Κυριολεκτικώς. Δεν είναι απλώς Δευτέρα. Άστα να πάνε. Είναι Δευτέρα 4 Ιανουαρίου! Που χθες ήταν Κυριακή και προχθές Σάββατο. Και παραπροχθές Πρώτη του Χρόνου, Παρασκευή, κι αντιπαραπροχθές Πέμπτη και Παραμονή. Μιλάμε πήγε σερί τετραήμερο φορτωμένο στον κόκορα. Και τι τετραήμερο. Όχι τίποτε χαζά και κόλπα που κάνουμε και παρατείνουμε τις διακοπές. Όχι. Αυτό ήταν κοτζάμ Πρωτοχρονιά. Που ήρθε μετά το άλλο τετραήμερο. Των Χριστουγέννων. Εικοσιτέσσερις παραμονή. Εικοσιπέντε ανήμερα και Παρασκευή. Εικοσιέξι και εικοσιεφτά Σαββατοκύριακο. Ναι. Το ένα τετραήμερο μετά το άλλο.
Και τώρα; Δευτέρα.
Οδυνηρή δεν είναι η προσγείωση; Εξαρτάται, θα μου πεις. Εξαρτάται πόσο πέταξες. Πού πήγες και από πού αναγκάζεσαι να κατέβεις, Δευτεριάτικα. Σύμφωνοι. Σωστό. Όσο πιο ψηλά, τόσο πιο πολύ πόνεσε η Δευτέρα. Αλλά πρόσεξε: μη μου πεις εμένα τι ψηλά να πάω, πού να πάω ψηλά, εδώ οι αργίες αυτές ήταν μες την καραντίνα.
Δε θέλω τέτοια – δε σε βρίσκω διαβασμένο. Νομίζεις ότι το ψηλά είναι τι έκανες. Αλλά δεν είναι. Τι να ’χες κάνει δηλαδή; Και καραντίνα να μην είχε, άντε να ’χες πάει κάποια επίσκεψη, κάποιο ωραίο ρεβεγιόν, τίποτε φίλοι, τα παιδιά, η οικογένεια, καμιά γκόμενα, κάνας γκόμενος για τους ελεύθερους – πόσο ψηλά να πας δηλαδή; Πόσο ψηλά είναι αυτό;
Αυτό που πονάει δεν είναι τι καλό έκανες τα δύο απανωτά τετραήμερα, όχι πού πήγες, αλλά πού θα μπορούσες να πας. Όχι τι έκανες αλλά τι θα μπορούσες να ’χε γίνει. Όχι τι έτυχε αλλά τι θα μπορούσε να τύχει. Όχι τι ένιωσες απ’ αυτά που γινόντουσαν, αλλά τι ένιωθες απ’ αυτά που περίμενες να γίνουν.
Μπερδεμένο; Τι δεν καταλαβαίνεις; Αυτό που κυβερνούσε τις προηγούμενες ημέρες δεν ήταν τι συνέβαινε όσο διαρκούσε η γιορτή. Σιγά τι συνέβαινε. Μια συνάντηση, ένα δωράκι, μια ευχή. Όχι. Ήταν η προσδοκία. Απ’ αυτήν ήταν κατασκευασμένες οι ημέρες αυτές. Από ευχή. Από τη χρυσόσκονη της νεράιδας. Από παραμύθι.
Από κείνο που είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό, αλλά που επιτρέπεται να το πιστέψεις. Γιατί έτσι. Κατ’ εξαίρεσιν. Γιατί αυτός είναι ο σκοπός: η γλυκιά πίστη. Της λύσης. Της έκβασης. Της συνάντησης. Του νέου. Του αλλιώς. Της μονοκοντυλιάς.
Πώς τη χρειαζόμαστε οι άνθρωποι τη μονοκοντυλιά! Ότι κάνεις, λέει, μια έτσι και το ’λυσες. Ότι σηκώνει το ραβδάκι η νεράιδα και παφ, έγινε. Ότι γύρισες κι έκλεισες τα μάτια σου μια στιγμή, κι ύστερα γύρισες ξανά, τα ξανάνοιξες, τσα! και τη θέση έχει πάρει το νέο. Το όμορφο. Η λύση. Το καλό.
Το χρειαζόμαστε οι άνθρωποι. Το άμεσο. Την εξαφάνιση του βάσανου. Τα μάγια. Την παράκαμψη του αγώνα που μπορεί να είναι επώδυνος και αγνώστου εκβάσεως. Τη μονοσύλλαβη μονολεξία: τσα! παφ!
Αυτό είναι που συντρίβεται αυτές τις Δευτέρες. Η νεραϊδόσκονη και τα καμπανάκια. Το κρυμμένο παιδί που πήρε θάρρητα κι έσκασε μύτη – λες; είπε! λες να ’ναι αλήθεια επιτέλους;
Και ξανατσακίστηκε. Αυτές τις Δευτέρες είμαστε όλοι ένα παιδί ρημαγμένο. Γοεροί και αφύλακτοι. Η μεγάλη διάψευση.
Κι επειδή έχουμε προ πολλού πάψει να κλαίμε τόσο ανακουφιστικά, τόσο απροφύλαχτα, μέχρι να σκάσουμε, μέχρι να πλαντάξουμε, επειδή πια το ’χουμε παραλείψει το κλάμα το γοερό, αυτές τις Δευτέρες είμαστε θυμωμένοι. Μουστρούφηδες. Στραβόξυλα. Τι θέλω εγώ και νταραβερίζομαι Χριστούγεννα; Άντε τώρα να πάρουμε πάλι σειρά. Ωχ, καημένε.
Και μερικοί είμαστε επιστημονικοί τύποι και το προλαβαίνουμε το κακό:
Γραμμένα τα ’χω. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιές, αργίες κι επετείους, Πάσχατα – εμένα με αφήνουν παγερά αδιάφορη. Προφάσεις για να κινείται η αγορά. Ο καπιταλισμός. Ένα ψέμα είναι. Μια εμπορική γιορτή. Οι απατεώνες. Καμία σχέση εγώ. Εγώ είμαι γειωμένος άνθρωπος. Τα ’χω γραμμένα εκεί που δεν πιάνει μελάνη – κουταμάρες – α να χαθείτε ψεύτες.
Δεν έχει εφευρεθεί ακόμη ο άνθρωπος που να διαχειρίζεται ήπια τη διάψευσή του.
------------------------------------
Τσαγκαροδευτέρα: Προπολεμικά καθιερωμένη αργία της συντεχνίας των τσαγκάρηδων. Λέξη που πήρε την έννοια της αδικαιολόγητης αργίας – της μέρας που λόγω τεμπελιάς πας αργά στη δουλειά κ.λπ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου