Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καθαγιασμός

Καθαγιάζω: ἐξαγιάζω, καθιστῶ τι ἱερόν, ἅγιον. Έτσι γράφει ο Πάπυρος - Λαρούς, έκδοση 1963. Και συνεχίζει: καθαγιασμός ὁ: ἡ μεταβολή, («μετουσίωσις» – «transubstantio») τῶν εὐχαριστιακῶν εἰδῶν, τοῦ ἄρτου δηλαδὴ καὶ τοῦ οἴνου, εἰς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Αὕτη, κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς Ὀρθοδόξου Εκκλησίας, επιτελείται κατὰ τὴν ἐπίκλησιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ εὐχῇ τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς τῶν λειτουργιῶν.

Κατά την Αγία Αναφορά. Στῶμεν καλῶς· στῶμεν μετὰ φόβου. Δηλαδή κατά την μεγάλη ευχαριστιακή προσευχή στο κέντρο κάθε καθιερωμένης Θείας Λειτουργίας. Εκεί όπου γίνεται η επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Σκοπός: η διαχείριση της ύλης. Από πράμα, να γίνει άγιο. Είναι διαδικασία. Έχει τη σειρά της. Πώς θα γίνει το μυστήριο του Ευχελαίου με λαδάκι απλό – δεν πρέπει το λάδι να γίνει άγιο; Πώς θα γίνει Θεία Ευχαριστία, πώς θα γίνει Βάπτισμα με νερό της βρύσης; Δε χρειάζεται η παρουσία της Χάριτος; Η επιστασία του θείου; Δε θα τον επικαλεστεί ο ιερέας; Και μάλιστα την τρίτη των υποστάσεών του: το Άγιο Πνεύμα;

Και σε τι χώρο θα τελεστούν τα μυστήρια, αν ο χώρος είναι τούβλα σκέτα και πέτρες; Και ξύλα και τσιμέντα; Και γυαλιά; Και κεραμίδια; Δε χρειάζεται ο χώρος αυτός να μεταμορφωθεί οντολογικά, δεν πρέπει να γίνει κάτι άλλο από οίκημα; κάτι περισσότερο από οικοδόμημα; κάτι πληρέστερο από χώρος; Σήμερα το λέμε εκκλησία, αλλά εκκλησία δεν είναι το οίκημα. Είναι οι άνθρωποι. Μένει λοιπόν να συνδέσουμε το οίκημα ως κτήριο με την εκκλησία του Θεού ως σώμα. Κάπως όπως βαπτίζουμε και τους ανθρώπους για να τους εισαγάγουμε στην εκκλησία.

Consecratio: dedicatio ecclesiae. Η πράξη της αφιέρωσης. Ο χώρος της λατρείας καθαγιάζεται – ραίνεται με αγίασμα. Vidi aquam egredientem, λέει το αντίφωνο. Καὶ ἰδοὺ ὕδωρ ἐξεπορεύετο ὑποκάτωθεν τοῦ αἰθρίου κατὰ ἀνατολάς, ὅτι τὸ πρόσωπον τοῦ οἴκου ἔβλεπε κατὰ ἀνατολάς, καὶ τὸ ὕδωρ κατέβαινεν ἀπὸ τοῦ κλίτους τοῦ δεξιοῦ ἀπὸ νότου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον. Κι ύστερα διαβάζουν από τη Βουλγκάτα: et ipsi tamquam lapides vivi superaedificamini domus spiritalis, sacerdotium sanctum, offerre spiritales hostias, acceptabiles Deo per Iesum Christum – καὶ αὐτοὶ ὡς λίθοι ζῶντες οἰκοδομεῖσθε, οἶκος πνευματικός, ἱεράτευμα ἅγιον, ἀνενέγκαι πνευματικὰς θυσίας εὐπροσδέκτους τῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ· και σεις οι ίδιοι να οικοδομείστε σαν λιθάρια ζωντανά, να είστε οίκος πνευματικός, άγιον ιεράτευμα, να προσφέρετε θυσίες πνεύματος, ευπρόσδεκτες στον Θεό, δια του Ιησού Χριστού. Μια ευχή – το κτήριο και μαζί η κοινότητα, να γίνουν ο πνευματικός οίκος. Μια σχέση. Ένα ον.

Ο Γιόζεφ Άντον Μπρούκνερ ήταν Αυστριακός συνθέτης και οργανίστας. Δέκατος ένατος αιώνας, 1824-1896. Από τις πιο περίπλοκες συμφωνικές γραφές – ένδεκα συμφωνίες απλώς αριθμημένες, χωρίς υπότιτλους, εκτός από την Τέταρτη, τη Ρομαντική. Και άπειρα ιερά, ένα Τε Ντέουμ, Ψαλμοί, ένα Μανίφικατ, τουλάχιστον σαράντα μοτέτα κι επτά Θείες Λειτουργίες. Και μαζί και το παλιό λειτουργικό που ψέλνεται στις επετείους των καθαγιασμών των ναών, missa in anniversario dedicationis ecclesiae: Locus iste a Deo factus est, inaestimabile sacramentum, irreprehensibilis est. Είναι ένας αρχαίος αναβαθμός. Ένα σκαλί δηλαδή, ανάμεσα στο Αποστολικό ανάγνωσμα και στο Ευαγγέλιο. Ὁ τόπος οὗτος ὑπὸ Θεοῦ ἐποιήθη. Μυστήριον ἀπροσμέτρητον, ἄμωμος ἐστίν.

Οι καθαγιασμένοι λίθοι του ναού. Όντα πλέον, συγκροτούν την επόμενη διάσταση. Όπως οι άνθρωποι συγκροτούν την επόμενη βαθμίδα. Λίθοι και άνθρωποι και το νέο επίπεδο. Η εκκλησία ως κτίσμα και ως αποτέλεσμα της εκκλήσεως. Η δομή και η μετοχή. Το όλον ως αξεδιάλυτο νέο ον.











Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...