Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μαγεία, θρησκεία, επιστήμη

Θα μπορούσε να είναι σύνθημα σε διαδήλωση. Να εκφέρεται ρυθμικά: μαγεία - θρησκεία - ε - πι - στήμη. Να το ξεκινάει ο πρωθιερέας με τη ντουντούκα, και ν’ ακολουθεί το πλήθος – όλοι μαζί. Μαγεία - θρησκεία - ε - πι - στήμη.

Ότι ο άνθρωπος βαδίζει από τη μαγεία στη θρησκεία, κι από κει στην επιστήμη. Είναι μια από τις κυρίαρχες νεωτερικές κοινωνιολογικές αντιλήψεις – εξαιρετικά διαδεδομένη. Αυτό πιστεύουμε, άλλος λίγο, άλλος πολύ, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ότι οι πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες ήταν μαγικές. Δηλαδή κοινωνίες όπου η μαγεία έπαιζε τον πρωτεύοντα ρόλο. Ως ερμηνεία και ως πραγμάτωση του κόσμου. Και πράγματι, έτσι φαίνεται ότι ήταν: μαγικό πράμα η αστραπή, μαγικό κι ο κεραυνός. Και το δένδρο, κι ο κορμός. Μαγικά τα φυλλώματα και τα φυτά. Και μαγικό το έκκριμά τους. Το αφέψημα. Το αλείφεσαι και πετάς, ας πούμε. Υοσκύαμος και μπελαντόνα. Μαύρο γερούλι. Και μανδραγόρας. Και παίρνεις μέρος στις νυχτερινές μαγικές μαζώξεις. Στα σάββατα. Ναι. Έτσι λέγονταν. Σάββατα. Ώσπου εξελίχθηκαν σε Σάββατα του χριστιανισμού. Ίδια λέξη που, καθώς υποχωρεί η μαγική σκέψη και εγκαθίσταται η θρησκεία, παίρνει άλλο νόημα: της Αγίας Ημέρας. Της ημέρας της αναπαύσεως. Σάμπατουμ, Σάββατον, שַׁבָּת, Shabbat. Ώσπου το παλιό νόημα να ξεχαστεί και να κυριαρχήσει το καινούριο: ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου.

Ναι. Μ’ αυτή τη σειρά έγιναν τα πράγματα, όσα έγιναν στην από δω μεριά τής ανθρωπότητας. Είναι όμως αυτή η διαδρομή νομοτελειακή; Ακολουθείται, δηλαδή, παντού και πάντα, όπου υπάρχουν άνθρωποι; Και θα ακολουθείται; Αν θέλουμε να καταλήξουμε σε κάποιο θεώρημα, θα πρέπει όλα αυτά να τα αποδείξουμε. Και, αλήθεια, αν προς στιγμήν προς χάριν της συζήτησης δεχθούμε ότι η αλληλουχία είναι πράγματι αιτιοκρατική, οι βηματισμοί της προχωρούν κατ’ αύξουσα αξιολογική τάξη; Πρόκειται για κλιμάκωση προς το καλύτερο; Πρόκειται για πρόοδο σε κάθε περίπτωση; Που είναι καλή για όλους; Κι αυτό χρειάζεται απόδειξη.

Και δεν υπάρχουν κοινωνίες που τα πράγματα δε γίναν έτσι; Κοινωνίες που δε χρειάστηκαν ή δεν επέλεξαν αυτήν την ατραπό, τουλάχιστον όχι όπως την εννοεί ο Δυτικός άνθρωπος; Πώς δεν υπάρχουν. Ιθαγενείς πολιτισμοί ένα γύρω στον κόσμο. Παντού. Που παρ’ ό,τι περικυκλωμένοι από τελείως διαφορετικές  αντιλήψεις, ακόμη και σήμερα διατηρούν πλουσιότατες μαγικές παραδόσεις για υπερφυσικές δυνάμεις. Για σημεία και τέρατα. Οι Μαορί της Νέας Ζηλανδίας (Māori) ζουν συνδεδεμένοι με όλα τα ζώντα γύρω τους. Και οι Αμερικάνοι Ναβάχο, οι Ντινέ (Navajo, Diné), βρίσκονται σε απολυτή επαφή με τα φυσικά στοιχεία και τη γη τους. Υπάρχει κάποια βεβαιότητα ότι στις κοινωνίες αυτές, μια μέρα τα πράγματα θα πάρουν τον αναμενόμενο δρόμο; Ότι αυτές θα περάσουν στη θρησκεία; Και μάλιστα ότι από κει αργότερα θα εισέλθουν στην επιστήμη; Και το κυριότερο: ότι αυτό θα είναι για καλό τους; Δεν έχουν ήδη κινητά και λάπτοπ οι άνθρωποι αυτοί ενώ ταυτόχρονα κρατούν τον δεσμό τους με την πατρογονική τους αντίληψη των πραγμάτων; Πού εδράζεται αυτή η πίστη μας στο σχήμα των τριών βημάτων;

Όσο για τις δικές μας κοινωνίες, υποχωρεί πράγματι η μαγική σκέψη; Στ’ αλήθεια; Φιλάς σταυρό; Μπορεί. Τουλάχιστον σε πρώτη ματιά. Τo 1480 ο Σίξτος Δ΄, ο ντελλα Ρόβερε (Sixtus IV, Francesco della Rovere), αναθέτει στον Γκιρλαντάιο (Domenico Ghirlandaio), τον Μποτιτσέλι (Sandro Botticelli), τον Περουτζίνο (Pietro Perugino) και τον Ροσέλι (Francesco Rosselli) και τα εργαστήριά τους, τους αναθέτει τις νωπογραφίες της μεσαίας ζώνης τού Παρεκκλησίου του. Της Καπέλα Σιστίνα (Cappella Sistina). Είμαστε στην Ευρώπη. Ο άνθρωπος πλέον δε μαγεύεται. Θρησκεύεται. Και μάλιστα αναγεννάται – θρησκευόμενος πάντοτε. Βγαίνει από τα σκότη. Από το χάος. Διασώζεται. Και εικονογραφεί τη ζωή τού Μωυσή και τη ζωή τού Χριστού – τώρα πια για να συναντηθεί ελεύθερα με το θείο. Να το ανεύρει. Να το ανακαλύψει κάτω από το νέο νοητικό φως. Encounter το λένε οι αγγλόφωνοι. Recontrer γαλλικά. Confront και konfrontieren. Να συσχετισθεί μ’ αυτό. Να το αντιμετωπίσει και να το ερμηνεύσει. Και να μετάσχει αυτού. Από ατραπούς θεολογικές. Μη μαγικές.

Ναι, αλλά, τον καιρό της μαγείας οι προϊστορικοί ταύροι ζωγραφίζονται στο ταβάνι, στην οροφή του σπηλαίου, και δεκατέσσερεις χιλιάδες χρόνια αργότερα, της θρησκείας μεσουρανούσης, ο Παντοκράτωρ επιμένει να ζωγραφίζεται στο ίδιο σημείο, επάνω στον τρούλο των εκκλησιών της Ανατολής. Γιατί βίσωνες και Παντοκράτωρ βρίσκονται εκεί που κοιτάς, αν κοιτάξεις πάνω; Όσο για τους ναούς της Δύσης, ναι, οι τοιχογραφίες του Μποτιτσέλι και του Μικελάντζελο (Michelangelo), τουλάχιστον ως τεχνοτροπία είναι πλέον βελτιωμένες – αυτό το επίθετο θα χρησιμοποιούσαν όσοι πιστεύουν στην γραμμική εξελικτική θεωρία: βελτιωμένες. Εξορθολογισμένες. Φυσιολογικές. Ο αναγεννησιακός άνθρωπος ζωγράφισε με την ματιά τής προοπτικής. Με τη ματιά που κατευθύνεται προς την επιστήμη. Με πιστότητα. Και τα πάντα πήραν κανονική μορφή. Βγαλμένα απ’ τη ζωή. Σπαρταριστά. Ζωντανά. Αληθινά.

Έτσι φαίνεται σε πρώτη ματιά. Αλλά, μήπως ούτε αυτό στέκει; Αν ήταν πράγματι αληθινά, τι γυρεύει στη Δημιουργία (Creazione di Adamo) ένας μετέωρος γέρων στο πάνω δεξί μέρος της εικόνας; Γιατί αυτός ο ασπρομάλλης να έχει λευκούς μηρούς εφήβου; Γιατί να περιτριγυρίζεται από ολόπαχα πλασματάκια που ούτε αυτά πατάν κάπου, γυμνά και μισόγυμνα; Πού ακριβώς βρίσκεται η αλήθεια σ’ αυτήν την απεικόνιση; Με τι μηχανισμό στέκει στον αέρα αυτός ο σεβάσμιος άνθρωπος και τείνει το δάκτυλο στον Αδάμ – έναν τύπο νέο, ρωμαλέο, ξαπλωμένο νωχελικά πάνω σε κάτι χαμηλότερο, προφανώς επίγειο, ενώ το αφύσικα παιδικό πέος του αναπαύεται αθώα πάνω στον ενήλικο σφριγηλό αρρενωπό γυμνό μηρό του;

Πόσο αληθινά είναι όλα αυτά; Μήπως ο σκοπός τής απεικόνισης, παρά τα τριάντα χιλιάδες χρόνια που πέρασαν από τον ανώνυμο προϊστορικό ζωγράφο τού Σοβέ (Chauvet-Pont d’Arc), και μήπως όσα χρόνια κι αν περάσουν, μήπως ο σκοπός παραμένει ο ίδιος και μήπως δεν είναι απεικονιστικός; Γιατί οι άνθρωποι του Εγγονόπουλου, πεντακόσια χρόνια αργότερα από τις αποτυπώσεις του Μικελάντζελο, γιατί να έχουν αποκτήσει τρύπες στα σώματά τους; Ξεχάστηκε ο αναγεννησιακός ρεαλισμός; Γιατί τα ρολόγια του Νταλί (Salvador Dalí) να λιώνουν; Γιατί οι γελοιογραφίες του Κώστα Μητρόπουλου και του Κυρ να είναι γραμμικά σχέδια, ανάλογα των γραμμικών στα ερυθρόμορφα αττικά αγγεία; Δεν γνώριζαν την προοπτική οι αρχαίοι καλλιτέχνες ή δεν την γνώριζαν οι σύγχρονοι γελοιογράφοι; Ή δεν την γνώριζε ο Πικάσο (Pablo Picasso); Γιατί τόσο αφύσικες στάσεις στα πλάσματα της Γκερνίκα (Guernica); Γιατί τόσα σώματα το ένα πάνω στο άλλο; Γιατί παρόμοιος συνωστισμός, πλήθος χεριών, στην Cueva de las Manos – un sitio arqueológico con pinturas rupestres, με βραχογραφίες δηλαδή, στη Santa Cruz της Αργεντινής, επτά χιλιάδες χρόνια νωρίτερα από τη Γκερνίκα; Πώς η ίδια ιδέα και στη Γκερνίκα, και στη Σάντα Κρουζ, η ιδέα της συσσώρευσης χεριών και σωμάτων σε μηδενικό χώρο, πώς εμφανίζεται ξανά και ξανά, και πώς την ξαναβρίσκουμε στις απεικονίσεις πλήθους λαού που παρακολουθούν τα εξιστορούμενα στις βυζαντινές αγιογραφίες; Πώς επιμένει αγνοώντας την απόσταση μεταξύ πολιτισμών και τεχνοτροπιών, και σε πείσμα κάθε φυσικότητας, όπως την εννοεί ο νεοτερικός άνθρωπος;

Μήπως ο σκοπός δεν είναι απεικονιστικός, αναρωτιόμασταν λίγο νωρίτερα. Και τι να ’ναι; Μήπως φανταστικός; Μήπως δηλαδή η ζωγραφική μάς φανερώνει πώς φαντάζεται τα πράγματα ο άνθρωπος; Μάλλον. Αλλά, αν τα φαντάζεται έτσι, έτσι τα θέλει, έτσι δεν είναι; Αυτό ξέρει να το καταθέσει κι ένας πρωτοετής της ψυχιατρικής. Κι αν τα απεικονίζει όπως τα θέλει, μήπως ο σκοπός είναι κανονιστικός; Μήπως η πράξη αυτή είναι μαγική; Τελετουργική; Μήπως δηλαδή πρόκειται για το βασίλειο τής φυσικότητας; Για το όντως ον;

Γιατί οι αφύσικες στάσεις των Αιγυπτίων θεών; Γιατί οι παντελώς εξωπραγματικές κλίσεις των αποστεωμένων χεριών των αγίων στις ορθόδοξες εκκλησιές; Τι δουλειά έχουν τα αφηρημένα σύμβολα δίπλα στα ζώα στις σπηλαιογραφίες; Τι παρίσταναν εκεί οι ανθρωπόμορφες φιγούρες που δεν είναι ακριβώς άνθρωποι; Γιατί στο σπήλαιο του Σοβέ, δίπλα στα τόσο ρεαλιστικά και ακριβή σχέδια, γιατί παρεισφρέουν υβριδικά, φανταστικά πλάσματα; Επειδή όλοι αυτοί ήταν πρωτόγονοι κι επειδή δεν είχε προοδεύσει η ζωγραφική; Και τότε πώς ο Βελάθκεθ (Diego Velázquez), από τους πατέρες της ρεαλιστικής, της φωτογραφικής, θα ’λεγε κανείς, απεικόνισης, πώς εν μέσω Ιεράς Εξετάσεως και πανίσχυρων Καθολικών αντιλήψεων, πώς παρατάσσει δεκατρία αστεράκια όλα ακριβώς ίδια, σε τέλειο κύκλο γύρω από το κεφάλι της Παναγιάς στην Inmaculada Concepción; Στην Αμόλυντη Σύλληψη; Δεν τα έβαλε εκεί γιατί έτσι ήθελε ο ίδιος; Δεν παρέμειναν εκεί γιατί όλοι θα τα θέλαν εκεί; Η σκέψη επιμένει βασανιστική: προφανώς ο άνθρωπος δεν ζωγραφίζει για να απεικονίσει. Αλλά τότε γιατί το κάνει; Θέλει να σκεφθεί; Επιχειρεί να προτείνει; Και μήπως δια της προτάσεως να επέμβει;

Μαγεία - θρησκεία - επιστήμη. Ό,τι κι αν λέμε, η πίστη ότι έτσι έχει αυτή η διαδρομή, καλά κρατεί. Είπαμε: ο άνθρωπος από τη μαγική σκέψη προχωρά στην οργάνωσή της, που είναι η θρησκεία, κι από κει απαλλάσσεται και πάει στην επιστήμη. Μεταβαίνει στην αιτιοκρατία. Όλα εξηγούνται. Δεν είναι πλέον απειλή ο κεραυνός. Τουλάχιστον όχι μεταφυσική απειλή, κι αυτό είναι που έχει σημασία στη συζήτησή μας. Δεν είναι τιμωρία οι αρρώστιες. Δεν είναι οργή θεού ο σεισμός και η έκλειψη ηλίου. Και η γη δεν είναι δα το κέντρο του σύμπαντος. Περιστρέφεται γύρω από ένα άστρο. Συγκλονιστική ανακάλυψη. Συγκλονιστική γιατί αν η γη δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος, τότε πώς μπορεί να επιμένω να είμαι εγώ το κέντρο του σύμπαντος; Απομάγευση λοιπόν, και εκκοσμίκευση. Και εκλογίκευση. Γαλιλαίος και Δαρβίνος. Και καταγωγή των ειδών. Μόνο; Όχι βέβαια. Είναι να μην αρχίσει να ξηλώνεται το πουλόβερ. Να ο Χομπς (Thomas Hobbes) με τον Λεβιάθαν του και το κοινωνικό τους συμβόλαιο. Να κι ο Ρουσό (Jean-Jacques Rousseau) με το δικό του. Να οι Σκοτσέζοι διανοητές, ο Τάιλορ (Edward Burnett Tylor), ο Λοκ (John Locke), να ο Μοντεσκιέ (Montesquieu), να ο Βέμπερ (Max Weber), και να από κοντά κι ο Μαρξ κι ο Φρόιντ. Έχει προηγηθεί ο Έγελος (Georg Wilhelm Friedrich Hegel): «η ανάπτυξη των κοινωνιών είναι αναπόφευκτη, όπως ο σπόρος, που δεν έχει άλλη επιλογή από το να γίνει βελανιδιά» – έτσι έγραφε. Οπότε νάσου κι ο Φρέιζερ. Σερ Τζέιμς Τζορτζ Φρέιζερ (James George Frazer). Σκοτσέζος επίσης. Της ιδίας κατηγορίας – οι Σκοτσέζοι διανοητές που λέγαμε. Ανθρωπολόγος, μελετητής της εξέλιξης των αντιλήψεων του ανθρώπου – ιδιαίτερα της μαγείας, της θρησκείας και της μυθολογίας. Ο Φρέιζερ προσπαθούσε να κατανοήσει την αφήγηση του Οβιδίου για τον Rex Nemorensis, τον πρωθιερέα στον αρχαίο ναό της Αρτέμιδος (Diana) στην Αρίτσια (Aricia) της Ιταλίας. Γιατί θα τον διαδεχόταν μόνο όποιος προηγουμένως τον σκότωνε σε μονομαχία; Και γιατί με τη σειρά του ο διάδοχος παρέμενε στο αξίωμα μόνο έως ότου κατασφαγεί από τον επόμενο διεκδικητή;

Η μελέτη τού Φρέιζερ εκδόθηκε σε δύο τόμους το 1890, και η τελική της μορφή, μετά από εκτεταμένη συγκριτική έρευνα ήταν δωδεκάτομη και εκδόθηκε το 1915. Δε Γκόλντεν Μπάου (The Golden Bough). Το χρυσό κλαδί. Η ουσία των συμπερασμάτων της μπορεί, με αρκετή δόση απλούστευσης, αναγκαίας σε τέτοιες συντομεύσεις, να συνοψιστεί στο τρίπτυχο: μαγεία, θρησκεία, επιστήμη. Αυτό ήταν το συνολικό συμπέρασμα. Η πορεία της σκέψης του ανθρώπου, από μαγική γίνεται θρησκευτική. Κι από κει επιστημονική. Ένα βιβλίο με ένα σκεπτικό που δεν ήταν ρηξικέλευθο – ούτε για την εποχή του. Εδραίωνε και αποκρυστάλλωνε το φιλοσοφικό υπόβαθρο που πλεκόταν ήδη από την Αναγέννηση, και που από τον δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο κιόλας αιώνα προετοίμαζε την Γαλλική έκρηξη. Και τη βιομηχανική επανάσταση. Οπότε, όταν πια εφηύραμε και το τρένο, ποιος μας πιάνει. Η βιομηχανοποίηση είναι η προφανής βελτίωση της ανθρώπινης μοίρας. Είναι η πρόοδος. Που φέρνει και την απόλυτη κυριαρχία τής Δημοκρατίας. Και την πρόοδο της τεχνολογίας. Έτσι πάει. Δεν είναι φανερό; η ανθρωπότητα βαδίζει σε συγκεκριμένο μονοπάτι, προκαθορισμένο – εκείνο της κοινωνικής προόδου. Ό,τι έχει προηγηθεί δεν συνέβη τυχαία. Ήταν κρίκος που παρήχθη αιτιοκρατικά από τον προηγούμενο κρίκο, και εξίσου αιτιοκρατικά προετοίμασε τον ερχομό τού επόμενου, κι αυτός τού επόμενου. Κι ό,τι σήμερα συμβαίνει, είναι κι αυτός ένας κρίκος. Που σκοπό έχει να προετοιμάσει το μέλλον. Που θα είναι το επόμενο θαυμάσιο βήμα.

Σκέψεις κατ’ αναλογίαν λέγονται αυτές. Κι όχι μία. Πολλές: Αφού η ζωή προχωρά σε διαρκή αυτοβελτίωση με σκοπό την επιβίωσή της, άρα είναι προφανές ότι και οι κοινωνίες πράττουν το αυτό. Πρώτη αναλογία. Αφού η τεχνολογία και οι ανακαλύψεις εξελίσσονται, έτσι προχωρούν και οι κοινωνίες του ανθρώπου. Δεύτερη αναλογία. Και αφού οι μεγαλύτερες εφευρέσεις και ανακαλύψεις είναι οι πιο πρόσφατες, τότε οι παλιότεροι ανθρώπινοι πολιτισμοί είναι εν πολλοίς προηγούμενα στάδια του σημερινού. Τρίτη αναλογία. Και φαρμακερή. Με παράλληλη λήψη του ζητουμένου.

Και προοδευτισμός λέγεται. Πρόκειται για την πίστη στη διαρκή αναμόρφωση, αναμόρφωση που βασίζεται στην εκτίμηση ότι επιστήμη, τεχνολογία και κοινωνία είναι αλληλοσυνδεδεμένες και νομοτελειακά προοδεύουσες. Σπένσερ (Herbert Spencer) και Κομτ (Auguste Comte). Και Μόργκαν (Lewis Henry Morgan), που έγραφε ότι ο άνθρωπος περνά από την αγριότητα στη βαρβαρότητα κι από κει στον πολιτισμό. Αναγκαστικά. Μέσω της τεχνολογίας και των ανακαλύψεων. Από τη φωτιά στον τροχό, από κει στην αγγειοπλαστική, στην εξημέρωση των ζώων, στη γεωργία, στη μεταλλουργία.

Και Εμίλ Ντουρκχάιμ (Émile Durkheim). Οι δεσμοί που ενώνουν την κοινωνία ως σύνολο. Η αλληλεγγύη. Μηχανική και οργανική. Περνάμε από την πρώτη στη δεύτερη με την αύξηση του πληθυσμού και την συνεπακόλουθη αύξηση της πυκνότητάς του. Όπως το έθεταν Τάιλορ και Μόργκαν, με τις πολλαπλές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις που προκαλούνται από την εξειδίκευση και τον αυξανόμενο καταμερισμό εργασίας. Οι κοινωνίες προοδεύουν όσο η κοινωνική δομή περιπλέκεται. Από τη συμμορία στη φυλή, από κει στο βασίλειο, κι από κει στο κράτος.

Και δε φαίνεται να πλήττεται αυτή μας η συλλογιστική από το γεγονός ότι Δημοκρατία και αιτιοκρατία υπήρξαν ήδη δύο χιλιετίες πριν τη Γαλλική Επανάσταση. Αλλά, εντάξει. Δεν είναι αυτός λόγος να χαλάσει το συνολικό αφήγημα. Υπάρχουν και τα μπρος πίσω. Υπάρχουν και ασυνέπειες. Και, στο κάτω κάτω, η Αθηναϊκή ήταν μια δουλοκτητική κοινωνία. Επιπλέον η γυναίκα ήταν κλεισμένη στο σπίτι, και η βιομηχανία ήταν άγνωστη λέξη. Επρόκειτο για μια αναλαμπή που δε μπορούσε να έχει συνέχεια, πόσω μάλλον αφού το πέρασμα από τις πόλεις κράτη στην αυτοκρατορία επέβαλε αργότερα στον Μέγα Κωνσταντίνο τον εναγκαλισμό με τη θρησκεία για λόγους συγκολλητικούς και κυβερνητικούς. Και πισωγύρισμα θα το ’λεγε η νεοτερική σκέψη.

Ίσως μας ανησύχησε προς στιγμήν η ζωγραφική και η σχέση της με τη μαγεία. Αλλά η ζωγραφική είναι τέχνη. Οι καλλιτέχνες δεν είναι κανονικοί άνθρωποι. Εξαιρούνται. Και, εν πάση περιπτώσει, συγχωρούνται. Δεν αιφνιδιαζόμαστε αν παρά την μετάβαση από τη μαγεία στη θρησκεία κι από κει στην επιστήμη, η τέχνη επιμένει να κρατά —και να διατρανώνει— τις μαγικές της καταβολές. Αλλά η κοινωνιολογία, η φιλοσοφία, το δίκαιο – αυτά δεν είναι πράματα να καλλιτεχνίζει κανείς. Είναι επιστήμες. Σοβαρές. Και η εξέλιξή τους είναι ορθολογική και αιτιοκρατική. Συγγράφουν την πραγματική ιστορία της σκέψης του ανθρώπου. Χωρίς ποιητικές άδειες.

Ώσπου φθάνουμε στο 1881. Ένας νεαρός Γερμανός φυσικός, ο Φραντς Μποάζ (Franz Boas), εκπονεί την πτυχιακή του: Beiträge zur Erkenntniss der Farbe des Wassers. Συμβολή στη γνώση του χρώματος των υδάτων. Πώς και το νερό είναι μπλε, και στα βαθιά μαύρο, κι άμα το βάλεις στο ποτήρι είναι άχρωμο; Τι παίζει; Πώς γίνεται άλλα να βλέπεις κι ύστερα να βλέπεις άλλα κι άλλα να πίνεις;

Ήταν ο πρώτος που αναρωτιόταν αν τα πράγματα είναι πράγματι όπως φαίνονται; Καθόλου. Δυόμιση χιλιετίες πριν από αυτόν, ήδη κάποιος από τα Στάγειρα της Χαλκιδικής, είχε αναρωτηθεί κάτι ανάλογο. Αυτόν τον άλλον δεν τον απασχολούσαν τα ύδατα, αλλά οι φουρτούνες τής σκέψης. Σοφιστικοὶ Ἔλεγχοι. Τον απασχολούσε η Λογική – η συστηματική μελέτη των διαλογισμών και των επιχειρημάτων. Και η μελέτη των στηριγμάτων των συλλογισμών. Τον απασχολούσαν οι προκείμενες. Και οι παραδοχές. Πώς γίνεται άλλα να σκεφθείς και αλλού να οδηγηθείς; Και πώς μπορείς να διασταυρώνεις την ορθότητα των συμπερασμάτων; Εκείνον τον άνθρωπο τον ενδιέφεραν οι λογικές πλάνες. Οι συλλογισμοί που μοιάζουν με συλλογισμούς αλλά τελικά δεν είναι, με αποτέλεσμα να οδηγούν σε λάθη. Τον απασχολούσε το συμβεβηκός. Η άγνοια ελέγχου. Η λήψη του ζητουμένου, που αναφέραμε πιο πάνω.

Πίσω στον Μποάζ που ξεκινούσε το δικό του ταξίδι, καθώς κι αυτόν τον βασάνιζε η διαφορά ανάμεσα στην υποκειμενική εμπειρία και στον κόσμο ως αντικείμενο. Αυτός αποφάσισε να γίνει γεωγράφος και δι’ αυτής της οδού ν’ αρχίσει να ψηλαφεί και να αποτυπώνει. Και δεν άργησε να οδηγηθεί στο κέντρο τού συστήματος που μελετούσε. Δηλαδή στο κέντρο του κόσμου. Δηλαδή στον άνθρωπο. Ο Μποάζ αφιερώθηκε στην ανθρωπολογία. Και επικεντρώθηκε σε μη καταγεγραμμένους, μη δυτικούς πολιτισμούς – τι νέο θα μπορούσε να βρει στους γνωστούς; Αναζήτησε πρωτόγονες κοινωνίες —έτσι θεωρούνταν αυτές, πρωτόγονες—, αγωνίστηκε να πείσει καταδιωγμένους και απειλούμενους ανθρώπους ότι δεν είχε κακό σκοπό, πάλεψε και κέρδισε την εμπιστοσύνη τους, μίλησε τη γλώσσα τους, κι έζησε μαζί τους, έκανε ό,τι κι εκείνοι, ντύθηκε όπως κι εκείνοι, κέρδισε το ψωμί του όπως κι εκείνοι. Ρισκάρισε σοβαρά την υγεία του και τη σωματική του ακεραιότητα. Διακινδύνευσε τη ζωή του. Έγινε ένας απ’ αυτούς.

Και βρήκε χρυσό. Εξήγαγε συγκλονιστικά συμπεράσματα για τον άνθρωπο. Πρώτα πρώτα από τους ανθρώπους που μελετούσε. Αφού κατάφερε να σταθεί μαζί τους, στο ίδιο παράθυρο από το οποίο έβλεπαν εκείνοι τον κόσμο, κι από κει να τον δει κι αυτός. Και ταυτόχρονα μελετώντας και εξάγοντας συμπεράσματα από την αντίληψη του μητρικού του πολιτισμού για τους ανθρώπους που μελετούσε. Συμπεράσματα συγκλονιστικά. Πράγματι. Είχε φθάσει στο κέντρο του σύμπαντος. Ώστε ο πολιτισμός κάθε ανθρώπινης ομάδας, εκείνος είναι ο βασικός μηχανισμός που καθορίζει τη συμπεριφορά των μελών της. Κι όχι τα βιολογικά ή κλιματικά ή ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά. Όχι το αίμα. Οι άνθρωποι είναι κυρίως αυτό που πιστεύουν ότι είναι. Κι από κει που κοιτάν, αυτόν τον κόσμο βλέπουν. Ώστε δεν υπάρχουν κατώτερες κι ανώτερες μορφές πολιτισμού, ούτε διαδικασία που οδηγεί ντετερμινιστικά προς τις δε. Τα εθνολογικά μουσεία του Δυτικού κόσμου βρίσκονταν σε απόλυτη σύγχυση όσο θεωρούσαν ότι οι ανθρώπινοι πολιτισμοί που εξέθεταν, μπορούν να ταξινομηθούν κατά εξελικτικά στάδια.

Μαγεία, θρησκεία, επιστήμη; Και ποια επιστήμη; Ήδη οι φιλόσοφοι είχαν ασχοληθεί με τη διαφορά: Naturwissenschaften έλεγαν τις επιστήμες για τα φαινόμενα που κυβερνώνται από αντικειμενικούς φυσικούς νόμους. Δηλαδή για τα μήλα που πέφτουν στα κεφάλια των ανθρώπων. Ενώ Geisteswissenschaften έλεγαν τις επιστήμες του ανθρώπου. Αυτό που οι αγγλόφωνοι λένε humanities. Η Φυσική είναι αντιπροσωπευτική των μεν, και η Ιστορία των δε. Και η σύγχυση μεταξύ των δύο φαινόταν πλέον θεμελιώδες λογικό και μεθοδολογικό σφάλμα. Όχι, όσο κι αν είχε προσπαθήσει να τα παντρέψει ο Καντ (Immanuel Kant) και οι επίγονοι, σε διάφορες αναλογίες μίγματος ο καθένας, ήδη οι Γερμανοί πριν τον Μποάζ —ο Χέρντερ (Johann Gottfried von Herder), ας πούμε— διατείνονταν το απλό: η ανθρώπινη δημιουργικότητα υποχρεωτικά είναι απρόβλεπτη. Είναι απείρως ποικιλόμορφη. Και είναι εξίσου σημαντική, εξίσου καθοριστική με κάθε ρασιοναλισμό. Ήδη δηλαδή ο Χούμπολτ (Friedrich Wilhelm Christian Karl Ferdinand von Humboldt), ο φιλόσοφος και γλωσσολόγος, γεωγράφος, ιστορικός και ψυχολόγος, όταν ίδρυε το Πανεπιστήμιο τού Βερολίνου το 1809, έστρωνε το έδαφος πάνω στο οποίο θα ρίζωναν οι ιδέες τού Μποάζ και των μαθητών του. Η Δαρβινική θεωρία δεν είναι λανθασμένη, αλλά δεν έχει εφαρμογή στα φαινόμενα του πολιτισμού και της ιστορίας. Ουδείς έχει αντίρρηση με την έννοια της εξέλιξης per se. Αλλά η αντίληψη ότι δια της όποιας μορφής εξελικτικής ορθότητος —για παράδειγμα τής ορθογεννητικής ή της ορθοπολιτικής— η ανθρωπότητα θα οδηγηθεί σε έναν καλύτερο κόσμο, είναι εφιαλτικά άτοπη. Οι Ινουίτ (Inuit), οι Νετσίλικ (Netsilik) του Καναδά, με τους οποίους δούλευε ο Μποάζ δεν βρίσκονταν σε κάποιο στάδιο προγενέστερο εκείνου που βρίσκονταν οι Γερμανοί στα Πανεπιστήμια των οποίων είχε σπουδάσει. Γερμανοί και Ινουίτ ήταν σύγχρονοι. Απλώς ο καθένας έβλεπε τον κόσμο με τα δικά του γυαλιά. Πολιτισμικός σχετικισμός. Kulturrelativismus. Κάθε πολιτισμός κρίνεται με βάση τις δικές του αξίες και τα δικά του πρότυπα συμπεριφοράς. Το ίδιο και κάθε περίοδος του ανθρώπου. Και όχι με βάση τις αξίες τού εκάστοτε παρατηρητή. Χρειάζεται γενναιότητα – αλλά έτσι έχουν τα πράγματα.

Μόλις πρόσφατα έφυγε από αυτή τη γωνιά της πραγματικότητας ένας σύγχρονος ερευνητής, ο Ντάνιελ Κάνεμαν (Daniel Kahneman). Συγγραφέας, ψυχολόγος και οικονομολόγος. Κατά δήλωσή του, ο λόγος που είχε σπουδάσει ψυχολογία ήταν γιατί ενδιαφερόταν να μελετήσει μάλλον γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν στον θεό, παρά αν υπάρχει θεός η όχι. Η διπλωματική του διερευνούσε τις σχέσεις μεταξύ επιθέτων σε κλίμακες εννοιολογικού διαφορισμού (semantic differential scales). Τις κλίμακες ερωτηματολογίων διπολικού χαρακτήρα, όπου οι ερωτώμενοι καλούνται να επιλέξουν μεταξύ διαβαθμισμένων απαντήσεων ανάμεσα σε δύο αντίθετες έννοιες, π.χ. πολύ δυσαρεστημένος, δυσαρεστημένος, δεν είμαι βέβαιος/η, ευχαριστημένος, πολύ ευχαριστημένος.

Ο Κάνεμαν ήταν συμπεριφοριστής. Ήταν ο πατριάρχης αυτής της σχολής οικονομικής σκέψης και είχε αναπτύξει τον Νόμο των Μικρών Αριθμών, μια θεωρητική προσέγγιση της τάσης των ανθρώπων να βγάζουν γενικευμένα συμπεράσματα από μικρά στατιστικά δείγματα. Σήμερα. Εν μέσω εξελιγμένου εικοστού πρώτου αιώνα. Εξεπόνησε και την Θεωρία των Προοπτικών, η οποία προσεγγίζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αποφασίζουν μεταξύ εναλλακτικών που περιλαμβάνουν κινδύνους, καθώς και την Θεωρία της Διαίσθησης και της  Λογικής – θεωρία που εξετάζει τη γρήγορη και συχνά αυτόματη διαίσθηση σε σχέση με την αργή και σκόπιμη λογική ανάλυση. Στο έργο του «Σκέψη, αργή και γρήγορη», εστιάζει στη μελέτη των γνωστικών ψευδαισθήσεων —ήταν άλλος ένας που θα τον απασχολούσαν τα γνωστικά σφάλματα—, και πότε αυτές παίρνουν τα ηνία της συμπεριφοράς. Και απέδειξε ότι στην καθημερινότητά μας, οι περισσότερες από τις κρίσεις που κάνουμε γίνονται αυτόματα, διαισθητικά, και έχουν  συναισθηματική προέλευση. Κι ότι η εμπιστοσύνη και η πίστη είναι από τις πιο σημαντικές πτυχές της γνώσης. Δι’ αυτών αποφασίζουμε ποιον θα παντρευτούμε, ποια μετοχή θα αγοράσουμε ή θα πουλήσουμε και ποιον θα ψηφίσουμε στις εκλογές. Κι άλλα πολλά, ων ουκ έστιν αριθμός. Έχουμε ελάχιστη ιδέα για το πόσο λίγα γνωρίζουμε, και το πιο σημαντικό: δεν έχουμε σχεδιαστεί να γνωρίζουμε πόσα λίγα ξέρουμε.

Μαγεία, θρησκεία, επιστήμη. Το σύνθημα εξακολουθεί να κυκλοφορεί. Απονευρωμένο πια. Αποχυμωμένο. Απαρχαιωμένο. Εμφανώς ψεύτικο. Σοβαρά τώρα; Ο άνθρωπος πάει από τη μαγεία στη θρησκεία κι από κει στην επιστήμη; Και τότε πώς στην πιο επιστημονική του εποχή, το —κατά δική του δήλωσή— πλέον ρασιοναλιστικό πληθυσμιακό σύνολο της ανθρωπότητας, δηλαδή ο Δυτικός μας κόσμος, πώς και δεν μπορεί να συνεννοηθεί αν το εμβόλιο έχει ή δεν έχει μέσα τσιπάκια; Πώς και ξανασυζητάμε μήπως η γη είναι επίπεδη ή μπας και μας ψεκάζουν οι εχθροί μας; Γιατί η πιο απίθανη θεωρία βρίσκει το κατάλληλο περιβάλλον να εκκολαφθεί και διαδίδεται σε μηδενικό χρόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;

Μαγεία, θρησκεία, επιστήμη. Μήπως δεν πρόκειται τόσο για νόμο που έχει εξαχθεί από τη διαδικασία της παρατήρησης και της εξαγωγής συμπερασμάτων, αλλά, αντίθετα, για ευσεβή πόθο; Δηλαδή για πίστη; Μήπως πρόκειται για αποκρυστάλλωση των ελπίδων αυτού τού πολιτισμού μας για κυριαρχία και έλεγχο πάνω στον κόσμο, και πάνω σε εκφάνσεις της οντότητάς μας, εκείνες που σήμερα δεν αποδεχόμαστε με ευκολία; Εκείνες στις οποίες δεν πιστεύουμε; Γιατί να θέλουμε να πιστεύουμε στον ρασιοναλισμό μας, την ίδια στιγμή που με ευχέρεια αποδεικνύουμε ότι αυτός είναι η λιγότερο αυτόματη έκφανσή μας, αν δεν είναι και η πιο ακαλλιέργητη; Μήπως γιατί αυτό είναι που θα θέλαμε να μάς συμβαίνει; Μπράβο μας. Ευγενής θέληση. Αλλά γιατί να μας οδηγεί στην πίστη ότι κιόλας έτσι είναι τα πράγματα; Γιατί να δυσκολευόμαστε να αποδεχθούμε ότι ο άνθρωπος είναι και τελετουργικό και μαγικό ον; Και ποιος ξέρει τι άλλο. Γιατί να δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε και να διαχειριστούμε ολόκληρο το οντολογικό μας εύρος;

Μαγεία, θρησκεία, επιστήμη. Δεν φαίνεται να πρόκειται για ντετερμινιστική ακολουθία. Ούτε για αξιοκρατική κλιμάκωση. Δεν φαίνεται, ούτε να είμαστε μόνο ένα απ’ όλα αυτά, ούτε να είναι αυτά τα μοναδικά που μπορούμε να είμαστε. Μιλώντας για λογικές πλάνες, φαίνεται ότι το βασικό είναι κάθε φορά τι πιστεύουμε ότι είμαστε και με τι επιχειρούμε να απαντήσουμε στα ερωτήματά μας. Κι αν μπορεί κάπου να ανιχνευθεί σφάλμα, ίσως αυτό να έγκειται στην υποχρεωτική πίστη ότι μία απ’ όλες τις ανθρώπινες εκφάνσεις είναι δυνατόν να είναι και η μοναδική. Για όλες τις δουλειές. Δια πάσαν νόσο. Και μάλιστα σε καθεστώς δυσφήμισης και αποκλεισμού των υπολοίπων.

Είναι δυσλειτουργικό να πιστεύει κανείς σε παραμύθια – δεν υπάρχει αμφιβολία. Αλλά μήπως κορυφαία δυσλειτουργικότητα είναι να πιστεύει κανείς ότι τα παραμύθια είναι παραμύθια;











Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.