είχα είχα μιαγάπη αχ καρδούλα μου
πουμοιαζέ συννεφάκι, συννεφούλα μου
ξέρεις, δεν ξέρω αν σου ’χει τύχει, αλλά το πιο δύσκολο είναι το απλό. Το σκέτο. Το αυτονόητο. Ρε παιδί μου, αυτό που δε χρειάζεται να ειπωθεί – το κοινότοπο
τι να σου πω; ήμασταν παρέα πάντα – το ’ξερες. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Κολλητοί. Τόσο που περνούσες απαρατήρητος. Αυτονόητος. Δεν υπήρχε λόγος ν’ ασχοληθεί κανείς μαζί σου. Εκεί – φυσικό φαινόμενο
μη, μην το πεις
οι παλιοί μας φίλοι,
μην το πεις
για πάντα φύγαν
πού κόλλαγε αυτό; ποιος ξέρει. Στα όρια ήταν – και δεν ήταν και το μόνο
κι έρχεται στιγμή,
να το ξαναπώ, ομορφή,
νασάς μιλήσω
και παρατονισμός που πάει σύννεφο και κιθάρα στα όρια του λάθους
ξέρωκά
ατιπουλιά
μαυραπουλιά
πουλιαπικρά
πουλιατησδύ
στυχιιάς
και γινόσουν ξαφνικά συνομήλικος. Δικός. Κολλητός. Πώς γινόταν; Και τη μια συνεπαίρνονταν τα μυαλά και υψωνόμασταν, ναι ρε γαμώτο! και την άλλη σιγά ρε τον στίχο και σιγά τον τραγουδιστή – και δεν ξέραμε πώς να το πάρουμε αυτό που ασκούσες τέτοιο βάθος, μια ιδιωτεία επίμονη, που δημοσιευομένη καθαγιζόταν, μας φαινόταν δικό μας το αναπάντητο, λέγαμε δεν πειράζει, θα μας περάσει, θα μεγαλώσουμε, κι όλο και μεγαλώναμε και το αφήναμε πίσω μας, αλλά όλο και ξαναβρισκόμασταν σε κάποια γωνία, ξανασυναντιόμασταν, αλλιώς ντυμένοι, πώς από δω, πάλι εκεί ήσουνα και τσουπ, ξανακυλούσαμε κι εμείς κι εσύ, όλοι μαζί, και πάλι λέγαμε μπα έτυχε, άστονε μωρέ, ποιος δίνει σημασία
μετά παθαίναμε φλασιές, ξανακούγαμε την παιδική μου φίλη, τηνεί-δαξά-φνικά, και μας φαινόταν ότι είχαμε παρακούσει παλιότερα, άλλα καταλαβαίναμε τότε κι άλλα τραγουδιόνταν, μπα, πάλι εμείς θα φταίμε, έτσι σκεφτόμασταν, το ξανακοιτάζαμε το τραγούδι από άλλη μεριά, αλλιώς, μπαίναμε από άλλη πόρτα, κι άλλα πράματα φανερώνονταν, μπα, εμείς είμαστε πάλι, ό,τι θέλουμε διαβάζουμε κάθε φορά, αλλαζουνεόλα-εδωκάτω-μεορμή, τι-νακαταλάβου-μεοιφτωχοί, μας έπαιρνε και μας γύριζε, μακρινές μου πεδιάδες
δεν ξέρω γιατί μού αναβλύζει και με πιέζει και το κρατώ να μην κυλήσει, μα γιατί με πείραξε τόσο, τι έχω πάθει απόψε, τι έγινε δε μπορώ να καταλάβω – αλλά θα σου πω τι έγινε, ξέρω: έγινε ότι σε κάθε στροφή ξανασυναντιόμασταν κι ήσουν κάτι σαν έμφρονη συγκοινωνία, την παίρνουμε εμείς και μας παίρνει κι εκείνη, κι όλες οι στάσεις μάς αφορούν, είναι κομμάτια του κοινωνικού ιστού, στ’ αρχίδια μας από τη μία, αλλού είναι στραμμένη η προσοχή μας, από την άλλη όμως είναι συστατικά της ζωής μας, σαν τις μέρες που δεν κρατήσαμε μια τόση δα σημείωση, πώς να το κάνουμε, και πού να γυρίσεις να το πεις ότι εξ αυτών συναρτάσαι – πώς να το διαπιστώσεις, κι άμα το διαπιστώσεις να κάνεις τι; να βγω απ’ αυτή τη φυλακή; κανείς δεθάμε-περιμένει, αερασθάμε-παρασέρνει
