Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η καλύτερη



Πω πω στενοχώρια! Πω πω κούραση! Άιντε πάλι ξανά μανά: «Η δικιά μας είναι καλύτερη».

Γιατί ρε μάστορα; Από πού κι ως πού η δικιά μας είναι καλύτερη; με το συμπάθιο δηλαδή. Μα πρώτα πρώτα είναι τριών χιλιάδων χρόνων, μου απαντάς. Τεσσάρων. Ναι, αλλά κι άλλες είναι πολλών χιλιάδων χρόνων, σου λέω εγώ, κι έχει και γλώσσες που τεκμηριώνονται πριν τη δικιά μας. Ναι, αλλά η δικιά μας έχει συνέχεια, μου λες μετά. Άιντε καλά. Όχι πως μπορούμε να καταλάβουμε σήμερα τι γράφαν τότε, έτσι δεν είναι; Άλλα θα πουν οι ίδιες οι λέξεις τότε, κι άλλα σήμερα. Κι άλλες είναι άγνωστες τελείως, και σήμερα δεν παίζουν πια. Κι από σύνταξη; Καμία σχέση. Αλλά σύμφωνοι, έχει συνέχεια – ιστορική και γλωσσολογική. Με τις αλλαγές τις, με τις εξελίξεις της, με τις μετακινήσεις της. Ε και; Είναι η μόνη; Δεν είναι και τα εβρέικα, και τα κινέζικα και τα πέρσικα; Γιατί τη δικιά μας την έχουμε για καλύτερη;

Τα υπέροχα τα κείμενά της, μου λες. Δεν τα ξέρω; σου λέω εγώ. Αυτό δα έλειπε. Αλλά το ’χει η γλώσσα; Αυτό θες να πεις; Δηλαδή ό,τι κι αν γράψεις σ’ αυτή τη γλώσσα, βγαίνει υπέροχο; Η γλώσσα είναι ή είναι αυτοί που τα γράψαν βρε; Ή μπας και δε γράφτηκαν θαύματα σε άλλες γλώσσες; Στα λατινικά; Ή στα γαλλικά και στα γερμανικά; Στα ισπανικά; Δε γράφτηκαν στα κινέζικα; Στα αραβικά; Πού δεν έχουν γραφτεί τα υπέροχα, όχι πες μου. Σε βλέπω, σε τρώει, ότι να, ας πούμε, στα λινγκάλα και στα κικόνγκο, δεν έχει γραφτεί Ιλιάδα και Οδύσσεια! Βλέπεις τι λες; Πιστεύεις ότι φταίει η γλώσσα που δεν έχει γραφτεί Ιλιάδα στο Κονγκό. Και δεν αναρωτιέσαι: θέλανε ν’ ασχοληθούνε με έπη και τους εμπόδισε ο κώδικας; Γιατί βρε πρέπει σώνει και καλά όλοι να θέλουμε γράφουμε Ιλιάδες; Τι μέτρο είναι αυτό;

Δεν ισχύει ο συλλογισμός σου περί καλύτερης, φίλε. Για να σταθεί πρέπει να παίζει κάτι μετρήσιμο. Κάτι που να αποδεικνύεται. Τι μπορεί να έχει μια γλώσσα που την κάνει καλύτερη από τις άλλες; Πιο καλύτερη γραμματική; Μετριέται αυτό; Είναι η δική μου γραμματική καλύτερη από τη σουαχίλι; Ή από τη ρώσικη; Υπάρχει τρόπος να βαθμονομήσουμε ένα συντακτικό; Όχι, φίλε, δεν υπάρχει. Πολλά μετριόνται στις γλώσσες, αλλά όχι η αξία. Όλα τα συντακτικά κάνουν αυτό που χρειάζονται αυτοί που τα μιλάνε. Τα τρίχρονα όλου του κόσμου ροδάνι πάει η γλώσσα τους στη γλώσσα τη δική τους. Εσύ είσαι που τραβάς το ζόρι, ο ξένος – που σου φαίνονται κάπως. Όχι εκείνοι. Για να μη σου πω πόσο παράλογο, πόσο ξένο βρίσκουν εκείνοι το δικό σου το συντακτικό, εντάξει;

Όχι, μην αρχίσεις τώρα το πλούσιο λεξιλόγιο και σαχλαμάρες καμαρωτές. Η καθεμιά ό,τι χρειάζεται να πει, μια χαρά το λέει. Κι όσο περισσότερο χρησιμοποιείται μια γλώσσα, τόσο πιο πλούσια. Κάποτε ήταν η δικιά σου – τη μιλούσαν και οι πέτρες. Σήμερα άλλη είναι η παγκόσμια. Είναι κάποια απ’ τις δυο καλύτερη; Ούτε να μου πεις το άλλο που ’χουν γεμίσει τα σόσιαλ: ότι είναι, λέει, «εννοιολογική». Σοβαρά ρε; Μην τσιμπάς. Αυθαίρετες είναι οι λέξεις – όλου του κόσμου. Φκιάνεις έναν ήχο, κι έναν συνδυασμό, τα συμφωνούμε τι εννοούμε, κι έτσι πορεύεται ο κόσμος. Ήχος και έννοια δε συνδέονται. Εκτός από εξαιρέσεις: τις ονοματοποιίες. Που άμα πεις γαβγίζω, ναι, απ’ τον σκύλο βγαίνει: γαβ γαβ. Αλλά σου έχω έκπληξη τρανή: στ’ αγγλικά ο άλλος λέει μπαρκ, και βγαίνει κι αυτό απ’ τον σκύλο: μπαρκ μπαρκ! Είδες που εσύ κι εκείνος κωδικοποιείτε τον σκύλο αλλιώς; Ποιος είναι ο πιο εννοιολογικός απ’ τους δυο σας; Ποιος ο καλύτερος; Ε;

Όχι, μην το ξεφουρνίσεις, ξέρω τι πρόκειται να πεις τώρα: που απ’ αυτήν έχουν δανειστεί όλοι. Μη λες τέτοια, βρε. Όποια κι αν είχε προηγηθεί, απ’ αυτήν θα δανειζόμασταν οι μεταγενέστεροι. Την κάνει αυτό την καλύτερη; Σ’ έχω πιάσει να λες άκυρα πράματα, να τους πάρουμε όλες τις λέξεις και τι θα τους μείνει. Θα φτιάξουν δικές τους, αυτό θα τους μείνει. Τι τους εμποδίζει; Νομίζεις ότι είναι φτώχεια τους που χρησιμοποιούν τις παλιές τις δικές μας; Όχι. Είναι ζήτημα τιμής. Γιατί οι παλιές οι δικές μας δεν είναι ιδιοκτησία. Σαρπράιζ! Είναι ολονών. Είναι οικουμενικές. Κι αν δεν είχαν υπάρξει εκείνοι οι παλιοί, στη θέση τους θα είχαν υπάρξει άλλοι παλιοί. Και θα δανειζόμασταν όλοι από κείνους τους άλλους. Οπότε πες μου, εδώ, επιμένω: τι την κάνει καλύτερη;

Δεν υπάρχει. Κάτι που το μετράς σε μια γλώσσα και τη βγάζεις καλυτερότερη ή τρισχείριστη, δεν υπάρχει. Η κάθε μια παίζει μπαλίτσα με τον δικό της τρόπο. Η κάθε μια φτιάχτηκε από ανθρώπους, όπως κι η δική μας. Από ανθρώπους που μοιράστηκαν νοήματα. Συναισθήματα. Μυστικά και πόθους. Όχι, μην ψάχνεις να βρεις πόσα φιλότιμα δεν μεταφράζονται στις άλλες γλώσσες γιατί θα σου επιστραφεί ο ουρανός κατακέφαλα: ωκεανός είναι οι λέξεις των αλλονών που δεν μεταφράζονται στη δικιά μας. Δε θες να ξέρεις πόσες. Ίλιγγος θα σου ’ρθει. Άλλωστε γι’ αυτό εξακολουθεί ο δανεισμός, απ’ όλους και προς όλους. Άριστο πράμα ο δανεισμός. Φυσιολογικός και δημιουργικός. Παράδεισος! Δανεικός κι αγύριστος.

Να, σε βλέπω. Στεναχωρέθηκες τώρα. Μούτρωσες. Τώρα που γκρεμίστηκαν τ’ ανώγια τα κατώγια, τώρα που σώθηκαν τα παραμύθια, τώρα σε βλέπω και μελαγχολείς. Ξέρω τώρα τι θα πεις: ναι αλλά όμως είναι η γλυκύτερη. Η ομορφότερη. Η τ’ ουρανού και των θεών. Η αμβροσία και το νέκταρ. Μ’ αυτήν θέλω να ζω, μ’ αυτήν και να πεθαίνω.

Α μπράβο. Τώρα μιλάς καλά! Τώρα συμφωνούμε! Δεν το περίμενες, τόσο καβγά που κάναμε, ε; Κι όμως! Συμφωνούμε, φίλε. Είναι η πιο ωραία, η πιο λατρεμένη, η καλύτερη, η ομορφότερη, είναι η πιο, ρε παιδί μου. Η μάνα. Έτσι δεν είναι η μάνα; Η δικιά μας η μάνα δεν είναι πάντα η πιο;

Είναι. Αλλά δεν παίζει να κυκλοφορούμε και να το υποστηρίζουμε αυτό ως αντικειμενικό, αυτό προσπαθώ να σου πω τόσην ώρα. Την καταλαβαίνεις τη διαφορά; Του καθενός η μάνα, μάνα τον έκανε. Του καθενός είναι εξίσου η καλύτερη. Να βγει ο καθείς, να λέει πόσο πιο καλυτερότερη είναι η δικιά του; Πώς το βλέπεις; Γίνεται;

Η δικιά μας είναι πράγματι η καλύτερη – για μάς. Το ’παμε. Αλλ’ αυτό το κρατάμε κρυφό, σαν έρωτα. Αφού έρωτας είναι. Το ξέρουμε μόνο εμείς· δεν ισχύει για κανέναν άλλον. Κι ούτε αφορά κανέναν άλλον. Ή μάλλον, αφορά τους πάντες. Του καθένα τη δικιά του. Το ’χουμε όλοι μυστικό, γιατί αυτό το καλύτερη είναι πέλαγος καρδιάς. Δεν εκτιθέμεθα δεξιά αριστερά να αμολάμε επιστημονικοφανείς σαχλαμάρες διάφορα επιχειρήματα στο φέισμπουκ ξερωγώ, να μας διαβάζει ο κόσμος να γελάνε.

Και αστείοι γινόμαστε και καλό δεν κάνουμε σε κανένα. Αντί να την καλλιεργούμε και να τη δουλεύουμε, στα πανεπιστήμια και στα σόσιαλ, αντί να την ιδροκοπάμε και να γράφουμε σ’ αυτήν, στα θέατρα και στις αγορές, αντί να την πλουτίζουμε και να τη σμιλεύουμε, σε εργαστήρια και σε φόρα, να την ανανεώνουμε και να την ομορφαίνουμε, πού εμείς: ταριχεύουμε το κουφάρι της και ξοδεύουμε όλη μας την περιουσία να τη διαφημίζουμε. Ότι τάχαμου είναι η καλύτερη. Οι άλλοι γελάνε και ’μείς μένουμε με τη γλώσσα στο χέρι.

Κρίμα δεν είναι κι άδικο; Παράπονο μεγάλο;









Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...