάζεσαι να βρεις και να κρατήσεις το αρχείο σου, την έχεις κάτσει τη βάρκα. Άντε γεια. Έχεις έρθει στη θέση της γιαγιάς. Και δεν έχει άλλες γιαγιάδες να κάνεις παρέα. Όσες ξέρουν, ξέρουν, κι όσες δεν ξέρουν αδιαφορούν μοναχές τους. Κόφτε το λαιμό σας, σου λέει, έτσι που τα κάνατε.

Ας είναι. Πίσω στο προκείμενο: ντοκτορά, όχι, δεν πήραμε, ούτε έδρα στο Εμαϊτί πήραμε, αλλά μετά από αρκετές εντάσεις, απογοητεύσεις, μπινελίκια κατά της οθόνης και άλλα ευτράπελα, τέλος πάντων φθάσαμε σε κάτι τις το ευπρόσωπον: όταν θέλουμε να αναρτήσουμε το σεντόνι, να κάνει η φίλη ή ο φίλος το κλικ που λέγαμε, να έρχεται εδώ που είναι απλωμένο το ρημάδι, και να ’ναι όλα καλά κι ευκρινή, και ευπρόσωπα, απ’ ό,τι συσκευή και να μπαίνει, εκεί είναι το κόλπο, κατάλαβες; μην αρχίζουμε τη γκρίνια, ντέσκτοπ, λάπτοπ, κινητό, ακίνητο, αυτοκίνητο, μηχανοκίνητο, ό,τι να ’ναι ρε παιδί μου λέμε, αρκεί να μπορείς να τα διαβάζεις σαν άθρωπος, να μη σου βγαίνουνε τα μάτια στην προσπάθεια.

Άντε λοιπόν. Καλή μας χρονιά. Καλοδιάβαστη. Και με ωραία και καθαρά χαμόγελα.











Σχόλια

  1. Γιώργος Κάρκας16/9/24 03:29

    Τραγικά αναλφάβητοι ή αυτοδίδακτοι , στα σκοτεινά ψηλαφώντας έρποντας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.