Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κωνσταντίνος



Ξαναρχίσαμε και φέτος.

Τα γνωστά. Που ήσουν μακελάρης. Που εξόντωσες – και ποιον δεν εξόντωσες. Κι η μάνα σου που ήταν αποτέτοια. Και λίγα σου λέω. Πού να ξέραμε και την ιστορία με την αδερφή σου και τον γιο τού Λικίνιου. Ή τι έκανε ο μπαμπάς σου με την πρώτη του γυναίκα και τι θα γινόταν η Αυτοκρατορία αν δεν είχες κάνει κι εσύ το ίδιο – αυτό δε μας περνάει απ’ τον νου. Τι φοβήθηκες τον Μαξέντιο, ή γιατί τα μάζεψες από τη Ρώμη. Γιατί φαγώθηκες να κόψεις νόμισμα και πώς ενήργησες στη Νίκαια.

Πού να μπλέκουμε. Μας αρκεί η δημοσιογραφία. Σεξ και πρωτοσέλιδα. Γιατί, όπως καταλαβαίνεις, σκοπός μας δεν είναι να διαλογιστούμε πώς σκέφτηκες και πώς ομονόησες με την ιστορία. Σαν ατζαμήδες ηθοποιοί σε θίασο παραθεριστών, έχουμε τη δική μας ατζέντα. Παίζουμε τον Κωνσταντίνο, και βάζουμε τα καλά μας, τα χρυσά, μεγαλοπρεπείς, γαλήνιοι, όλο στόμφο, αρχοντιά και χέρι βαρύ πλην τίμιο. Ή το αντίθετο: φοράμε τα σκούρα μας, χθόνιοι και στριμένοι, το βλέμμα λοξό ένα γύρω, ύπουλοι – το μαύρο το κακό. Αυλαία. Και χειροκρότημα.

Σκεφτόμαστε τον κόσμο μέσα από τα δικά μας φίλτρα και παίζουμε τους δικούς μας φόβους. Γιατί το αντίθετο θέλει τσαγανό. Να ψάξεις, να βρέξεις κώλο – να νιώσεις. Πώς ήτανε ο κόσμος. Πώς έρχονταν τα νέα. Σπίρτα είχε; Προφυλακτικά; Οξιζενέ; Τι βάζανε για άρωμα; Τι φόραγαν στο κρύο; Να κάνεις ησυχία ν’ ακούσεις. Ποιες ήταν οι απειλές και ποιες οι ευκαιρίες. Ποια η πληγή και πού η αγωνία. Ποιος ο φόβος ο δικός σου.

Δεν είσαι εσύ, ούτε η εποχή σου που μας απασχολεί. Να μπετονάρουμε αυτό που ήδη πιστεύουμε για το σήμερα το δικό μας θέλουμε. Έχουμε ένα αφήγημα για τον κόσμο, και πρέπει να τον χωρέσουμε σ’ αυτό. Να στηρίξουμε αυτό που νομίζουμε – όχι να βρούμε ερωτήματα.

Και παρ’ όλ’ αυτά,  εκεί που θα ’λεγες ότι έτσι η κουβέντα θα εξέπνεε, κι όμως συμβαίνει το αντίθετο. Δεν το κλείνουμε – ήταν, ας πούμε, κακός ψυχρός κι ανάποδος. Ή ήταν καλός, ήταν χρυσός, κι είχε τις χάρες όλες. Κάτι από τα δύο.

Μπα. Από δω το ’χουμε, από κει το ’χουμε, κάθε χρονιά σε ξανασυζητάμε. Ξανά μανά. Από δω τα ωσανά – δόξα σοι τω δείξαντι το φως. Κι από κει οι ροβεσπιέροι οι επαγγελματίες, δεν τους γελάς αυτούς, όλα τα αποκαλύπτουν, τι κάθαρμα ήσουνα καταλεπτώς.

Σιτίζονται, και οι μεν και οι δε, στο ίδιο πρυτανείο. Προσοδοφόρα ενασχόληση. Κι εμείς από κοντά. Ψώνια. Νεοσσοί, με το ράμφος να χάσκει, περιμένουμε από τους λαλίστατους να μας αποθέσουν στο στόμα τα επιχειρήματα που επιρρωνύουν αυτό που μάς ταιριάζει. Και τα αναμασάμε.

Κι εσύ να επανέρχεσαι. Εδώ σε θέλω! Τι έκανες ρε μεγάλε κι ακόμη σε κουβεντιάζει ο κόσμος όλος και τσακώνονται, και ησυχίαν ουκ έχουν;

Αλλά, θα μου πεις, αυτό έκανες: πριν από σένα, ο κόσμος ήταν αλλιώς. Λίγο το ’χεις;










Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.