Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Stabat Mater














Quando corpus morietur,
fac, ut animae donetur
paradisi gloria.

Του δεκάτου τρίτου αιώνος. Τζακοπόνε ντα Τόντι, σ' αυτόν τα απέδιδαν τα στιχάκια - αυτόν που είχε γράψει, και τι δεν είχε γράψει, λάουντε διάφορα, κομπονιμέντι ντι τέμα ρελιτζιόζο, κατάλαβες; με ρελιτζιόζικο θέμα δηλαδή, ο πιου πρετσιζαμέντε, λάουντε σπιριτουάλε, πνευματικά λάουντε, από το λάους βγαίνει, λατινικά, το εγκώμιον, ο έπαινος, λάους, λάουντις, λάουντουμ τα εγκώμια - το 'ξερες ότι και η λύρα από το ίδιο θέμα βγαίνει; *leu-, μάλιστα, από κει που σήμερα στα ιταλικά λένε λόντε, που είναι οι έπαινοι που παίρνουν οι φοιτητές για τις επιδόσεις τους - μετ' επαίνων, που λέμε κι εμείς στα ιδρύματα τα ημέτερα.

Αλλά μπορεί και να μην είναι του ντα Τόντι γιατί έχουμε βρει και χειρόγραφα που χρονολογούνται νωρίτερα, στη Μπολόνια, στο Μουζέο Τσίβικο Μεντιεβάλε, να πας να τα δεις! χειρόγραφα με ύμνους καθολικούς που τραγουδάγανε στην εκκλησιά. Και τα συμμαζέψανε στη Σύνοδο του Τρέντο, τα καταδίκασαν μαζί με τις προτεσταντικές αιρέσεις, έβγαλε του κόσμου τα διατάγματα η Σύνοδος, είκοσι χρόνια βάστηξε, από το 1545 ώς το 1563, τι λέγαν τόσα χρόνια μοναχά αυτοί ξέρουν, αλλά ο Βενέδικτος ΙΓ΄ το απεκατέστησε το άσμα το ωραίον κι έκτοτε το τραγουδάμε σε διάφορες μορφές και διάφορες εκδοχές, καλά, μιλάμε δεν υπάρχει χριστιανός που να μην έγραψε τη δική του σύνθεση, κατάλαβες, αυτοί δεν είναι σαν τους ορθόδοξους που στιχάκια και μουσική πάνε πακέτο συνήθως, όχι, έχουν τα στιχάκια ξέχωρα και πάνε και σφάζονται στην ποδιά τους κάθε λογής παλικάρια, πες μου ποιον θες να σου τον φέρω, τι Παλεστρίνα, τι Βιβάλντι, τι Σκαρλάτι, τι Περγκολέζι, ποιόνε θες, λέγε, Χάιντν; Σούμπερτ; Ροσίνι; Πεντερέτσκι;

Σφαγή κανονική σου λέω. Οπότε για τη συναυλία μας εμείς διαλέξαμε τέσσερεις απ' αυτούς, τον Μπράουν τον Εγγλέζο, τον Τούμα εκ Τσεχίας, τον Ράινμπέργκερ, από το Λίχτενστάιν ήταν αυτός κι έδρασε στη Βαυαρία και το Μόναχο, και ποιον άλλον; τον Κοντάι που στα ελληνικά τόνε λέμε Κόνταλι και είμαστε καταφχαριστημένοι, δεν πειράζει καθόλου, καθείς και το φωνητικό του εργαλείο, δε γίνεται να προφέρουμε όλοι τα ίδια.

Τέσσερεις από τέσσερεις περιόδους, ο Μπράουν είναι 15ος αιώνας, ασυνήθης και μυστήριος. Ο Τούμα, 18ος, σαφώς μπαρόκ. Ο Ράινμπέργκερ, επόμενος αιώνας, 19ος, μαέστρος στο βασιλικό παρεκκλήσι - και όπερες έγραψε αυτός. Και ο Κόνταλι, φρέσκος και σημερινός, το 1967 πέθανε, μέγας μουσικοπαιδαγωγός εκτός από συνθέτης, και γλωσσολόγος και φιλόσοφος. Σύστημα Κόνταλι που λέμε; αυτός είναι.

Και τα βάλαμε κάτω και ορίστε: «Στάμπατ Μάτερ». Διαδρομή με στάσεις τέσσερεις, Μπράουν, Τούμα, Ράινμπέργκερ και Κόνταλι. Και μαζί «Ο θάνατος κι η κόρη», το δεύτερο μέρος από το Κουαρτέτο 14 τού Σούμπερτ.

Φωνητικό σύνολο «Καλλιτεχνήματα».  Ρέα Βουδούρη, Μαριλένα Καρβελά, Κωνσταντίνος Καρβέλης, Κωνσταντίνος Κονδύλης, Λαμπριανός Κυριακίδης, Μαριλέτα Λιώση, Κώστας Παπαλέξης, Βασιλική Τσιριγώτη. Και ορχηστρικό σύνολο «Καλλιτεχνήματα». Λαμπριανός Κυριακίδης (βιολί), Μάξιμος Αποστολάκος (βιολί), Ελένη Σπαχή (βιόλα), Κλεποπάτρα Δαρδάλη (τσέλο), Ελένη Μπιλμπίλογλου (κοντραμπάσο). Και Μαριάννα Σπυράκου στο πιάνο. Ο Λαμπριανός Κυριακίδης προετοίμασε το ορχηστρικό σύνολο. Και η Μαρία Μιχαλοπούλου διηύθηνε τη συναυλία.

Στην Ευαγγελίστρια Πειραιώς, με την Ενορία εν Δράσει και τον αεικίνητο παπα Γιώργη Γεωργακόπουλο.


-------------------------------

Φωτογραφία: στιγμιότυπο από την βιντεοσκοπημένη συναυλία μας, από την Ενορία εν Δράσει.











Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...