Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Θα βγει;




Ξέρεις τι είναι να περιμένεις αποκάτω πότε θα βγει; Αν βγει. Γιατί δεν ξέρεις, δε βγαίνει γιατί δε μπορεί; δε βγαίνει για δε θέλει; Ή δε βγαίνει διότι απλώς δε σε πήρε χαμπάρι ότι είσαι εδώ;

Κι αν δε σε πήρε χαμπάρι, γιατί δε σε πήρε χαμπάρι; μήπως απλώς δεν έχει τον νου της να σε πάρει χαμπάρι; μήπως δεν την πολυενδιαφέρει; είναι τέτοιος τύπος άραγε; που δεν την πολυενδιαφέρουν; Ωχ, μήπως είσαι εσύ που δεν την πολυενδιαφέρεις;

Αλλά ποία η διαφορά; Είτε τα πράματα δεν την πολυενδιαφέρουν, είτε εσύ, ένα και το αυτό δια τους σκοπούς σου. Βέβαια, δεν αντιλέγω, άλλον να μην την πολυενδιαφέρουν γενικώς αυτά, κι άλλον να την ενδιαφέρουν, αλλά, βρε αδερφέ, να μη σκάζει για σένα.

Εκτός πάλι αν το κάνει επίτηδες. Αν δηλαδή παριστάνει ότι δεν ενδιεφέρεται και τόσον, απλώς για να μην σου δώσει λαβάς. Ή, καλύτερον, διότι έτσι είναι αυταί. Κάνουν ότι δεν πολυενδιαφέρονται, ώστε εσύ να επιμείνεις δριμύτερος και τρυφερώτερος, αμφότερα.

Να είναι τέτοια; Κι όμως. Προχθές που έβγαινε από το Σχολείον σε εκύτταξε. Και δεν το λέγεις τυχαία ματιά. Σε εκύτταξε, είναι βέβαιον. Ή μήπως πάλιν ήτο τυχαίον και έτσι σου φαίνεται εσένα, του ταλαιπώρου, ότι δηλαδή σ' εκύταξεν, εδώ δεν σ' εκύτταξεν - να 'ταν τυχαίον βρε αδερφέ;

Ταλαιπώρου; Όχι κύριε. Ουδεμία ταλαιπωρία. Η καρδία μας το γνωρίζει. Είμεθα τρυφεροί και καλοί άνθρωποι και μπορούμε να υποσχεθούμε τα καλύτερα δια το μέλλον. Και το ξέρει. Μη δε θέλει; Κι είναι τόσον ήσυχα.

Ή μήπως απλώς δεν ξέρει ότι είσαι εδώ;










Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.