Θα πεις το νερό νεράκι. Γνωστή απειλή. Ότι θα διψάσεις. Δε θα ’χει να πιείς. Δε θα ’χει να πιούν τα ζωντανά, να πιούν τα δέντρα. Δε θα ’χει να ποτίσεις. Δε θα ’χει να λουστείς.
Εντάξει. Μπορεί και να ’ναι το τελευταίο που σ’ απασχολεί – το λούσιμο. Άμα διψάς, αυτό θα σκεφτείς; Κι όμως. Τα πουλάκια τα ’χεις δει που κάνουν μπάνιο στα νεράκια; Μία πίνει, μία λούζει. Και φρρρρ τινάζεται. Και δόστου ματαπίνει. Και φρρρρ ξανά. Όλο μέσα το κεφάλι. Παιχνίδι και χαρά. Δεν έχει τέλος.
Να πετάξει τα βάρη. Να γίνει αλλιώς. Να τα πετάξει για να πετάξει. Πετάς με βαρίδια και βρομιές; Δεν πετάς. Και δόστου χαρά το πουλί, και δόστου φρρρρ και τίναγμα και γλέντι.
Λούζεται η αγάπη μου στο Γουαδαλκιβίρ[1]. Και τ’ άνθη παίρνουν ευωδιά απ’ το γλυκό κορμί της. Αλ βάντι αλ καμπίρ λεγόταν το ποτάμι, الوادي الكبير, απ’ τα πιο μεγάλα, στον νότο, στην Ισπανία. Ανεβαίναν τα καράβια οι Ρωμαίοι ώς την Κόρδοβα, πάνω, ψηλά, την Κορδούη, την Κορδύβη, που μετά έγινε πρωτεύουσα του εμιράτου τού Αμπντ αλ Ραχμάν Γ΄. Δόξες. Δέρματα κι ασημικά. Και νερά. Πλούτος.
Άλλο όμως ήθελα να πω. Κάτω στο ρέμα στο βαθύ, πλέν’ η Ρηνούλα μοναχή[2]. Δεξά μεριά είν’ η πλύστρα της κι αριστερά η χωρίστρα της. Τα νερά που κάνουν τα πράματα αλλιώς. Που τα κάνουν καινούρια. Μυρωδάτα. Γιατί εκεί είναι το θέμα. Το νερό που καθαρίζει. Που καθαίρει. Που εξαγνίζει. Γυμνή η νύχτα τραγουδάει πάνω στου Μάρτη τα γιοφύρια[3]. Λούζ’ η Λολίτα το κορμί της με νάρδους[4] και γλυφό νερό. Χαζή είναι; Νεράκια και λουλούδια; Ή μη δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει; Ούτε το ’να, ούτε τ’ άλλο. Ξέρει αυτή. Ετοιμάζεται. Προπαρασκευάζεται. Επανεκκινεί.
Πλύθηκα με ανθόνερο, λούστηκα με κανέλα, την πόρτα μου έχω ανοιχτή κι όποτε θέλεις έλα[5]. Στο αυτί το μη ασκημένο, ακούγεται περί καθαριότητος, αλλά δεν. Μόνο εσένα αγαπά, αυτό είναι που σου λέει. Μόνο εσέ προσμένει. Ό,τι άλλο έμεινε πίσω. Τώρα μόνο εσένα. Λούστηκα χτες με το φεγγάρι, και τα μαλλιά μου είν’ ασημιά, και σε προσμένω στο κλινάρι το φορτωμένο γιασεμιά[6]. Τι δεν καταλαβαίνεις ωρέ;
Κι άμα τα κάνεις μούσκεμα, πάλι με μπάνιο θα πλυθείς. Μην το παρακάνεις μοναχά, και δε σε πλένει μήτε ο Άσπρος. Ξες βρε ποιος είναι ο Άσπρος; Πού να ξες – άντε να το πάρει το ποτάμι. Ο Αχελώος είναι. Ο Ασπροπόταμος. Κατεβαίνει από τον Λάκμο και το Περιστέρι, τα βουνά της Πίνδου, και τρέχει σα φίδι, γυαλίζει σ’ όλη την Αιτωλοακαρνανία – θεός, παντρευτήκαν τ’ αδέλφια, ο Ωκεανός και η Τηθύς, και κάναν αυτόν και μαζί κι άλλες τρεις χιλιάδες αδέρφια, να ’χει, μην κάνει και του λείψουν και στενοχωριέται – τα ’ξερες αυτά; Άσπρος. Που άμα δε σε ξεπλένει ούτε αυτός, έτσι που τα ’κανες, χαιρετίσματα.
Που πλένεσαι και γίνεσαι αλλιώς. Λούζονταν οι ανθρώποι πριν τρέξουν στον αγώνα, πριν παν στο μαντείο, πριν μπουν στον ναό, λούζονταν και καθαίρονταν. Ξαναγίνονταν. Και περνούσε κι ο αρχαίος ο παπάς και τους έραινε κι αυτός μ’ αγίασμα. Αγίασμα που ανάβλυζε από θεού, απ’ την Κλεψύδρα, απ’ την πηγή της Ακρόπολης, από πάντα, από πριν ξεκινήσει ο χρόνος. Ή που ξεπεταγόταν από την Αρεθούσα, στις Συρακούσες, την Αρεθούσα που πάλευε να ξεφύγει από τον Αλφειό, τον αδελφό του Αχελώου, του Άσπρου που λέγαμε. Ή που ξεπηδούσε ολόφρεσκο από την Κασταλία στους Δελφούς. Κι απ’ την Αγία Πειρήνη τής Κορίνθου, εκεί που κλώτσησε ο Πήγασος το έδαφος κι ανάβλυσε αυτή, και τρέχαν οι ποιητές να πάρουν έμπνευση μέσα στα κελαρύσματα και στον καθαρμό. Είπαμε, δεν πετάς με τα βάρη σου μαζί, έτσι δεν είναι; Λούζεσαι πρώτα.
Ομολογείς εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών. Λουτρόν παλιγγενεσίας – έτσι έλεγε ο χρυσόστομος άγιος, ο Ιωάννης. Ἔσωσε γὰρ ἡμᾶς, φησὶ, διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας καὶ ἀνακαινίσεως Πνεύματος ἁγίου. Κι εδώ έτρωγε το κόλλημα ο καημένος ο γκρινιάρης ο Αυτοκράτωρ.
– Μα είναι ψεύτες!
– Γιατί μωρέ Μεγαλειότατε;
– Μα καλά, παίζουμε τώρα; Έν βάπισμα κι όλα καλά; Δε μας δουλεύουν; Να τους απαγορευθεί να διδάσκουν στα ιδρύματα. Ορίστε μας!
Και δόστου πάλευε να αναστρέψει το ποτάμι ο έρημος. Αχ, τι να του ’λεγες; Άμα κοιτάς τις λέξεις, όλες ψέμα είναι – μην τις κοιτάς, τι να σου κάνω. Πώς να το λέγαν δηλαδή οι χριστιανοί το αρχέγονο; Αλλιώς; Ή μπας και το ’χαν εφεύρει αυτοί; Δεν ήταν κληροδότημα απ’ την αρχή του χρόνου; Από πάντα; Δεν ήταν όλων των ανθρώπων; Δεν ήταν απ’ τον καιρό των πουλιών;
Σε φυλάττει κι από κόλλημα. Το γνωρίζει κάθε πολιτισμός, χριστιανοί ξεχριστιανοί. Μπανάκι μανάκι, μπανάκι να τελειώσουν τα παλούκια μανάκι[7]. Κατάλαβες; Τι σχέση, ποια Κασταλία, ποια Ελευσίνια, ποιος Γάγγης, ποιος Ιορδάνης με τα κίτρινα νερά, και ποιο Μικβέχ. Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, αλλά και Αθηναίοι στα διαμερίσματα, καμία σχέση, τι θρησκείες, τι μαντείες, τι μαγικά – κολοκύθια. Μία τελετή σκέτη: μπανάκι μανάκι ρε φίλε. Να σου φύγουν, παιδί μου, τα κολλήματα να γίνεις αλλιώς. Να κάνεις ριστάρτ – πώς το λένε.
Να έρθει να σ’ επισκεφθεί το πνεύμα το άγιον. Το ζωοποιόν. Άλλο αρχαίο πράμα κι ετούτο. Πριν τις πηγές, πριν τα νερά, πριν τον χρόνο. Πριν απ’ όλα.
Μάη μ’, Μάη μ’, χρυσομάη μ’, τι μας άργησες να μας φέρεις τα λουλούδια και την άνοιξη. Σήκω, λούσου κι άλλαξε[8].
Οι πάντες το ξέρουν το κόλπο. Ακόμη κι αυτοί που βγαίνουν στο βουνό, και στο κλαρί. Κι αυτοί στα λημέρια και τις καταλήψεις και στις αυτοπωσλέγονται. Για το ίδιο πράμα μιλάνε όλοι. Άνθρωποι δεν είναι κι αυτοί;
------------------------
[1] Λούζεται η αγάπη μου. Λευτέρης Παπαδόπουλος, Χρήστος Λεοντής. 1974.
[2] Κάτω στο ρέμα το βαθύ. Ασπροποταμίτικο συρτό στα τρία. Των χωριών στις Άνω Πηγές και χαράδρες τού Ασπρου ή Ασπροπόταμου – δηλαδή του Αχελώου.
[3] Από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά. Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γιάννης Γλέζος. 1969.
[4] Είναι ο Nardus stricta, απ’ τον αρχαίο νάρδο, γένος φυτών της οικογένειας των αγρωστιδών (Νάρδος ο σφικτός). Ευρασία, Βόρεια Αφρική και Νοτιοανατολική Βόρεια Αμερική.
[5] Πλύθηκα με ανθόνερο. Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μάνος Λοΐζος. 1971.
[6] Τα πιο γλυκά μου μυστικά. Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γιάννης Γλέζος. 1969.
[7] Μπανάκι Μανάκι. Σάκης Μπουλάς. 1986.
[8] Μάη μ’, Μάη μ’. Πάνος Τζαβέλας. 1975.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου