Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τα νερά



Εντάξει. Εδώ το πράμα είναι απλό. Και βέβαια μπερδεμένο. Με νερά έχει να κάνει, αλλά μπαίνει άνθρωπος στην εξίσωση.

Νερό το βασικό συστατικό. Νερό η γέννηση. Αλλά νερό κι η αναγέννηση. Απ’ το νερό ξεπηδάν τα πλάσματα, αλλά και μέσα στο νερό βουτάν για να ξαναβγούν καθαρά.

Ο ουρανός γλυκιά αγκαλιά, και η βροχούλα σπέρμα και ίαμα μαζί. Γονιμοποιεί αλλά και ξεπλένει και καθαρίζει.

Και το ποτάμι ανάβλυσμα. Χύμα. Νεράιδες το φυλάνε. Θεότητες. Σημεία. Κι απ’ αυτά, και μέσ’ απ’ τα νερά, πάλι θεότητες ξεπηδούν.

Θεοφάνια η επιστροφή του Απόλλωνα από την Υπερβορεία κι η φανέρωσή του στους Δελφούς. Θεοφάνια κι η φανέρωση της Περιστεράς στον Ιορδάνη. Θεού φανέρωση. Ξεκάθαρα πράματα.

Εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών.[1] Το νερό του Πνεύματος που εξαγνίζει. Ο άνθρωπος που βυθίζεται στον θάνατο και αναδύεται καθαρμένος. Απαλλάσσεται απ’ το παλαιό, και μένει άμωμος. Άμεμπτος.[2] Βάπτιση ήταν ο καθαρισμός από τα προηγούμενα. Η εξάλειψη της ιστορίας και η νέα αρχή. Καθάρσιον. Λουτρόν παλιγγενεσίας.[3]

Αλλά και η συμμετοχή. Η κοινωνία. Η ενσωμάτωση. Η ένταξη. Δε χρειαζόταν καθαρμό ο Αναμάρτητος. Κι όμως βαπτίσθηκε. Ενετάχθη. Έγινε Δικός. Και άγιασαν τα νερά.

Για να μπορούν να καθαρίζουν. Να απαλλάσσουν από την αμαρτία. Κι από τα βάρη. Να μπορεί να πλένει ο Άσπρος.[4] Να μπορεί ο άνθρωπος ν αλαφραίνει για να ξαναμπεί στο Ιερό. Να μπορεί ν’ αναγεννάται. Να ξαναξεκινά. Καινούρια αρχή. Πάλι. Να παίρνει τον κόσμο αλλιώς κι αλλιώς να επανεισέρχεται. Σήκω λούσου κι άλλαξε.[5]

Η Χρυσούλα μου το ’ξερε το ξόρκι. Κάθε φορά που έχανε το σώμα της, την έβλεπες και να τα χάνει. Σκοτείνιαζε. Σαν η ζωή να μαραινόταν μέσ’ το όμορφό της πρόσωπο. Σαν το ακατονόμαστο να την κατέτρωγε. Σαν να μην ήταν πουθενά. Χανόταν. Κι όμως. Μια γραμμή εξακολουθούσε να λειτουργεί. Ένα ύστατο ανάχωμα. Δεν το ’βλεπες απ’ έξω. Έλεγες, πάει. Την χάνουμε.

Κι όμως. Εκείνη —ό,τι απέμενε από κείνη— έμπαινε στο μπάνιο. Κι ακούγαμε τα νερά. Να τρέχουν. Για ώρα. Μόνο τα νερά. Ώρα πολλή. Κι ύστερα έβγαινε ξανά δική. Ανθρωπινή. Όπως την ξέραμε.

Επέστρεφε.


---------------------------------------

[1] Σύμβολον της Πίστεως. 10. «Ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών.»
[2] Όλες οι αρχαίες βαπτιστήριες λειτουργίες αφορούσαν ενήλικες. Το έθιμο του νηπιοβαπτισμού εισήχθη από τον 3ο αιώνα και καθιερώθηκε όχι νωρίτερα από τον 6ο.
[3] 
Ιωάννης Χρυσόστομος. Κατηχήσεις. Τόμος 49.
[4] «Δε μας ξεπλένει ούτε ο Άσπρος». Δλδ, έτσι που τα κάναμε ούτε ο Αχελώος είναι ικανός να μας καθαρίσει. Έκφραση Αιτωλοακαρνάνων κυρίως.
[5] 
Μάη, Μάη, χρυσομάη, τι μας άργησες Μάη μ
 και δε φάνηκες; Να μας φέρεις τα λουλούδια και την Άνοιξη – σήκω λούσου κι άλλαξε. (Στίχοι: Πάνος Τζαβέλας).





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.