όλα τα προφήτεψες, αλλά δεν πείραζε, μαζί τα προφητεύαμε, κατάλαβες; δε μας χάλαγε αφού ξερόμασταν, κι άγγελο εξάγγελο και δεκανίκι, κι είχε και γλώσσα καθόλου να μιλά – και τούπαμε να φύγει μουδιασμένα, όλα έτσι γίναν, καταλεπτώς
και στο μεταξύ η σχέση αρνείτο να τελειώσει, άντε πάλι ήλιος κόκκινος ζεστός, στο βιετνάμ πυρπόλησαν το ρύζι, κι ύστερα ξαφνικά τα τραγουδάκια μου κατάμονα, αν σας αντάμονα, θάπεφτα κάτου, η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει, τι ήταν αυτό πάλι; είχε περάσει καιρός, άλλη πόρτα είχε ανοίξει κι αλλού είχαμε βρεθεί – οπότε από πού να το πιάναμε τώρα το θέμα;
με κρατάς ξάγρυπνο απόψε – γι’ αυτό σού λέω: ένα ταξίδι στη συνείδηση με τρόπο που δεν τον καταλαβαίνεις – μόνο εκ των υστέρων κοιτάς κι αναγνωρίζεις τις τοποθεσίες – όσο είσαι στο συγκεκριμένο μέρος δεν ξέρεις πού είσαι, να με προσέχεις, γιατί έχω πέσει χαμηλά, πώς να ξέρεις πού βρίσκεσαι, μόνο άμα βγεις, έτσι δεν είναι; μάτια μου γλυκά, πώς με αντέχεις; τα μέρη χαρτογραφούνται μόνο αφού τα εγκαταλείψεις
κάτι ήξερες, κάτι ξέραμε, σαν το παράπονο στη φράση εδώ και τώρα – μια ευλογία που αγνοώ, αλληλοαγνοηθήκαμε, σιγά μωρέ και σιγά μωρέ, κι η σχέση επέμενε, σαν τα ζευγάρια που δεν ανταλλάσσουν λέξη, κιχ, δεν κοιτιώνται, ο ένας είναι φυσικό περιβάλλον για τον άλλον, να πουν τι; όλα διαβήκαν απ’ τις γλώσσες τις στραγγαλίστριες
και τώρα; τώρα ταρατατζούμ. Ο μέγας δράκος. Ο πρωταγωνιστής. Μ’ ένα πριόνι. Το μέγα γεγονός. Φοράει τενεκεδένιο στέμμα. Το οριστικό - τέρμα τα ψέματα. Ο σκοπός. Ένα ζευγάρι παρωπίδες. Δεν έκανες και τίποτα σπουδαίο – όλοι το ίδιο. Ραντίζει με αίμα τις πέτρινες κερκίδες. Όλοι το ίδιο; Εδώ σε θέλω. Φαντάζει αδύνατον. Έκανε πάταγο αυτό – χάνεται το φυσικό μας περιβάλλον και τώρα πρέπει να αναδιατάξουμε την πραγματικότητα. Κάνοντας το τοπίο να μεγαλώνει. Να βρούμε κάτι άλλο ν’ αγνοούμε, κάτι άλλο εκ του οποίου ανωδύνως να συνιστάμεθα – πάρε με αγκαλιά, Χριστέ, είναι ώρα για τέτοια; Πώς; Ξαναγίνεται η ζωή; Να ξαναγεννηθούμε; Θεία Μάνου, καλεθεία Μάνου, είναι το καλοκαίρι μου, ο έρωτάς μου – και τι ζητάω; δυο δυο πέρασαν, της πήραν ρούχα και λεφτά, οι δρόμοι θα ’ναι αδειανοί – μα εγώ τη λέω δέντρο
βλέπεις που ήσουνα παντού και δεν το ’χαμε εξετάσει; δεν τόχαμε καταγράψει, μούσα καρβουναρού, θράκα μου πυρωμένη, έργο τρομερό τα όρη του Καυκάσου, καφέ καμπαρντίνα, μοτοσικλέτα, σαν τον Καραγκιόζη, τα παίρνεις όλα πολύ στα σοβαρά, στου μυαλού σου το γκαράζ – βλέπεις; παντού σου λέω
και τώρα; πού πας παλικάρι ωραίο σαν μύθος;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου