Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Детский хоровод!



Детский хоровод![1]

Γίνεται χορός τρελός! Τη γλιτώσαμε απ' τον Μπαρμαλιέι! Τον κανίβαλο! Που του είχε πει ο κακός ο ιπποπόταμος να μας βάλει μυαλό. Απαπαπα! Με τίποτε, παιδιά! Μακριά! Με τίποτε στον κόσμο μην πάτε στην Αφρική! Ποτέ! Σκυλόψαρα και γορίλες, κι όλα τα κακά! Ευτυχώς ο καλός μας ο κροκόδειλος είναι φίλος μας και τον έκανε τον παλιο-Μπαρμαλιέι μια χαψιά! Και τώρα όλοι μαζί ξεφαντώνουμε. Γύρω γύρω όλοι, και στη μέση ο καλός μας ο κροκόδειλος! Με τον παλιο-Μπαρμαλιέι μέσ' στην κοιλιά του! Χα χα χα! Ας μας πειράξει τώρα αν του βαστάει! Ζήτω η ξεγνοιασιά! Ζήτω!

Το έλεγαν και Фонтан «Бармалей». Το συντριβάνι του Μπαρμαλιέι. Μπροστά από την έξοδο του Σιδηροδρομικού Σταθμού του Στάλινγκραντ. Ανάγλυφη σκηνή από το παιδικό παραμύθι του Τσουκόφσκι (Корней Иванович Чуковский). Καλωσόριζε τους ταξιδιώτες που έφθαναν με τρένο. Σαν να τους υποσχόταν πως όλες τους οι έγνοιες θα 'μεναν πίσω και πως η διαμονή τους θα 'ταν χαρούμενη στην όμορφη πόλη.

Τη φωτογραφία τράβηξε ο Εμμανουήλ Γιεβζιερίχιν (Эммануил Ноевич Евзерихин) τον Αύγουστο του 1942, μετά τον σαρανταοκτάωρο βομβαρδισμό της πόλης από τη Λούφτβάφε. 1.000 τόνοι βόμβες. Αγνοώντας το σύμφωνο μη επίθεσης Ρίμπεντροπ-Μολότοφ του 1939 που διεμοίραζε την Ανατολική Ευρώπη μεταξύ Τρίτου Ράιχ και ΕΣΣΔ, τα χαράματα της 22ας Ιουνίου του 1941 περίπου τριάμισι εκατομμύρια Γερμανοί με σηκωμένα τα μανίκια εξαπέλυαν τον Μπαρμπαρόσα (Unternehmen Barbarossa), τη μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση στην Ιστορία. Και μ' έναν χρόνο καθυστέρηση, το καλοκαίρι του '42 ο Χίτλερ διέτασσε τμήμα του Γκρουπ «Νότος» (Heeresgruppe Süd) να βαδίσει κατά του Στάλινγκραντ, της πόλης με το όνομα του μισητού αντιπάλου. Σε μια μάχη ονομάτων και συμβόλων, Χίτλερ και Στάλιν θα επιδιώξουν να κρατήσουν την —κατά τα άλλα ήσσονος σημασίας— πόλη με νύχια και με δόντια, με τίμημα τις ζωές πολλών εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτικών, παραστρατιωτικών και αμάχων. Сталинградская битва. Schlacht von Stalingrad. Η μάχη του Στάλινγκραντ.

Χριστούγεννα του '42 παίζεται η τελευταία πράξη. Οι αιφνιδιασμένοι Ρώσοι που είχαν ριχτεί στη μάχη μ' ένα τουφέκι κάθε δύο άτομα —το κρατά όποιος δε σκοτωθεί— τώρα εγκλωβίζουν 270.000 Γερμανούς μέσα στην πόλη. Der Kessel. Ο Κλοιός. Χωρίς χειμωνιάτικα ρούχα, χωρίς καύσιμα και πυρομαχικά, χωρίς γάζες και φάρμακα, χωρίς τροφή και νερό. Χωρίς ελπίδα. Κατά τα τέλη Γενάρη του '43 ο Πάουλους (Friedrich Wilhelm Ernst Paulus) συνθηκολογεί, κι ο Πόλεμος παίρνει ανάστροφη τροπή. Είναι η αρχή του τέλους για το Τρίτο Ράιχ.

Χριστούγεννα πριν 77 χρόνια. Και... «με τη βεβαιότητα όλων ότι δεν θα συμβούν παρόμοια πράγματα στο μέλλον»[2].


----------------------------------

[1] Детский хоровод: Ο κυκλικός χορός των παιδιών.

[2] Η τελευταία φράση από το «Χρονολόγιο Θεσσαλονίκης»: Διονύσης Στεργιούλας, «Καθόλου ποιήματα», Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2019.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.