Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πάτροκλος



Ἦν δέ τις ἐν Τρώεσσι Δάρης ἀφνειὸς ἀμύμων. Ότι ήτανε κάποιος Δάρης, Τρώας, πλούσιος και πολύ κύριος – έτσι γράφει ο Όμηρος. Που ήταν ἱρεὺς Ἡφαίστοιο ο εν λόγω – του Ηφαίστου ιερέας δηλαδή. Κι έγραψε, λέει, αυτός ο τύπος, ένα χρονικό της καταστροφής της Τροίας: Daretis Phrygii de excidio Troiae historia. Δάρητος του Φρυγός, περί καταστροφής της Τροίας ιστόρησις. Όχι βέβαια, δεν τα λέει ο Όμηρος αυτά, για το βιβλίο – αυτά ανεφύησαν εκ των υστέρων.

Ότι έγραψε ένα βιβλίο και καλά, και το ’χαν και το μελετούσαν εις τας Ευρώπας το πάλαι, το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά πολύ πάλαι μιλάμε: αυτό που σήμερα λέμε ύστερη αρχαιότητα, δηλαδή τρίτος - τέταρτος αιώνας κι αργότερα. Και πέμπτος. Κι έκτος. Είχε καταρρεύσει το σύμπαν, αυτοκρατορία δυτική δεν υφίστατο, είχαν μπουκάρει οι Γότθοι και τα ’χαν κάνει καλοκαιρινό, μόνο το ένδοξον ανατολικόν μέρος έπαιζε μπάλα, Βυζάντιο δηλαδή, και στη δύση χάος. Αλλά κι από δω κι από κει, σε δύση και σ’ ανατολή, οι μοναχοί αντιγράφαν και τα φοβερά μυθολόγια όπου τα βρίσκαν, όταν τα βρίσκαν, και κάποτε συμπλήρωναν κι ό,τι να ’ναι, πασπαλίζαν με ό,τι φάνταζε ωραίον και θελκτικόν, γαρνιρίζαν, κι ύστερα το διαβάζαν μετά μανίας. Γιατί; Διότι από πού αλλού δηλαδή να τραβήξουν πράμα; Όμηρο και Βιργίλιο, και δόστου και σαλτσούλα χριστιανική – ό,τι να ’ναι. Κι όχι μόνο τίποτε παρακατιανοί. Και σοβαρά χέρια κάναν τέτοιες μαγειρικές: ο Βοήθιος, ας πούμε, εις την Παρηγορίαν του, δεν πιάνει κουβέντα με την Κυρά Φιλοσοφία, κι αυτή τον καταπραΰνει; τι εφήμερο πράμα που είναι ο πλούτος κι η φήμη και η ισχύς, και τι σου είναι ο άνθρωπος – παίζει δηλαδή Αριστοτέλης εκεί, παίζουν νεοπλατωνικοί, στωικοί, οι πάντες, όλοι όμως υπό την χριστιανική κλείδα αναγνώσεως – ότι ο θεός όλα τα ξέρει, και ναι, η τύχη είναι μεν τροχός, αυτό πάντοτε το ξέραμε, αλλά η σταθερότης επέρχεται με την υπακοή στο θέλημά του - αυτό είναι το φρέσκο συμπέρασμα.

Καλό; Πολύ καλό. Έτσι τ’ ανακατεύαν τότε την τράπουλα. Τον παλιό και τον καινούριο κόσμο. Oracula Sibyllina, Σιβυλλικαί Μαντείαι, το ’ξερες αυτό το σύγγραμα; Σε δακτυλικό εξάμετρο αυτό, σαν την Οδύσσεια ή την Αινειάδα ένα πράμα, εξαιρετικός στίχος, αλλά από περιεχόμενο, χάος σκέτο: ανώνυμες προφητείες, ανακατεμένα ελληνικά και ρωμαϊκά παγανιστικά, βάλε σάλτσα εβραίους του ελληνιστικού, βάλε Νώε και Βαβέλ, βάλε γνωστικούς – ο Σουίδας απαριθμεί δέκα Σίβυλλες: πρώτη η Περσίς, δευτέρα η Λίβυσσα, τρίτη η Δελφίς, τετάρτη Ιταλική, πέμπτη Ερυθραία, έκτη Σαμία, εβδόμη η Κυμαία, ογδόη Ελλησποντία, ενάτη Φρυγία, δεκάτη η Τιγουρτία – είπες τίποτα; Όλου του κόσμου τα καλά, όλα στο μπλέντερ. Και καταλήγει ο Σουίδας: ότι Σίβυλλα Ρωμαϊκή λέξις εστίν, ερμηνευομένη προφήτις, ήγουν μάντις. Μάλιστα. Τα ίδια που λέει και ο Μπαμπινιώτης: το όνομα δινόταν κατά την αρχαιότητα σε μάντισσες ή ενίοτε ιέρειες μυθικών θεοτήτων, που σε κατάσταση έκστασης προφήτευαν τα μέλλοντα. Έτυμον άγνωστον. Σιβυλλικόν.

Αλλά απ’ αλλού είχαμε ξεκινήσει και μας κατηφόρισε εδώ η κουβέντα. Για τον Δάρητα τον Φρύγα λέγαμε. Που τον ανέφερε μια φορά στην Ιλιάδα του ο Όμηρος, κι ύστερα τον πιάσαν και του βρήκαν και συγγραφικό έργο οι αθεόφοβοι, τι, δεν το ’ξερες; καλέ, βέβαια! Δάρης! και δως του Περί της καταστροφής της Τροίας, στα λατινικά βέβαια, υπάρχει λόγος, δε φτιάχνονται έτσι αυτά, πάει να πει ότι έχουν συντονιστεί κόσμος – παίζει ρεύμα σκέψης, παίζει ανάγκη, παίζει ζήτηση και πρέπει να εξυπηρετηθεί, οπότε γεννιέται μια ιστορία και παίρνει σάρκα και οστά, κατασκευάζονται και οι λεπτομέρειες, εφευρίσκεται ο συγγραφεύς, ο Δάρης, καλέ, δεν τον ξέρατε; να και τα βιβλία του, να τα κείμενα τα φοβερά, και κάθεσαι συ και αναρωτιέσαι κατάπληκτος, ποιος Δάρης ρε παιδιά; αλλά βλέπεις μπροστά σου ολόκληρους κόσμους αναπεπταμένους, ότι και καλά ο Δάρης τα ’γραψε αυτά, κοιτάς από δω, τοπία ολόκληρα, κοιτάς από κει, άλλα τοπία, σύμπαντα, ιστορίες με αγρίους, ορίστε σου λένε οι Φράγκοι: από δω καταγόμεθα κύριε, από τους αρχαίους Τρώες, τα γράφει ο Δάρης – εμ, μια λαχτάρα την έχει ο άνθρωπος: να φτιάχνει ιστορία και μετά να μπαίνει μέσα – αυτό θα πει ιστορία: ματιά θα πει, οίδα, δηλαδή ιστορώ. Γνωρίζω άρα υπάρχω.

Ένι γουέι μάνα μ’, πάλι χαθήκαμε, ο Δάρης ο Φρύξ, αυτόν κουβεντιάζαμε, έκατσε λοιπόν αυτός —ποιος αυτός δηλαδή, λέμε τώρα— κι έγραψε μια ιστορία κούκλα, εις άπταιστον τρωικήν υποτίθεται, αλλά στα ελληνικά κυκλοφόρησε, άγνωστο πώς, κι ύστερα είπαν όχι, την έγραψε ο Κορνήλιος Νέπως λατινικά και την αφιέρωσε στον Σαλλούστιο – των ανθρώπων τα θαύματα! κι από κει πήρε ο Ιωσήφ εξ Έξετερ κι έγραψε την δική του Ιλιάδα, τον δωδέκατο πια αιώνα έχουμε φτάσει, έξι τόμοι η εργάρα τού Ιωσήφ, άλλο συμπίλημα αυτό: Δάρης ο Φρυξ και Δίκτυς ο Κρης, οι δυο παραγνωρισμένοι ιστορικοί που τους είχε φιμωμένους το σύστημα, διαδώστε.

Αλλά πάλι μας πήρε η κατηφόρα, ιστόραγε ιστόρα, κόκκινη κλωστή δεμένη, κι αυτός ο Δάρης ο Φρυξ λέει μια καταπληκτική ιστορία για τον Μενοιτιάδη, δηλαδή τον γιο του Μενοίτιου – ο Μενοίτιος ήτο Αργοναύτης, σύντροφος του Ιάσονα. Και όσο ο Ιάσων τσιλιμπούρδιζε με τη Μήδεια, τόσο σαχλαμάριζε ο Μενοίτιος με την Πολυμήλη, ή τη Σθενέλη, ή την Περιωπή, ή τη Δημοκρατία – κάποια από δαύτες, ασαφές με ποιαν ακριβώς, η κάθε μια έχει τη δική της αιτία, είναι προφανές, οπότε φίκι φίκι ο Ιάσων και η Μήδεια, φίκι φίκι κι ο Μενοίτιος και η δικιά του. Και τα μεν Ιασονόπουλα τα περιέλαβε η κυρία μαμά τους και τα κανόνισε, αλλά ο Μενοιτιάδης δεν αντιμετώπισε παρόμοιο ζήτημα, και γίνηκε ένα παλικάρι σαν τα κρύα τα νερά, με το ολόγκριζο το βλέμμα το άπαιχτο, γλυκύς και ζόρικος από μικρός, κι ατίθασο παιδάκι. Τσακώνεται όμως το βλαμμένο με τον Κλησώνυμο, τον γιο του Αστυδάμαντα, και του τραβάει μια στο δοξαπατρί και πάει ο Κλησώνυμος, οπότε Μενοίτιος και Μενοιτιάδης, πατέρας και γιος, την κάνουν νύκτωρ κατά Φθία μεριά, τακιμιάζουν εκεί Πηλέας και Μενοίτιος, οι πατεράδες, τακιμιάζουν και τα βλαστάρια, Αχιλλέας και Μενοιτιάδης.

Είδες πώς γίνεται; Αχιλλέας δηλαδή και Πάτροκλος. Αυτός ήταν ο Μενοιτιάδης. Ο Πάτροκλος. Του πατρός το κλέος, ή αλλιώς και Κλεόπατρος και Κλεοπάτρα. Κολλητάρια μιλάμε με τον Αχιλλέα, αχώριστοι, ο ένας η άλλη πτυχή του αλλουνού, τέτοια ταύτιση μιλάμε, ώσπου γίνηκε η στραβή με τον Έκτορα και χάλασε το πράμα και χαλαστήκαμε όλοι, άιντ’ από κει τέτοια στενοχώρια, ας την ευχή. Και βγήκαν κι οι ιστορίες, ότι ήταν παντρεμένοι οι δυο τους και τέτοια, καλά, τι λέμε τόσην ώρα; Ότι φκιάνει ο άνθρωπος ιστορίες άμα τις χρειάζεται, αυτό δε λέμε;

Έτσι τις φτιάχνει. Με τίποτα. Έτσι φτιάχνεται ιστορία. Η κάθε ιστορία. Με τίποτα. Αρκεί να υπάρχει Λόγος.













Σχόλια

  1. Ανώνυμος21/1/25 13:04

    Ωρες, μέρες, χρόνια μελέτης ποικίλων κειμένων σε περίεργες γλώσσες....ισορρόπησαν μέσα στο κεφάλι σου (!) κι έτσι έχεις τώρα λόγο να φτιάξεις τη δική σου θαυμαστή ιστορία.Άξιος ο έπαινος!!! Π. Σαμοΐλης

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.