Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μίλτος

Μίλτος. Θηλυκό. Η μίλτος. Μια παραλλαγή του αιματίτη. Τι είναι αιματίτης, θα μου πεις τώρα. Ο αιματίτης είναι ορυκτό τού σιδήρου, οξείδιο – παντού στα βράχια και στα χώματα – όπου κοιτάξεις θα το ’βρεις. Και μια παραλλαγή του είναι κόκκινη, κατακόκκινη, σαν αίμα, αἱματίτης λίθος, αιματοκόκκινη πέτρα δηλαδή. Από κει τον είπαμε αιματίτη.

Η μίλτος που βάφονταν κόκκινοι οι αρχαίοι, το κοκκινόχωμα – το κιννάβαρι. Ο κινναβαρίτης, θειούχο ορυκτό του υδραργύρου – πέρσης αυτός, τον συσχετίζουν με τον زنجیفرح ή زینجیفرح, ζανζίφαρα ή ζινζίφαρα. Εντάξει. Άμα βρεις άκρη, μου γράφεις κι εμένανε που ενδιαφέρομαι. Τα λεξικά το ’χουν πολύ διπλωματικά: δάνειον ανατολικής προελεύσεως – έτσι το διατυπώνεις άμα δεν είσαι σίγουρος.

Άμμιον. Το ξες τι ’ναι αυτό; Αυτό που λέγαμε. Το κιννάβαρι σε αμμώδη μορφή. Από κει που βγαίνει το μίνιο. Minio και miniare, βάφω με μίνιο, δηλαδή μιλτώνω. Miniatus, miniata, miniatum, δηλαδή μιλτωμένος. Βαμμένος με μίνιο. Τα νησιά, με το μίνιο και με το φούμο.

Όχι βρε – το Άμμιον στις επιγραφές, στους τάφους, δεν είναι μίνιο. Είναι το υποκοριστικό τής Αμμίας. Που μετά γίνηκε Αμμιανή και Αμμιανός. «Ἐπὶ Δεσκύλου, Ἀμμιον, γυνὴ δὲ Πανταινέτου», γράφει το μνήμα. Ρωμαϊκός τάφος. Σάρδεις. Πρωτεύουσα του Βασιλείου της Λυδίας. Σήμερα Ουσάκ, Μανίσα και Σμύρνη. Ελληνικά, πέρσικα, λυδικά – είδες για πότε ξεφεύγουμε τελείως;

Άστο. Πάμε πίσω. Η μίλτος. Αιματίτης, όταν είναι υπό μορφή αιματέρυθρων κρυστάλλων. Ιζηματογενές. Οξείδιο του τρισθενούς σιδήρου σε δευτερογενείς συσσωματώσεις, δηλαδή μηχανικά ιζήματα με αιματέρυθρη γραμμή κόνεως. Ψάρωσες; Θα πει ότι το σούρνεις πάνω σε λευκή σαγρέ πορσελάνη, αγυάλιστη, κι αυτό αφήνει μια γραμμή πίσω του. Ε, αυτή λέγεται γραμμή σκόνης. Του δικού μας είναι αιματοκόκκινη. Εντάξει;

Αυτός ο κόσμος είναι πολύ παλιότερος απ’ ό,τι είμαστε κατασκευασμένοι να αντέχουμε. Μίλτος και μιλτάριον. Και μιλτείον το αγγείο που φύλαγες την μίλτο σου δια πάσα χρήσιν. Διότι μπορεί να ’σουνα μιλτεύς, δηλαδή μπογιατζής μίλτου. Μινιατζής. Κι ας πούμε ότι μιλτοβαφούσες ένα πλοίο, φέρ’ ειπείν. Ε, τότε η ναυς αυτή γινόταν μιλτηλιφής. Ή έβαφες μόνο την  πλώρη, ξερωγώ. Οπότε η ναυς ήταν πια μιλτοπάρειος, με κόκκινες παρειές δηλαδή – κοκκινομάγουλη. Έτσι μπορούσαν τα πλοία να διασχίσουν δύσκολες θάλασσες – με τρικυμίες κι ανέμους δυνατούς κι ομίχλες: τῷ δ’ ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι, κι ακολουθούσαν καράβια δώδεκα, κοκκινόπλωρα, λέει ο Όμηρος.

Και Μιλτιάδης. Να ’τον ο φίλος που παραμόνευε κοκκινωπός κοκκινωπός, να εισέλθει στη σκηνή. Από πολύ μεγάλο σπίτι μιλάμε, Φιλαΐδες, έτσι λεγόσαντε αυτοί, γιος του Κίμωνα του Ολυμπιονίκη και πατέρας του Κίμωνα του Στρατηγού. Μιλάμε για σόι. Με δικιά του χώρα στη Θράκη, κρατίδιο, ρε παιδί μου, ημιανεξάρτητο βιλαέτι – άσε, πού να σου περιγράφω, τάτσι μήτσι κότσι με τους Πέρσες, κολλητάρι με τον Δαρείο Α΄, σου λέω για πολύ μπερδεμένα πράματα, τι δεν καταλαβαίνεις. Και φυσικά αντίπαλος τού Θεμιστοκλή – ο άλλος ούτε ζωγραφιστό να τον δει δεν ήθελε έτσι που τριγύριζε στας Αθήνας με προσωπική σωματοφυλακή. Αλλά ήταν και καπάτσος. Μόλις είδε πώς την είχαν δει οι Πέρσες στον Μαραθώνα, ισχύς και δε συμμαζευεται, έτσι είστε, σου λέει, θα σας σιάξω εγώ. Βάνει μια παράταξη φτιαγμένη έτσι που το κέντρο της να κουτσαίνει. Κάτι λιμούς έβαλε εκεί. Ορμάν οι Πέρσες, το ’χουμε, σου λέει, θα τους λιανίσουμε, αλλά αυτός είχε βάλει κάτι πάνοπλους μοβόρους στα πλάγια του, υποχώρησε το κέντρο του, κλείσαν σα δαγκάνες οι πάνοπλοι στα νώτα των οχτρών, και τέλος. Δεν απόμεινε κολυμπηθρόξυλο.

Τέλος πάντων, πονεμένες ιστορίες – το ’χουν οι Μιλτιάδηδες. Ο της δικής μας οικογενείας ήτο Καλαματιανός, θείος εξ αγχιστείας, είχε πάρει τη θεία τη Λενίτσα και ήταν γεωπόνος – εκείνο τον καιρό σπουδαίο πράμα, σπουδαγμένο. Κι είχε όλο τα μαλλιά του χτενισμένα πίσω με τσατσάρα και γυαλίζανε με μπριγιαντίνη – δεν ξέρω τι βάζαν τότε, πάντως τα μαλλιά ήταν συσσωματωμένα γυαλιστερά πλοκάμια, και κάπνιζε άφιλτρα ο θείος Μιλτιάδης και μύριζε χώμα και φυτοφάρμακο, όχι μόνο στο μαγαζί, και στην κουζίνα του σπιτιού τους έμπαινες και πάλι φυτοφάρμακο μύριζε, κι είχε και κήπο και το ’χε και χόμπι, πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στον κήπο, κι όλο να παλεύει με κάτι φυτουλάκια, κάτι μυστήρια, βολβοί, φυλλωματάκια, κλαδευτηράκια, από κείνα τ’ άλλα που σκαλίζεις λιγουλάκι και φυτεύεις ένα σποράκι, σωληνάκια, ποτιστηράκια, μυστήρια πράματα, μαγικά. Και μυρουδιά. Χώμα και φάρμακα.

Και πέθανε μια μέρα ο θείος Μιλτιάδης – επήλθε το ρημάδι το βέβαιον, και με ζάλισε η γυναίκα μου, πού το πας το παιδί στην κηδεία, θα πάθει ψυχικό τραύμα, σοκ θα πάθει, στο μεταξύ το παιδί ήταν πεντέξη χρονώ, μιλούσε μια χαρά, συνεννογιόμασταν, πέθανε ο θείος Μίλτος; πέθανε αγόρι μου. Και πάμε στην κηδεία; Ναι αγόρι μου. Σιωπηλός ο μικρός. Όλοι θα πεθάνουμε, μπαμπά, ε; Ναι αγόρι μου. Με ζώσαν εμένα τα φίδια τα μαύρα. Λες να ’χε δίκιο η άλλη, πού το πας το παιδί, με είχε φάει ζωντανό, με είχε σταυρώσει, λες να ’χε δίκιο, μην του μείνει τραύμα; Τι να σκέφτεται τώρα το αγόρι μου; Δηλαδή θα πεθάνεις και συ μπαμπά; Ωχ. Νάτο. Δίκο είχε. Από δω και στο εξής θα την ακούω, ό,τι κι αν λέει. Να, προσπέφτω γονατιστός. Συγγνώμη. Πετάει ο γάιδαρος; μάλιστα, πετάει. Ναι, παιδί μου, είπα όσο πιο μαλακά γινόταν. Κι εγώ θα πεθάνω. Και περίμενα να επέλθει η καταστροφή. Ο μικρός έμενε σιωπηλός.

Όταν πεθάνεις θα μου δώσεις το αυτοκίνητο; με ρώτησε.

Και τ’ ορκίστηκα: αν ποτέ την ακούσω τη βλαμμένη, εμένα να μου τρυπήσεις τη μύτη.







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.